Σπίτια γκρεμισμένα

24grammata.com/ Λόγος

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
 

Λίγες σκέψεις μπροστά στο μισογκρεμισμένο σπίτι του ποιητή Καρούζου στο Ναύπλιο και η αναπόφευκτη σύγκριση του “με το μεγάλο ελληνικό σπίτι” το οποίο, επίσης, καταρρέει

Πρόσφατα, το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας «Καθημερινή» φιλοξενούσε ένα ενδιαφέρον, σύντομο άρθρο, σχετικό έμμεσα, αλλά σαφώς την ίδια στιγμή, με τον πολιτισμό μας και το σεβασμό, ο οποίος επιδεικνύεται προς αυτόν. Το άρθρο αναφερόταν στην εγκατάλειψη του πατρικού σπιτιού του ποιητή Νικόλαου Καρούζου, στο Ναύπλιο της Αργολίδας. Η φωτογραφία μπορούσε εύγλωττα να αποκαλύψει του λόγου, το αναγκαίο, αληθές. Η αποτύπωση ενός δωματίου, με διαλυμένα παράθυρα, σωρούς σκουπιδιών και βιολογικού υλικού στα άλλοτε προσεγμένα, ξύλινα πατώματα, ένα τραπέζι με αποτρόπαια σύνεργα μιας εσωστρεφούς νεότητας. Τούτα συνιστούν το σκηνικό της εγκατάλειψης, όπως παρουσιάζεται στη σύντομη ανταπόκριση. Το ζήτημα έχει προεκτάσεις ενώ μια προσεκτικότερη εξέτασή ή μία, διά τούτης της αφορμής επισήμανση της σχετικής σημειολογίας, θα συνέβαλε αποφασιστικά στην εξαγωγή χρήσιμων, όσο και θλιβερών συμπερασμάτων.
Είναι γεγονός πως μες στο κλίμα της γενικής ανέχειας, τη στιγμή, την οποία ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών και κυρίως συνανθρώπων μας ζουν κάτω από το περίφημο όριο της φτώχιας, κρίνεται δευτερεύον το ζήτημα της διαμόρφωσης μιας ξεκάθαρης και ισχυρής, πολιτιστικής ταυτότητας, η οποία θα συντροφεύει και θα συνιστά το βασικό και καίριο αποτύπωμα του σύγχρονου, ελληνικού κόσμου. Συνιστά λοιπόν, ο πολιτισμός και η ανάδειξή του θέμα ελάσσονος σημασίας όταν άνθρωποι γύρω μας και δη νέοι, όντας σε άκρως παραγωγική ηλικία στερούνται της δυνατότητας δημιουργικής έκφρασης. Η θέσπιση ειδικών δελτίων στα δημόσια, σχολικά ιδρύματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου υποσιτισμού ανάμεσα στα παιδιά εργατικών, αθηναϊκών περιοχών αποτελεί μία ελάχιστη ένδειξη για τη γενικότερη, επικρατούσα κατάσταση.
Ο πολιτισμός, η έκφρασή του μέσω των τεχνών συνιστά λοιπόν μια αδιάφορη πια διαδικασία. Ο λόγος, οι μορφές, η θεατρική έκφραση ή ακόμα και ο φιλμικός λόγος δεν μπορούν να αποτελέσουν προτεραιότητα για μια εποχή και μια κοινωνία καταδικασμένη στη θλιβερή ατομικότητα της οικονομικής ανεπάρκειας.
