24grammata.com/ Σεφέρης
Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Αθήνα 1979, Κέδρος. Σσ. 21-26
Η βασική αρχή της ποιητικής θεωρίας του Σεφέρη είναι ότι η ποίηση είναι μια γλώσσα της συγκίνησης. Η άποψη του είναι ότι τη γλώσσα τη χρησιμοποιούμε με δύο τρόπους: με τον ένα για να μεταδίδουμε σκέψεις και λογικά νοήματα, και με τον άλλο για να εκφράζουμε συγκινήσεις. Η ποίηση είναι “η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας”. Ο ορισμός αυτός, που ο Σεφέρης τον υιοθετεί από τον Ρίτσαρντς, εκφράζει με σαφήνεια την άποψη του για τη φύση της ποιητικής εμπειρίας. Με τη γλώσσα μπορούμε να εκφράσουμε και συγκινήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάνουμε ποίηση. Δηλαδή ποίηση δεν είναι η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας αλλά η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής της χρήσης. Αυτός είναι ο λόγος που η ποιητική συγκίνηση δεν είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τη συγκίνηση που μας προκαλεί ένα άλλο κίνητρο. Η ενέργεια του ποιητή κάνει μόνο το υλικό του (και συνεπώς τη συγκίνηση που μεταδίδει αυτό το υλικό) “πιο ευαίσθητο […] απ’ ό,τι συνηθίσαμε να το βλέπουμε στην καθημερινή ζωή”.
Στο συμπέρασμα αυτό ο Σεφέρης φαίνεται να καταλήγει έπειτα από μια σειρά συλλογισμών που διαμορφώνονται μαζί με την πορεία των γενικότερων αντιλήψεων του για τη ζωή και για την τέχνη. Το τελευταίο βήμα πριν από αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να είναι μια σημείωση από το δοκίμιο που είχε εγκαταλείψει: “Η πραγματικότητα”, γράφει, “είναι ένα σκοινί τεντωμένο οπού η ποίηση μόλις αγγίζει με το νύχι του ποδιού της”. Η ανακάλυψη του έργου του Ρίτσαρντς, που δε θα πρέπει να έγινε πριν από το 1934, θα ενισχύσει την ιδέα του με μια πιο σταθερή βάση. Την εποχή των πρώτων σοβαρών ποιητικών δοκιμών του, οι απόψεις του ήταν διαφορετικές: “Όχι”, έγραφε στο ημερολόγιο του τον Δεκέμβριο του 1925· “ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να συγκινεί”. Τι σημαίνει αυτή η φράση, δε θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε με ακρίβεια. Από τον τόνο και τη λακωνικότητά της φαίνεται σαν μια υπερβολή, που πιθανόν να υπαγορεύτηκε από κάποια διάθεση της στιγμής. Ωστόσο δε θα πρέπει να είναι άσχετη με τις ιδέες του Σεφέρη, αυτή την εποχή, για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. “Η φύση”, γράφει, “είναι ό,τι υπάρχει το πιο αντίθετο με την ψυχή του ανθρώπου. Είναι κτηνώδης. Το αίσθημα του ωραίου δεν είναι φυσικό· το αίσθημα του ηθικού δεν είναι φυσικό”. Ο Σεφέρης φαίνεται να πιστεύει πως σκοπός της τέχνης είναι η κάθαρση της ψυχής από τα φυσικά στοιχεία που αντιστρατεύονται την ανθρώπινη φύση της: “Η τέχνη δημιουργεί. Τον κόσμο. Η φύση είναι γι’ αυτήν ένα νεφέλωμα· το ζήτημα είναι να βγάλεις από το νεφέλωμα ένα άστρο. Οι ήρωες της τέχνης δεν αρχίζουν από το να είναι ανθρώπινοι· αρχίζουν απάνθρωποι· καταλήγουν στην “ανθρωπιά” πλαταίνοντας με κάποιο τρόπο την προσωπικότητα τους”. Με την πάροδο του χρόνου, και έπειτα από την εμπειρία του πολέμου, η ιδέα του θ’ αντιστραφεί: “Έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα”, γράφει στο γράμμα του για την Κίχλη, “που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση”.
