γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Αρχίζει το παζάρι, φώναξε ο μαγαζάτορας, με τα χέρια γύρω από το στόμα, έμοιαζε σαν μηδενικό, μια μεγάλη κουλούρα.
Πρώτα βγήκαν τα τρωκτικά, πιο χορτάτα μα πιο πεινασμένα από όλους, πατούσαν χαρούμενα το ένα πάνω στο άλλο, δάγκωναν κάθε λέξη, ρουφούσαν ευτυχισμένα, ακόμη και τις δικές τους σάρκες.
Δεν άργησαν να φανούν τα πιο μεγάλα ζώα, εκείνα κουβαλούσαν ολόκληρα φορτία από λέξεις, ζωντανές στοιχισμένες προτάσεις, έμοιαζαν με σούρες Κορανιού, κάθε τόσο τραβούσαν και έναν μοιραίο αναγραμματισμό, μια μικρή, σύντομη άρνηση έπαιρνε κεφάλι, άλλαζε όλη τη σειρά, καμάρωναν κι αυτά σαν γύφτικα σκεπάρνια, κατάφεραν να αλλάξουν όλη τη βιτρίνα, ξεζούμιζαν αχόρταγα κάθε βολβό περαστικού ματιού.
Έσπασαν τα λουκέτα και με ένα σάλτο βρέθηκαν όλοι μέσα από την μεγάλη τζαμαρία, μπλέχτηκαν σαν κουβάρι, γνώριμοι άστεγοι, περαστικοί πελάτες και μόνιμοι υπάλληλοι, στη μέση ήταν οι μικροϊδιοκτήτες και παραδίπλα οι μεγαλοτσιφλικάδες.
Δεν γνώριζες πια κανέναν, τίποτα, άρπαζαν τις λέξεις, τις τραβολογούσαν και τις κατάπιναν αμάσητες. Ξέσκιζαν τόσο εύκολα τα σύμφωνα. Μόνο τα φωνήεντα, κάπως αντιδρούσαν, τρομοκρατούσαν με τις σκληρές κραυγές τους.
Πρόλαβαν μερικές λέξεις, ξεκούδουνες, από στερημένες, ανήθικες προτάσεις και πήραν δρόμο, έστριψαν τη γωνιά και χάθηκαν, ενώ πίσω ξέμειναν θεριά και τρωκτικά, γνωστοί και άγνωστοι, έτριβαν με γλώσσες, σαν γυαλόχαρτα, τα γυμνά κορμιά από τις σπασμένες κούκλες, σάλιωναν τον πάγκο της βιτρίνας, περίμεναν μάταια, πουθενά δεν έβγαινε πια πελάτης, αναστέναξαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Αδέρφια, ήρθε η στιγμή να φαγωθούμε!