Ιστορικές ψηφίδες στην πορεία της παραγωγήςπολιτισμού του ουγγρικού έθνους
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Στην πραγματικότητα ετούτος ο λαός, σε τούτον φυσικά τον συγκεκριμένο τόπο, έχει μια ιστορία, μόλις χιλίων ετών. Σε όλη αυτή τη διαδρομή των δέκα αιώνων, κατάφερε και έφτασε έως εδώ, γεωγραφικά και χρονικά, μέσα από μύρια όσα προβλήματα, κάτι που ισχύει άλλωστε για τους περισσότερους λαούς, και χωρίς να αποτελεί γι’ αυτούς κάποια ιδιαίτερη εξαίρεση. Στο ρου της ιστορίας του, πήρε σάρκα και οστά μεταξύ των άλλων σημαδιακών παραμέτρων και εκφάνσεων και η λογοτεχνία του, αλλά κι αυτή με τη σειρά της τού έδωσε σχήμα και μορφή, τον διαμόρφωσε τεχνηέντως με τον δικό της βεβαίως φανερό και υποδόριο τρόπο! Σήμερα ίσως τίποτα να μη θυμίζει έντονα, εκείνες τις παλιές εποχές που θάφτηκαν στη λήθη του χρόνου και οι οποίες περισσότερο είναι αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης των ακαδημαϊκών και των ενδιαφερόμενων γι’ αυτό μελετητών και λιγότερο των κατοίκων της και βεβαίως των πολυάριθμων επισκεπτών της περιοχής.
Οι Ούγγροι ζουν στη σημερινή τους χώρα από τα τέλη του ένατου αιώνα (896 μ.Χ.). Αφού ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, καθιέρωσαν το 1000 μ.Χ. ένα ανεξάρτητο βασίλειο που επέζησε έως ότου η Τουρκική αυτοκρατορία υπερίσχυσε σε δύναμη και κατέλαβε τη χώρα, το 1526. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας παρέμεινε υπό κατοχή από τους Τούρκους για ενάμισι αιώνα, ένα μικρότερο τμήμα βρέθηκε υπό την αυστριακή κυριαρχία, και η τρίτη περιοχή, η Τρανσυλβανία, υπήρξε ημιανεξάρτητο πριγκηπάτο υπό την αιγίδα του σουλτάνου της Τουρκίας. Μέχρι τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, λόγω της παρακμής της τουρκικής αυτοκρατορίας, οι Αυστριακοί μπόρεσαν να επεκτείνουν την διακυβέρνησή τους σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, κι έτσι η Ουγγαρία ενσωματώθηκε στην γνωστή Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Οι Αψβούργοι θεωρούσαν τη νέα τους απόκτηση ως αποικία, και γι’ αυτό εστάλησαν ξένοι άποικοι σε καταστραμμένες περιοχές οι οποίοι φυσικά εκμεταλλεύτηκαν δεόντως και με όποιο τρόπο μπορούσαν την τοπική οικονομία. Το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα παρατηρήθηκε έντονη πνευματική ζύμωση στην Ανατολική Ευρώπη, υπεύθυνη για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης με αποκορύφωμα τις επαναστάσεις του 1848. Η Ουγγαρία δεν θα αποτελούσε εξαίρεση, και η εθνική αναβίωση του πρώτου μισού του 19ου αιώνα οδήγησε βαθμιαία στην απαιτητική εγχώρια κυριαρχία στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του 1848-9, ο οποίος όπως γνωρίζουμε συντρίφτηκε. Με την εξασθένιση της δύναμης των Αψβούργων, το 1867 επιτεύχθηκε ο γνωστός συμβιβασμός για να γίνει η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος και είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε μεταξύ των διαφόρων εθνικοτήτων που ζούσαν εκεί. Η Ουγγαρία, αφού μειώθηκε στο ένα τρίτο των προηγούμενων εδαφών της, παρέμεινε ονομαστικά βασίλειο, αλλά με αντιβασιλέα αντί για βασιλιά. Η εξωτερική της πολιτική εξυπηρετούσε μόνο ένα σκοπό, ο οποίος δεν ήταν άλλος παρά να ανακτήσει τουλάχιστον και όσο μπορούσε φυσικά τα χαμέναεδάφη της. Η γεωγραφική θέση της Ουγγαρίας οδήγησε αναπόφευκτα σε συμμαχία με τη Γερμανία, η οποία υποστήριξε την ουγγρική υπόθεση, φυσικά για λόγους καθαρά και αποκλειστικά δικούς της. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανακηρύχτηκε δημοκρατία (1946), αλλά μετά από μια σύντομη διαμάχη για την εξουσία ήρθε υπό την σοβιετική κυριαρχία.Το 1956, έγινε μια αποτυχημένη προσπάθεια για την επίτευξη ανεξαρτησίας και ουδετερότητας, αλλά ο αγώνας τελείωσε με βίαιη καταπίεση, οπότε και ήταν αναπόφευκτο να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις. Το νέο καθεστώς, μολονότι είναι άκαμπτα πιστό στη Σοβιετική Ένωση, είναι σχετικά φιλελεύθερο, ανεκτικό και ενοποιημένο σε βαθμό αδιανόητο και αφάνταστο πριν από την επανάσταση του 1956. Μετά τα παραπάνω, δεν είναι περίεργο το γεγονός της σχέσης της εθνικής εμμονήςτης Ουγγαρίας με την ιστορία, κι ακόμα περισσότερο της στενής σύνδεσης της ουγγρικής λογοτεχνίας με την πολυτάραχη ιστορία της.