Η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας δεν σημαίνει ότι η ποίηση είναι απαλλαγμένη από το διανοητικό στοιχείο. Στην ποιητική γλώσσα οι λέξεις κρατάνε το νόημα τους, όμως το νόημα αυτό υπηρετεί σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που υπηρετεί η γλώσσα της σκέψης. Ο σκοπός αυτής της τελευταίας είναι να δείχνει τα πράγματα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λογική ακρίβεια. Στη γλώσσα της ποίησης το νόημα μιας λέξης δεν έχει την αντικειμενικότητα που παίρνει όταν αυτή χρησιμοποιείται διανοητικά. Δυναμώνει ή εξασθενεί ανάλογα με το νόημα των συμφραζομένων και με τον συνολικό τόνο του ποιήματος. Γι’ αυτό και ένα ποίημα δεν μπορεί να κριθεί από την αξία ή την απαξία των διανοητικών του στοιχείων. “Δε θέλω να πω”, γράφει ο Σεφέρης, “ότι δεν πρέπει να παρέχει η ποίηση ένα νόημα λογικό. Το μόνο που υποστηρίζω είναι πως η ύπαρξη του νοήματος αυτού είναι συχνά άσχετη με την ποιητική του αξία, πως είναι κακό σημάδι ν αρχίσουμε προσεγγίζοντας την ποίηση από το λογικό της νόημα”. Υπογραμμίζω δύο σημεία αυτού του χωρίου, γιατί θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τι ακριβώς εννοεί ο Σεφέρης όταν μιλάει για την αυτονομία της τέχνης. Εδώ αναφέρονται περισσότερο σε μια δεύτερη κρίση, έπειτα από εκείνη που θα έπρεπε ν’ αποφασίσει αν ένα κείμενο είναι ποιητικό ή όχι. Γι’ αυτή την πρώτη απόφαση η ύπαρξη ή όχι λογικών νοημάτων και η αξία αυτών των νοημάτων δεν παίζουν για τον Σεφέρη κανένα ρόλο.
Μολονότι όταν αρχίζει να γράφει τα δοκίμια του έχει ξεκαθαρισμένες τις αισθητικές του ιδέες, ο Σεφέρης δε χρησιμοποιεί πάντα με προσοχή τη βασική του ορολογία. Ο ορισμός του της ποίησης, π.χ., διατυπώνεται με μια ποικιλία εκφράσεων, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρανοήσεις. Στη νεκρολογία του για τον Παλαμά (1943) γράφει πως η ποίηση προσπαθεί να “μεταδώσει αισθήματα”. Στο δεύτερο δοκίμιο του για τον Καβάφη (1962) η ποίηση προσπαθεί να δώσει “μορφή σε συναισθήματα”. Στο κείμενο του για τον Ερωτόκριτο (1946) ο ποιητής προσπαθεί “να μεταδώσει […] συγκινήσεις”. Στο ίδιο, η ποίηση είναι και η έκφραση της ευαισθησίας. Σε μια παρέμβαση του σ’ ένα συμπόσιο για τη γλώσσα, η ποίηση χρησιμεύει “για να μεταδίνει και συναισθήματα”. Για να καταλάβουμε με ακρίβεια την ιδέα του Σεφέρη για το νόημα της ποιητικής λειτουργίας, θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε το ακριβές νόημα των όρων του.
