για την Κυρά του μύθου, για την Κυρά Φροσύνη

24grammata.com/ ιστορία

 

διαβάστε ακόμα: 1. Διάφορα ποιήματα του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, 1837, κλικ εδώ
2. Ιόλη Βιγγοπούλου:  Ο Αλή Πασάς όπως τον γνώρισαν δύο ταξιδευτές, κλικ εδώ
3. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: η Κυρά Φροσύνη, κλικ εδώ
4. Travellers in nothern Greece, κλικ εδώ
5. Οι λίμνες των Ιωαννίνων και της Λαψίστας, κλικ εδώ

 

«Η ΠΝΙΓΜΕΝΗ» i

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ήρθαν και τον βρήκαν τις πρώτες, πρωινές ώρες. Του εξιστόρησαν ότι ήταν να γίνει, έπειτα τον παρηγόρησαν, του είπαν πως από τώρα και στο εξής να μην νοιάζεται για άλλον από τον ορφανό γιο του. Κάποιοι που τον γνώριζαν καλύτερα και είχαν μαζί του δεσμούς κοινωνικούς, γερές φιλίες δηλαδή γύρεψαν από εκείνον να τα ξεχάσει, να λησμονήσει το παρελθόν, να μην επιστρέψει ποτέ στα Γιάννενα. Άμα οι ζωές βαρύνονται με κρίματα και αδικίες δεν στεριώνουν στους τόπους. Να απαιτήσει την τιμή του, ετούτο του είπαν οι γεροντότεροι. Μα εκείνος γνώριζε και του είχαν πει, πως ο Αλής έστειλε φιρμάνι και τον απείλησε πως αν απαιτήσει τιμές και άλλα τέτοια για τη χαμένη  γυναίκα, το τέλος του θα είναι δύσκολο και επίπονο. Γιατί έχει ανθρώπους στα Γιάννενα, μυστικούς που εκτελούν τις σκοτεινές ορμήνιες του και ετούτοι είναι άντρες δίχως πίστη και τιμή και τυχοδιώκτες είναι, πάει να πει τη ζωή τους τη φέγγει ετούτη η δάδα, χέρι δικό τους. Ζήτησε και έμεινε μόνος. Να θυμηθεί τη Φροσύνη, που ήταν όμορφη και πνευματώδης και είχε στην ποδιά της ολόκληρα τα Γιάννενα.
Στάθηκε στο παράθυρο του σπιτιού. Ένα οίκημα τεχνοτροπίας μπαρόκ με βαριά στολισμένα δωμάτια, με ρωπογραφίες ερωτικές και άλλες αρχαιοπρεπέστερες. Ο ζωγραφικός πίνακας με τη γυναίκα που χύνει το μέλι, άλλοι με θολές αποτυπώσεις, ρεμβώδεις, μια μεταλλική κατασκευή που απεικονίζει τις πάλουσες κόρες να σηκώνουν με τρόπο θαυμάσιο το βαρύ επιστύλιο της στοάς, προσωπικές αφιερώσεις σε παπύρους και άλλα τέτοια συνέθεταν τους στολισμούς των τοίχων. Στάθηκε στο παράθυρο του σπιτιού. Συλλογίστηκε τη Βενετία, τον κοσμοπολιτισμό της, την παλαιά εξουσία της ολιγαρχίας που τα πρωινά προσχεδιάζει συνομωσίες μες στα κλειστά δώματα. Μια μελαγχολική ηδονή τον κυρρίευσε, μια αίσθηση ανάλογη κάποιας νεαρής καλλονής που βαδίζει νωχελικά, με ιερότητα προς το θάνατο τον κατέκλεισε. Ύστερα συλλογίστηκε ξανά την Φροσύνη. Πως θα της άρεσε σε τούτο τον τόπο με τους φωτισμένους εξώστες, τις πλούσιες αύρες, τα ποτά. Πως θα την αγαπούσαν νεαροί ταπεινής καταγωγής και θα την ποθούσαν ασύλληπτα, για την ευτυχισμένη της όψη. Σφίχτηκε που τη σκέφτηκε μες στην τόση ησυχία να περιφέρεται στη λίμνη, με την ομορφιά της τώρα κρυστάλλινη και υγρή, καθώς εκείνοι οι κήποι που γυρεύουν έναν μεταμεσονύχτιο φόνο και άλλα βιώματα, παθητικά. Τη θυμήθηκε νεαρή και πρόσχαρη, με το ερυθρό της, θερινό χρώμα να υποδέχεται στην αυλή της στρατιωτικούς και πολιτικούς και ανθρώπους με πλούτο