Λ. Βύρων
24grammata.com / ebooks
Περιγραφή: Ο Γεώργιος-Γκόρντον-Νόελ Μπάιρον, Άγγλος Ποιητής και Φιλέλληνας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του περασμένου αιώνα, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και πέθανε στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824.
Από την αριστοκρατική καταγωγή της οικογένειας του, κληρονόμησε τον τίτλου του έκτου Λόρδου Μπάιρον και μια τεράστια περιουσία, έζησε όμως άσχημα παιδικά χρόνια καθώς ήταν εκ γεννετής κουτσός και έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ήταν ακόμα νήπιο, που επηρέασε σημαντικά την ψυχοσύνθεσή του. Ήταν πολύ όμορφος, ευφυής, ριψοκίνδυνος και πολύ γοητευτικός.
Μεγαλώνοντας, σπατάλησε εντελώς την προσωπική του περιουσία και αναγκάστηκε να παντρευτεί την αριστοκράτισσα Μίλμπανκ, για να πληρώσει με τα χρήματα της προίκας της τα μεγάλα χρέη που είχε δημιουργήσει. Δεν έζησε όμως πολύ με τη γυναίκα του, γιατί χώρισαν γρήγορα.
Η φήμη του ως ποιητή του είχε χαρίσει μια εξαιρετική θέση ανάμεσα στον πνευματικό κόσμο της χώρας του. Αλλά επαναστατικό πνεύμα καθώς ήταν, προκαλούσε με την παράξενη συμπεριφορά του την αντιπάθεια της αριστοκρατίας. Καθώς μεγάλωνε δημιουργούσε ερωτικά έκτροπα, το 1807 δημοσίευσε την ποιητική του συλλογή “Ώρες οκνηρίας”, λίγο πριν την ενηλικίωσή του και την κατάληψη της θέσεως του στη Βουλή των Λόρδων.
Το 1809 έφυγε από την Αγγλία και μέσω Πορτογαλίας και Μάλτας έφτασε στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Επισκέπτεται όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας και στα Ιωάννινα γνωρίζεται με τον Αλή πασά. Όταν έφτασε στην Αθήνα έμεινε στο σπίτι της Θεοδώρας Μακρή, την πρωτότοκη κόρη της οποίας ερωτεύτηκε και έγραψε για χάρη της το περίφημο ποίημά του: “Η Κόρη της Αθήνας”.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία εξέδωσε το έργο του: “Τσάιλντ Χάρολντ”, που, όπως έλεγε ο ίδιος, τον έκανε διάσημο σε μια νύχτα.
Όταν, το Φεβρουάριο του 1912, έγιναν στο Νότιγχαμ της Αγγλίας ταραχές από τους εργάτες, πήρε το μέρος των φιλελεύθερων στη Βουλή των Λόρδων και κατέκρινε το νόμο εκείνο που τιμωρούσε τους ταραξίες εργάτες. Αυτό βέβαια προκάλεσε τη συμπάθεια των φτωχών και πολλοί τον συγχαρήκανε για το θάρρος του, αλλά η αριστοκρατία τον μίσησε.
Εξαιτίας των χρεών του και της συμπεριφοράς του, γιατί είχε διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική από εκείνες που επικρατούσαν στην εποχή του, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία και να πάει στις Βρυξέλλες και από κει στη Γενεύη. Στα ταξίδια αυτά εμπνεύστηκε τις περίφημες ποιητικές του συλλογές: “‘Μάνφρεντ”, “ο Αιχμάλωτος του Σιγιόν” και “το τρίτο τραγούδι του’Τσάιλντ Χάρολντ”.
Το 1815 παντρεύτηκε την Άννα-Ισαβέλα Μίλμπανκ και απέκτησε μία κόρη, την Αυγούστα-Άντα, όμως την χώρισε σχεδόν αμέσως.