Είναι φανερό πως αίσθημα και συναίσθημα σημαίνουν για τον Σεφέρη το ίδιο πράγμα. Αυτό φαίνεται από την κοινή αντιδιαστολή τους από τη διάνοια: η γλώσσα είναι “το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεση μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματα μας”· “ένας παραφρασμένος στίχος του Ντάντε οδηγεί σ’ ένα συναισθηματικό και νοηματικό τοπίο διάφορο…”. Ωστόσο η λέξη συγκίνηση σημαίνει κάτι διαφορετικό. Μιλώντας για τον Καβάφη ο Σεφέρης παρατηρεί πως “οι ιστορικές αναφορές του […] δεν είναι εγκυκλοπαιδικές αναφορές, άλλα συναισθηματικές ή συγκινησιακές”. Είναι βέβαιο ότι τα δύο επίθετα δε χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν το ίδιο ακριβώς πράγμα, διαφορετικά ο Σεφέρης, δηλωμένος εχθρός της περιττολογίας, θα είχε χρησιμοποιήσει μόνο ένα. Ποια ακριβώς είναι η νοηματική διαφορά τους δε διευκρινίζεται. Όμως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συγκίνηση δηλώνει μια καθολικότερη ψυχική διάθεση, που δημιουργείται από ένα συνθετότερο αίσθημα/ συναίσθημα. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι πιο πρωτογενές, πιο άμεσο σε σχέση με τα εξωτερικά ερεθίσματα. Με αυτή την έννοια το χρησιμοποιεί ο Σεφέρης και στη μετάφραση του μιας φράσης του Έλιοτ για τους άγγλους μεταφυσικούς ποιητές. Οι ποιητές αυτοί, γράφει, έχουν επιτύχει “μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα” (“a recreation of thought into feeling”). Τον όρο emotion του Έλιοτ τον μεταφράζει με τη λέξη συγκίνηση.
Η λέξη συγκίνηση είναι το κλειδί της ποιητικής του Σεφέρη, και δε θα μπορούσε να καταλάβει κανείς τον ορισμό του για την ποίηση σαν μια μορφή της γλώσσας των συγκινήσεων, αν δεν έχει υπόψη του το ακριβές της περιεχόμενο. Το νόημα της είναι συγγενικό με το νόημα της λέξης ευαισθησία, που ο Σεφέρης το προσδιορίζει ως έξης: “ένα χώνεμα, που γίνεται πολύ βαθιά μέσα [στον ποιητή], πολλών συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων, όπως οι σταλαχτίτες στα βάθη ενός σπηλαίου”. Όπως βλέπει κανείς, τα στοιχεία που αποτελούν την ευαισθησία είναι αισθηματικά/ συναισθηματικά και διανοητικά. Το γεγονός ότι ο Σεφέρης δε μιλάει καθόλου για συγκινησιακά στοιχεία θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η συγκίνηση θα πρέπει να έχει σχέση με το αποτέλεσμα της συγχώνευσης των συναισθηματικών στοιχείων με τα διανοητικά. Η έννοια δηλαδή του επιθέτου συγκινησιακός θα πρέπει να είναι συγγενική με την έννοια της λέξης ευ αισθησιακός, που ο Σεφέρης αποφεύγει να χρησιμοποιήσει, προφανώς για λόγους γλωσσικής καλλιέπειας. Η διαφορά που αισθάνεται κανείς ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο λέξεις δε φαίνεται να είναι διαφορά νοηματική αλλά διαφορά κατάστασης. Η ευαισθησία είναι το χώνεμα των συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων σε κατάσταση ηρεμίας. Η συγκίνηση πρέπει να είναι η ευαισθησία που έχει διεγερθεί από κάποιο ερέθισμα. Ή, καλύτερα, η συγκίνηση πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της κινητοποιημένης ευαισθησίας.