Διατηρώντας πια την αφετηρία του άρθρου αλλά απομακρυνόμενοι από το ειδικό του βάρος, καλούμαστε να προβούμε σε συμπεράσματα. Ο σύγχρονος Έλληνας, εκείνος που καλείται με τον πλέον άκομψο τρόπο να εξασφαλίσει τα ελάχιστα για τη διαβίωσή του δεν διαθέτει πια κανένα έρεισμα, κανένα στήριγμα σε μια τραγική καθημερινότητα. Το λαμπρό, ιστορικό παρελθόν του φαντάζει πια αχνό, οι άνθρωποι που το έθρεψαν με την τέχνη τους τώρα περνούν στη λήθη, πρόκειται περί αδιάφορων ονομάτων στους παλαιούς μας τύμβους. Και όμως, σε τούτη την ιστορική συγκυρία οι άνθρωποι, οι οποίοι «τραγούδησαν» τούτο τον τόπο ορθώνονται ξανά ως σηματωροί. Είναι με άλλα λόγια εκείνοι που μπορούν να μας δείξουν τις αναγκαίες κατευθύνσεις. Σε κάθε εποχή, σε κάθε ιστορικό σταυροδρόμι και κάλεσμα ετούτου του λαού, ταγοί του αληθινοί και ειλικρινείς στάθηκαν πρόσωπα αναθρεμμένα από τα σπλάχνα του, από το κυρίως, δοκιμαζόμενο σώμα του. Για τούτο, λοιπόν το λόγο το άρθρο για το οίκημα Καρούζου έχει ένα εντονότατο ενδιαφέρον. Διότι δεν πρόκειται για ένα απλό οικοδόμημα, για ένα χώρο ο οποίος μπορεί να στηρίξει τις στεγαστικές ανάγκες ενός κέντρου νεότητας ή μιας κοινότητας θεραπευτικής.
Κάθε σπίτι, όπως αυτού του Νίκου Καρούζου κρατά μες στους τοίχους του το πνεύμα, εκείνο το οποίο συμβόλισε ο ποιητής, ο άνθρωπος. Και είναι σε τούτα τα υποστυλώματα που ο καινούριος άνθρωπος μπορεί να στήσει τις δοκούς του μέλλοντός του. Σε τέτοιες εποχές εξαθλίωσης, κατάργησης του συλλογικού οράματος εκείνοι που περιέγραψαν την οδύνη και προσέφεραν τη δημιουργική τους σκέψη στην κοινή πορεία ίσως να αποτελούν σήμερα το μόνο, αναγκαίο εφόδιο για τη χάραξη της πορείας. Μορφές απλές, καθημερινές, οι οποίες συνέλαβαν το στίγμα, όχι μιας εποχής, αλλά εκείνου που ορίζεται ως «ελληνικότητα» συνιστούν τώρα το βατήρα για τη διαφυγή από τις αγωνίες και τα «τέρατα» των καιρών. Σε αυτά τα ανθρώπινα στηρίγματα θα πρέπει να πιαστεί ο καινούριος Έλληνας για να αποφύγει το βέβαιο, όπως φαίνεται πνιγμό του. Και δεν πρόκειται περί σκουριασμένων λαβών, ανίκανων να σηκώσουν το βάρος της επίκαιρης απαίτησης. Οι άνθρωποι αυτοί με το λόγο και τη γεωμετρία, τον πνευματικό όγκο τους δεν μπορούν παρά να αποτελούν για κάθε εποχή το φωτεινό σηματοδότη, εκείνον που θα επιτρέψει τη διέλευση προς μια νέα πραγματικότητα, απαλλαγμένη από τις παθήσεις του φιλελευθερισμού, όπως ο τελευταίος εξαπλώθηκε και διείσδυσε καταλυτικά σε κάθε δράση και κάθε τομέα.
Το σπίτι του Καρούζου στο Ναύπλιο είναι πολλά περισσότερα από όσα δείχνει. Συνιστά μια ολόκληρη ήπειρο, ένα καταφύγιο για να προφυλαχτούμε από τις καταρρακτώδεις απελπισίες του καιρού. Η πνευματικότητα, η οποία εκπέμπεται και συμβολίζεται μέσω αυτού μπορεί και με σιγουριά θα υπερισχύσει των ανώφελων πλατιασμών, με τους οποίους σπάρθηκε η καταρρέουσα τάξη των πραγμάτων. Η νέα γενιά, έχοντας συνειδητοποιήσει την ανώφελη πορεία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας προς μια τεχνοκρατικότερη αντίληψη γυρεύει να προσδιορίσει εκ νέου τα όρια, τα σύνορα ενός