Η συντηρητική Αγγλία τον αντιμετώπιζε σαν καταραμένο, για τα ερωτικά του σκάνδαλα και τις φιλελεύθερες απόψεις του. Αηδιασμένος από τους ανθρώπους γύρω του, αυτοεξορίζεται στην Ιταλία το 1816. Εκεί γνωρίζεται και με τον ποιητή Σέλεϊ, του οποίου την κουνιάδα ερωτεύτηκε και απέκτησε μαζί της τη δεύτερη κόρη του, την Αλέγκρα. Στην Ιταλία ο Βύρωνας εργάστηκε για την απελευθέρωσή της και γνωρίστηκε με τους καρμπονάρους.
Το 1823 ιδρύθηκε το “Φιλελληνικό Κομιτάτο” του Λονδίνου, το οποίο εξέλεξε ως αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα τον Βύρωνα και του ζήτησε να πάει στην επαναστατημένη περιοχή. Δέχτηκε και τον Ιούλιο του 1823 αναχώρησε με τον “Ηρακλή”, το πλοίο του, γεμάτο πυρομαχικά, τρόφιμα και φάρμακα, έφτασε στο Αργοστόλι τον Αύγουστο. Ενώ βρισκόταν στην Κεφαλληνία, με πόνο ψυχής έβλεπε τον εμφύλιο πόλεμο, τις διχόνοιες και τα μίση ανάμεσα στους Έλληνες και στα γράμματα που του έστελναν οι διάφοροι αγωνιστές να κατέβει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, αποκρινόταν, “Εφόσον συνεχίζεται ο εμφύλιος σπαραγμός, είμαι υποχρεωμένος να παραμείνω στην Κεφαλληνία”.
Όταν όμως κατάλαβε ότι ο ελληνικός αγώνας περνούσε μεγάλη κρίση και ότι ο εμφύλιος αυτός πόλεμος θα κατέστρεφε ότι μέχρι τότε με μεγάλες θυσίες είχαν πετύχει, αναγκάστηκε να πάρει ενεργό μέρος και να πάει στο Ναύπλιο.
Στο μεταξύ πήρε γράμμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και πείστηκε να δώσει 4.000 λίρες στους αντιπροσώπους της ελληνικής αποστολής που πήγαινε στο Λονδίνο.
Τον ίδιο καιρό πήρε επιστολή και από το Μάρκο Μπότσαρη που τον θερμοπαρακαλούσε να πάει στο Μεσολόγγι. Εκεί του επιφύλαξαν μεγάλη και τιμητική υποδοχή, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τον διόρισε γενικό αρχηγό του αγώνα.
Στις 5 Ιανουαρίου του 1824 αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι και άρχισε τη συνεργασία του με τον Μαυροκορδάτο.
Στην Αγγλία οι ποιητικές του συλλογές είχαν προκαλέσει ανάμεικτα αισθήματα. Άλλοι αναγνώριζαν το Βύρωνα ως έναν μεγάλο ποιητή και μια μεγάλη ποιητική μεγαλοφυία, αλλά άλλοι δεν του συγχωρούσαν τα σφάλματά του και τον θεωρούσαν βλάσφημο και επαναστάτη.
Το όνομα του Βύρωνα είναι στενά δεμένο με την Ελληνική ιστορία και οι Έλληνες οφείλουν σ’ αυτόν μεγάλο σεβασμό, αφοσίωση και ευγνωμοσύνη. Γιατί ο Βύρωνας αγάπησε την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα του και προσέφερε γι’ αυτήν, όχι μόνο πολλά χρόνια αγώνων και θυσιών, αλλά και την ίδια τη ζωή του. Από τη στιγμή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση έδειξε ο Βύρων εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τον Απρίλιο μάλιστα του 1823 αποφάσισε να κατέβει ο ίδιος στην Ελλάδα, για να βοηθήσει όσο μπορούσε τους αγωνιζόμενους Έλληνες.