Από την περιγραφή της ευαισθησίας θα νόμιζε κανείς πως τα συναισθηματικά και τα διανοητικά συστατικά της συγκίνησης είναι ισοδύναμα. Όπως είδαμε παραπάνω, δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο ακριβής ρόλος της διάνοιας σ’ αυτή τη σύνθεση διευκρινίζεται από τον Σεφέρη σ’ ένα άλλο του δοκίμιο: “Η ποίηση αποτείνεται σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο, στις αισθήσεις του, στα συναισθήματα του, και στο λογικό του σα διαμορφωτή συναισθημάτων”. Βλέπουμε εδώ ότι στην ποιητική εμπειρία ή συμμετοχή της διάνοιας είναι σχετική. Ο ρόλος της περιορίζεται μόνο στις λειτουργίες της εκείνες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καλύτερη διαμόρφωση του συναισθήματος (σε συγκίνηση, αφήνει να εννοηθεί ο Σεφέρης)· είναι δηλαδή ένας ρόλος υπηρετικός. Ο παραπάνω ορισμός αναφέρεται, ακόμα, και στη λειτουργία των αισθήσεων, που για τον Σεφέρη δεν παραμένουν αμέτοχες κατά την ποιητική εμπειρία. Η απουσία, και πάλι, της λέξης συγκίνηση, δείχνει πως η συγκίνηση πρέπει να είναι αυτή η συγχώνευση του συναισθήματος με εκείνα τα στοιχεία της διάνοιας, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καλύτερη διαμόρφωση του. Δηλαδή η συγκίνηση είναι το διαμορφωμένο με τη βοήθεια της διάνοιας συναίσθημα. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο χωρίο, που αποτελεί και τον ακριβέστερο ορισμό του Σεφέρη για την ποιητική εμπειρία: “Η δουλειά του ποιητή είναι να μας προσφέρει την ποιητική κάθαρση με τα πάθη και τους στοχασμούς που αισθάνεται μέσα του και γύρω του”. Εδώ έχουμε όχι μόνο τα συστατικά της ευαισθησίας/ συγκίνησης αλλά και την ακριβή φύση της σχέσης τους: η συγχώνευση γίνεται μέσα στο χώρο του ενός από αυτά, στο χώρο του συναισθήματος. Ακριβώς επειδή οι στοχασμοί δεν μπορούν να μετατραπούν σε συστατικό της ποιητικής συγκίνησης παρά μόνο μέσα στο χώρο αυτό, θα ήταν σωστότερο να μιλούσαμε όχι για “χώνεμα” των δύο συστατικών, αλλά για “απορρόφηση” της διάνοιας από το συναίσθημα.
Η εναλλαγή των ορών αίσθημα/συναίσθημα και συγκίνηση δείχνει πως για τον Σεφέρη τα όρια ανάμεσα στο αίσθημα/συναίσθημα και τη συγκίνηση δεν είναι ευδιάκριτα. Απ’ όσα λέει συμπεραίνουμε ότι ποίηση μπορεί να γίνει και με συναισθήματα που δεν έχουν διαμορφωθεί από τη σκέψη, ότι δηλαδή η κινητοποιημένη ευαισθησία εκτός από συγκινήσεις μπορεί να παράγει και μόνο συναισθήματα. Από τα κείμενα, πάντως, που ο Σεφέρης θεωρεί μεγάλες στιγμές της ποίησης, διακρίνει κανείς την πεποίθηση ότι ανώτερη ποίηση μπορεί να γίνει μόνο με συγκινήσεις. Το καθαρό συναίσθημα μόνο του δε φαίνεται ικανό να δημιουργήσει εκείνο το υπόβαθρο της επικοινωνίας, που είναι η προϋπόθεση της μακροβιότητας ενός έργου. Ο Σεφέρης φαίνεται να εννοεί ότι με το καθαρό συναίσθημα μπορεί να κάνει κανείς μόνο λυρική ποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λυρική ποίηση δεν μπορεί να γίνει και με συγκινήσεις. Η εναλλαγή των ορών φαίνεται, ακόμα, να υπαγορεύεται και από λόγους εξωτερικούς. Οι λέξεις ευαισθησία και συγκίνηση εμφανίζονται κυρίως στα σημεία, οπού ο Σεφέρης αισθάνεται την ανάγκη να προσδιορίσει ακριβέστερα τη διαφορά της ποιητικής έκφρασης από την έκφραση της αναλυτικής σκέψης. Η παρουσία τους, π.χ., είναι κυρίαρχη στον “Μονόλογο πάνω στην ποίηση” και στα δοκίμια για τον Καβάφη, ενώ στα δοκίμια πριν από τον Διάλογο με τον Τσάτσο, οπού το πρόβλημα του ρόλου της διάνοιας δεν έχει ακόμη τεθεί, κυριαρχούν οι λέξεις αίσθημα και συναίσθημα. http://www.potheg.gr