αγέννητου, ακόμα ελληνισμού πασχίζει να ορίσει. Και υφίσταται πια ξεκάθαρο, έπειτα από την αποτυχία ενός δόγματος, πως η ελευθερία της σκέψης, η προσήλωση στα ζητήματα του φωτός, όπως στηρίχτηκαν από την ελύτεια ποίηση, η αγωνιώδης κραυγή του Κατσαρού, η βαθιά δομή του κινηματογραφικού λόγου, το «ελληνικό» δοσμένο όπως είναι, προφυλαγμένο μες στον παρθενικό υμένα της φυσικής ζωγραφικής του Θεόφιλου, η αυτοκριτική της αποτυχίας της άρχουσας τάξης και όσων πρεσβεύει από τον ποιητή Σεφέρη, ο καβαφικός λόγος, η κριτική, ελληνική σκέψη, κοσμοπολίτικη, ρευστή, προσανατολισμένη στο ανθρώπινο στοιχείο, είτε αυτό ταυτίζεται με την ηδονιστική πλευρά του, την πολιτική, την καθημερινή, η ανατρεπτική συλλογιστική, εκφρασμένη με την ονειρική και υπερρεαλιστική αναλαμπή του Ρίτσου. Όλα τούτα είναι ορόσημα, δείχνουν και αποδεικνύουν την ίδια στιγμή το ελληνικό πνεύμα, τη δομή και το νεωτερισμό, ο οποίος τόσο καθολικά το χαρακτηρίζουν. Από τούτα τα στοιχεία και άλλα τόσα, σπουδαία και συστατικά, διέπεται η ελληνική σκέψη και σε τούτα στρέφεται πάντα, μεταβάλλοντας τη δημιουργική εσωστρέφειά του προς μια επικρατούσα, εξωστρεφή συμπεριφορά, με την οποία συνδιαλέγεται και καθίσταται οικουμενική στις προτάσεις και την εκφορά της.
Διατυπώνονται ήδη αρκετές απόψεις διαμαρτυρίας για την τραγική κατάσταση της οικίας Καρούζου στην αργολική γη. Ίσως η ιδιωτική πρωτοβουλία εξασφαλίσει τη λύση στο όλο θέμα, ίσως πάλι ετούτη η κατάσταση να απαιτεί μια γενικότερη μεταβολή της σύγχρονης θεώρησης, όχι για εκείνο που καλείται μνημείο, μα για εκείνο, το οποίο μπορεί να αποφύγει την ιστορική του αποκατάσταση και να παραμείνει παροντικός παράγοντας πολιτισμού. Η αναλογία χαρακτηρίζει το ακόλουθο, υποβλητικό παράδειγμα. Αφορά το «μεγάλο, ελληνικό σπίτι», εκείνο που καταρρέει, παρασύροντας τοίχους, οροφές, ενοίκους. Όλοι στοιβαγμένοι με συντρίμμια δεν μπορούν πια να αρθρώσουν λόγο. Για να σωθούμε, λοιπόν, πρακτικά μιλώντας, ίσως θα πρέπει, ίσως να ήρθε ο καιρός να στήσουμε ισχυρότερα θεμέλια σε τούτη τη σπουδαία οικεία, να κρατήσουμε όρθια την οροφή, τώρα που έχει παραστεί η ανάγκη να αναλάβουν όλα και εμείς μαζί, μια οδό κατά τον ουρανό. Εκείνη που κάποτε επαναλάβαμε, εκείνη που διδασκόμαστε ακόμα, εκείνη που θα σταθεί για όλους τους καιρούς, η μόνη, η πιο αρμόζουσα, πέρα από εθνικοφροσύνες και ληγμένα δόγματα, οδός διαφυγής. Ο ρόλος, τον οποίο απέδωσε ο Βάρναλης κάποτε στη σολωμική παρουσία, φαντάζει επίκαιρος, λυτρωτικός, στοχευμένος και ακριβής. Ο καινούριος Έλληνας συνιστά έναν ζωντανά, μεταβατικό άνθρωπο. Όχημα, η σπουδή του παρελθόντος, η επικαιροποίηση μιας πνευματικής, λαμπρής «υπερβατικής, άρχουσας τάξης.»  Στην ελληνική πίστη θα πρέπει να στραφούμε, στην τόσο ξεχωριστή, τώρα που βρισκόμαστε εμπρός σε συγχύσεις, αοριστίες, σε φρούδες παρηγοριές εκκλησιαστικών ταγών. Τώρα που κινδυνεύουμε να χαθούμε, απλά και μόνο γιατί το αίσθημα της ψυχής μας δεν το κοινωνούμε, μα το εξαντλούμε ή στην καλύτερη τω περιπτώσεων το λησμονούμε, το αγνοούμε περιφρονητικά.