και ισχύ που τάζονταν στα δυο της πόδια. Τη φαντάστηκε που γύρναγε απόγευμα στο παζάρι, στο βιβλιοπωλείο, στο δρόμο εμπρός από τα σχολεία, με το βαρύ της ένδυμα, το φωτισμένο βλέμμα, το χαμόγελο που έσκιζε με μια επώδυνη ηδονή το στόμα της, καρπός ανοιγμένος, χυμώδης, καθώς τα στόματα στα αρχαία αναβρυτήρια που πενθούν αιώνες τόσο ερωτικά. Δεν μπορεί, συλλογίστηκε, ο δεσπότης θα μεριμνήσει, θα κινήσει το ζήτημα, διαθέτει ισχυρές φιλίες, συνιστά άνθρωπο λογικό και διπλωμάτη και αν εκείνος γνώριζε εξ αρχής ο πασάς θα το σκεπτόταν διπλά και ίσως η Φροσύνη να γλίτωνε και ας έμενε βεβαίως, εταίρα του πιστή και δούλα. Δεν μπορεί, ο δεσπότης που διαθέτει τέτοια πυγμή, οι ξένοι επίσημοι, άνθρωποι πολιτισμένοι, τέλως πάντων κάποιος θα πράξει τα δέοντα. Μα η Φροσύνη σκοτώθηκε, πνίγηκε για χάρη εκείνου. Τη φαντάζεται που ρίχνεται μες στο γυαλί και καταβυθίζεται διατηρώντας μονάχα εκείνη τη λευκή γραμμή, το ίχνος που αφήνει η απορόφησή της μες στα νερά. Και τώρα, ωραία ως μνήμη, τρέχει γυμνή στα βουνά της Σαμοθράκης, δοσμένη ολόψυχα στην ερωτική βακχία. Έπειτα σκέφτηκε πως τη ζηλέψαν την Φροσύνη, πως τη σκοτώσαν για τούτο το λόγο. Και τον θύμωνε, που τέτοιο περπάτημα, τέτοιος αέρας, τέτοια μάτια σφαλίστηκαν για τη χάρη των κοριτσιών του Ιμπραήμ που είχαν για ταίρια τους τα αγόρια του Αλή. Θύμωσε και τον πλημμύρισε η οργή και η λύπη, όχι για τη σκλαβιά μονάχα που είχε καταπέσει στον τόπο τους, μα για τα ήθη και τις αρχές και τα αξιώματα που τα αρρώστησαν έτσι βάναυσα στα Γιάννενα ο πασάς και οι δικοί του.
Η Φροσύνη ήταν όμορφη πολύ, με ανάστημα μέτριο, λιγυρό, και παχουλό πρόσωπο φεγγάρι, μάτια μαύρα σχιστά και γλυκά και υποσχόμενα που έπνεαν τον έρωτα, φρύδια μαύρα και καμαρωτά, στόμα δακτυλίδι, φωνή γλυκιά και μελωδικότατη που τραγουδούσε αγγελικά και χόρευε τεχνικότατα, σαν άκουγε το ταμπούρι. Έτσι τη θυμάται την Φροσύνη και βαστιέται στα πόδια του για εκείνο το παιδί που λεν πως ξέρει και πως είδε που παίρναν τη μάνα του με τη γριά μαζί για να τις πνίξουν. Σκοτείνιασε στην πόλη και τα σκάφη τώρα λουφάζουν κάτω από τα γεφύρια. Άναψε τα κεριά, μα τρόμαξε και τα σβησε αναπάντεχα, σαν κάτι να είδε που τον τάραξε. Σαν ένα πρόσωπο νεκρού, ανάμεσα στο φως των κεριών, σαν το δικό της πρόσωπο, βρεγμένο και όμορφο και ακίνητο σαν των αγαλμάτων. Ολόλευκο, καθώς οι μορφές των αγίων στους ναούς της Λατινικής Αμερικής. Με τα φίδια και τα σκοτάδια στα μέσα του.

 

i Ακριβώς σαν σήμερα, στις 10 Ιανουαρίου του 1801, η Φροσύνη, μαζί με άλλες δεκαπέντε Γιαννιώτισες οδηγούνται στον πνιγμό. Έπειτα από απαίτηση της συζύγου του γιου του Μουχτάρ, ο πασάς αποφασίζει να θανατώσει τις γυναίκες. Λέγεται πως ο έρωτας του Μουχτάρ για την Φροσύνη, αλλά και η προσωπική του επιθυμία απέναντι στην όμορφη Γιαννιώτισα, που ποτέ δεν ικανοποιήθηκε στάθηκαν ίσως οι αιτίες για το φοβερό συμβάν του χειμώνα του 1801. Ο σύζυγος της Φροσύνης αναγκάστηκε να καταφύγει στη Βενετία προκειμένου να αντιμετωπίσει το μένος του Αλή.