“Αν τα νιάτα σου λυπάσαι,
γιατί θέλεις πλειό να ζης;
Της τιμής εδώ είν’ ο τόπος,
άξιος δείξου μαχητής.
Ζήτα και εύρε ανδρείου μνήμα
κι αν ζητήσης θα το βρης
κοίτα γύρω, πιάσε θέση,
στάσου εκεί ν’ αναπαυθής”.
Έδρα της δράσης του ο Βύρων είχε το Μεσολόγγι και συχνά έλεγε: “Ήρθα εδώ να βοηθήσω την αναγέννηση ενός λαού που σου κάνει τιμή νάσαι φίλος του.
Από τα χρήματα που είχε, ξόδεψε πολλά, για να οχυρώσει την ηρωική πολιτεία. Προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίθετες παρατάξεις, για να μπορέσει να οργανώσει την άμυνά της. Οι συμβουλές του και οι υπηρεσίες του στάθηκαν πολύτιμες στις κρίσιμες εκείνες στιγμές. Στις 30 Μαρτίου 1824 ανακηρύχθηκε δημότης της πόλης του Μεσολογγίου, ενώ 50 ανδρείοι Σουλιώτες αποτελούσαν την τιμητική σωματοφυλακή του.
Στις 9 Απριλίου, ενώ βρισκόταν στα περίχωρα του Μεσολογγίου, τον έπιασε δυνατή βροχή και όταν επέστρεψε στην πόλη, δυνατά ρίγη και πυρετός τον έριξαν στο κρεβάτι.
Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει το γρηγορότερο από εκεί, γιατί το υγρό κλίμα του Μεσολογγίου δυσκόλευε τη θεραπεία και την ανάρρωση του, αλλά ο Βύρων αρνήθηκε να αναχωρήσει. Έτσι η κατάστασή του χειροτέρεψε.
“Όσο μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, πρέπει να μείνω πιστός στον Αγώνα. Εδώ είναι μια υπόθεση που αξίζει εκατομμύρια ανθρώπους σαν και μένα”, είπε.
Τέλος, στις 19 Απριλίου 1824 πέθανε σε ηλικία 36 μόλις χρονών. Ξεψυχώντας ψιθύριζε το όνομα της κόρης του Άντας και της αγαπημένης του Ελλάδας.
“Σου έδωσα τον καιρό μου, την περιουσία μου, την υγεία μου, τώρα σου δίνω και τη ζωή μου. Τι άλλο μπορούσα περισσότερο να κάνω;”.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Βύρωνα, που ο θάνατός του βύθισε σε πένθος όχι μόνο τους Μεσολογγίτες, αλλά και όλους τους Έλληνες.
Ο αγωνιζόμενος λαός θρήνησε το θάνατό του και η κυβέρνηση όρισε επίσημο πένθος 21 ημερών. Ο Σολωμός, θρηνώντας το θάνατό του, έγραψε το περίφημο ποίημά του: “Ωδή εις τον θάνατον του λόρδου Μπάυρον”.
“Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί κι έλα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί”.
Τα ποιήματα του Μπάιρον, που τα χαρακτηρίζει η ορμή και το πάθος, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Ο “Γκιαούρης” ο “Δον Ζουάν”, η “Πολιορκία’της’Κορίνθου” είναι από τα ωραιότερα έργα του. Ο περίφημος “Κουρσάρος” του, όταν τυπώθηκε πουλήθηκε σε μια μόνο μέρα σε 14.000 αντίτυπα.
Αγάλματα του Βύρωνα έχουν στηθεί στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα και οι Έλληνες, αν και πέρασαν περισσότερα από 150 χρόνια από το θάνατό του, εξακολουθούν να τιμούν την μνήμη του μεγάλου Άγγλου φιλέλληνα και ποιητή.
Συγγραφέας: Λ. Βύρων
Γλώσσα: Ελληνικά
Σελίδες: 473
Μέγεθος αρχείου: 12,9Mb