24grammata.com-άποψη
γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Ένα πτώμα έκοβε στα δυο το δρόμο, ήταν από κείνα τα κουφάρια που δεν ενδιαφέρουν, το μαύρο αίμα είχε πήξη και τα ανοιχτό στομάχι, με τα αντέρια και τα συκώτια χύμα στην άσφαλτο, δεν ενοχλούσαν τα μάτια κανενός.
Κοπρόσκυλο δίχως όνομα, τα αφεντικά του τον αμόλησαν μόλις έφτασε τα δέκα κιλά και έπαψε πια να μοιάζει με χαριτωμένο λούτρινο κουταβάκι.
Γνωστή και εντελώς αδιάφορη υπόθεση. Για χρόνια ο παρείσακτος μπάσταρδος τα κατάφερνε, κρυβόταν πίσω από κάδους, τρύπωνε κάτω από σκοτεινές γέφυρες, μύριζε το φόβο που έζεχναν τα θεόρατα δίποδα, ίσως να έκλαιγε τη βλαμμένη μοίρα του, ποιος ξέρει, ενώ περίμενε ένα ξεροκόμματο. Ποτέ δεν έπαψε να προκαλεί τα μάτια των ανθρώπων, λιγοστοί θαύμαζαν το κουράγιο, άλλοι σα να ξεχώριζαν κάτι από τον κρυφό τους χαρακτήρα, έτσι τα κατάφερνε, γέμιζε το στομάχι του με μπόλικα αποφάγια που έτσι κι αλλιώς θα κατέληγαν μέσα σε παραφουσκωμένες τσάντες, σκουπίδια που βρωμοκοπούσαν.
Όσο μεγάλωνε έμπλεκε τακτικά με άγνωστες παρέες, έβρισκε όμοιους του, πολλές φορές έφευγε δαγκωμένος κι άλλες τα κατάφερνε, κέρδιζε τον έρωτα μιας μαλλιαρής μικρούλας.
Τίποτε το σπουδαίο για να γραφτεί ή, βρε αδερφέ, να επηρεάσει τον ανθρώπινο χρόνο και να προκαλέσει ψιλόλιγνους Θεούς ή φτερωτούς Δαίμονες, να ξεκολλήσουν από θρόνους και να ρίξουν μια ματιά, ένα βλέμμα στο βρώμικο πάτωμα.
Το σκυλί συνήθισε τη γειτονιά, αφού κι αυτή σιωπηλά ανεχόταν τα μούτρα του, άσε που κάποια από τα πιο θαρραλέα ευαίσθητα δίποδα ξεψάρωσαν και κάθε τόσο έβγαζαν για κείνον ένα πλαστικό κουβαδάκι γεμάτο νερό.
Πάντα υπήρχαν και οι άλλοι, που τον κλωτσούσαν, έτσι δίχως λόγο έχυναν όλη την κακία πάνω στο κορμί του, αλλά αυτούς τους ξεχώριζε από το χιλιόμετρο και έτρεχε να κρυφτεί, να γλυτώσει από το τυφλό μίσος που είχε κάμει φωλιά και δε σταματούσε να γεννοβολά τα δύσμορφα παιδάκια του.
Στη γειτονιά όλοι χωρούσαν ίσα-ίσα, περιθώριο για νέες αφίξεις δεν υπήρχε κι όμως εκείνο το σκυλί κατάφερε να μοιάζει με φάντασμα, μα είχε το χρώμα του δρόμου, έτσι τουλάχιστον τη νύχτα δεν ξεχώριζε.
Το πρόβλημα, αν το λες πρόβλημα, ήταν η μη υποταγή του, η απιστία στους ανθρώπους και μια εντελώς ακατανόητη αχρηστία. Ούτε έγλυφε χέρια, ούτε γάβγιζε, ούτε καν έκλαιγε από χαρά, όταν έβλεπε τους χαμογελαστούς γείτονες με τα αποφάγια στα χέρια.
Δεν είχε όνομα ετούτος ο παρείσακτος, κοπρίτη τον ανέβαζαν, άχρηστο πλάσμα τον κατέβαζαν. Και εκείνος σα να ένιωθε το νόημα των λέξεων, έριχνε κάτω το κεφάλι και έγλυφε, δίχως σάλιο, τις πληγές του κορμιού του.
Χάθηκε ο κόσμος να ήταν πιο φιλικός και να ζητούσε ελεημοσύνη, έστω να παρακαλούσε για λίγη αγάπη;
Σίγουρα θα τους παραμύθιαζε, θα τους έπνιγε μέσα στα μεγάλα υγρά μάτια του. Μα τον είχαν μάθει, δεν ήταν αυτός για τις ανθρώπινες κοινωνίες, που ακούστηκε να μην έχεις στόχο ή τουλάχιστον να διεκδικείς κάποιο μικρούτσικο ρόλο. Αν δεν το κάνεις, έστω και στα ψέμματα, τότε σε έφαγε η μαρμάγκα και δεν θα το μάθει κανένας!
Κρύφτηκε καλά κι έτσι κύλησαν λίγα χρόνια, μα κανένας δε θυμάται τον καιρό όταν δεν μπλέκεται μέσα στα γρανάζια του, όμως να που ήρθε κι δική του ώρα. Τον καβάλησαν δυο ρόδες, ένα βιαστικό αυτοκίνητο πήρε απότομα μια στροφή, δεν πρόσεξε και πέρασε πάνω από το σώμα του. Ο οδηγός βγήκε αλαφιασμένος και έριξε μια ματιά, τρόμαξε από το ξένο αίμα κι έτσι προτίμησε, αν και λίγο στεναχωρημένος, να εξαφανιστεί.
Ακόμη ψάχνουν τον θαρραλέο νεκροθάφτη, για να πιάσει το πτώμα και να το πετάξει σε έναν κάδο.
Σύντομα αυτός o παρείσακτος θα ξεχαστεί, ας ελπίσουμε το καινούριο τετράποδο που θα κολλήσει στη γειτονιά να έχει καλύτερο χαρακτήρα και να γλύφει δάχτυλα και χέρια…