Ενώ τα άλλα μικρά έθνη της Ανατολικής Ευρώπης, όμως, μοιράστηκαν αυτή τη μοίρα των Ούγγρων, οι Ούγγροι είχαν μια πρόσθετη ατυχία, την αβεβαιότητα της καταγωγής τους. Από τον ένατο αιώνα έχουμε μια περισσότερο ή λιγότερο συνεκτική αφήγηση της ζωής και των πράξεων των Ούγγρων, αλλά η προηγούμενη ιστορία τους βασίστηκε σε διάφορες ερμηνείες μιας χούφτας μικρών περσικών, αραβικών και βυζαντινών αφηγήσεων που περιγράφουν τους διάφορους λαούς της Εποχής της Μετανάστευσης. Όλες οι άλλες γνώσεις προέρχονται από εικασίες που βασίζονται σε περιστασιακά στοιχεία από την αρχαιολογία, τη συγκριτική θρησκεία, τη γλωσσολογία, την ανθρωπολογία και τη λαογραφία.
* * * * *
Οι πρώτοι Ούγγροι, έζησαν πιθανότατα γύρω από τις νότιες πλαγιές των Ουραλίων και άρχισαν να κινούνται προς τα δυτικά κατά τον πέμπτο αιώνα. Ζούσαν με μια χαλαρή φυλετική οργάνωση, κυνηγοί οι περισσότεροι και ψαράδες. Κατά τους επόμενους τέσσερις αιώνες συνέχιζαν να κινούνται προς τα δυτικά πάνω από τις τεράστιες ρωσικές στέπες και έχουμε αποδεικτικά στοιχεία, κυρίως γλωσσικά, ότι ήρθαν στο διάβα τους σε επαφή με διάφορους τουρκικούς και ιρανικούς λαούς. Σε ποιο βαθμό,τώρα, αυτή η επαφή έλαβε τη μορφή κατάκτησης από τους Ούγγρους ή από τους άλλους λαούς, είναι αδύνατο όπως είναι ευνόητο να καθοριστεί.Ζώντας στις στέπες, έγιναν νομάδες, και απέκτησαν πολεμικές συνήθειες, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε περιοχές όπου τα φυλετικά όρια μετακινούνταν σε συνεχόμενη βάση αναλόγως με τους χώρους κατασκήνωσης των νομάδων κτηνοτρόφων. Έχουμε επίσης αποδείξεις ότι δεν μετακινούνταν όλοι οι Ούγγροι προς τα δυτικά από τους αρχικούς τους οικισμούς, αφού αρκετοί ταξιδιώτες του δέκατου τρίτου αιώνα μιλούσαν για μια συγκεκριμένη ‘Μεγάλη Ουγγαρία’ στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Βόλγα και των Ουραλίων. Από περίπου το 830 μ.Χ. βρισκόμαστε σε σταθερότερο έδαφος, αφού οι Ούγγροι ζούσαν κοντά στη Αζοφική Θάλασσα σε μια ημιστρατιωτική οργάνωση επτά φυλών. Εκτός από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του βοσκού, ασχολούνταν και με τη γεωργία, μια περιφρονημένη μάλλον απασχόληση θεωρούμενη κατάλληλη μόνο για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους, κι’ αυτό γιατίοι ικανότατοι άντρες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους πάνω στη σέλα του αλόγου τους μαζί με το αγαπημένο τους όπλο, το τόξο και το βέλος. Τα μέσα διαβίωσής τους εξασφαλίζονταν από επιδρομές και εκστρατείες, πουλώντας το πλεόνασμα σε διάφορες αγορές της Κριμαίας.Είχαν μορφή σαμανιστικής παράδοσης και η συγκριτική ανθρωπολογία μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι σαμάνοι χρησιμοποιούσαν παραισθησιογόνες ουσίες προερχόμενες πιθανώς απ’ τα μανιτάρια. Φαίνεται τώρα πιθανό ότι γνώριζαν την τέχνη της γραφής και μάλιστα διέθεταν δικό τους αλφάβητο, αλλά δεν κατάφεραν, όπως διαπιστώθηκε, να καταγράψουν οποιαδήποτε κείμενα και εκθέσεις για την προέλευσή τους και τις πράξεις τους έως πολύ αργότερα. Είναι σχεδόν βέβαιο, όμως, από τα επιζώντα λείψανα της λαογραφίας ότι διέθεταν μια προφορική λογοτεχνική παράδοση.
* * * * *
Το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Βουδαπέστη.
Εκτός από την προέλευσή τους, υπάρχει ένα άλλο αίνιγμα για τον ουγγρικό λαό, αυτό της γλώσσας τους. Η λέξη Ούγγρος, αναφέρεται σε κάθε ντόπιο κάτοικο του βασιλείου της Ουγγαρίας ανεξάρτητα από τη μητρική του γλώσσα, δηλαδή περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πολυάριθμες εθνικότητες που ζούσαν σε αυτό το βασίλειο, ενώ ο όρος ΄Μαγυάρος’ περιοριζόταν μόνο σε εκείνους τους Ούγγρους που μιλούσαν ως μητρική τους γλώσσα τα Ουγγρικά. Αυτή η διάκριση βεβαίως για τους περισσότερους δεν ισχύει αφού οδηγεί σε παρερμηνείες και σύγχυση.Η λέξη ‘Μαγυάρος’, πάντως, εμφανίστηκε στην αγγλική γλώσσα στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνακαι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά εκτενώς από ταξιδιώτες που επισκέφτηκαν την Ουγγαρία κατά το πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και γνωστοποίησαν την εν λόγω λέξη μέσα στα βιβλία τους.Από τότε όμως που η Ουγγαρία επισκέπτεται από ξένους, η ουγγρική γλώσσα παρουσιάζει κάποιο μυστήριο, καθώς δεν έχει καμία αναγνωρίσιμη σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.
* * * * * Continue reading →