Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Η Άννα το πρωί σκορπά την ώρα της στους δρόμους του Άμστερνταμ. Στέκει έξω απ΄το αστικό της σπίτι με τα ίδια εκείνα καπνισμένα ρούχα. Διατηρεί στο πρόσωπό της μια έκφραση φόβου. Καμιά φορά όταν κάποιος περαστικός της χαμογελά, εκείνη τρομάζει. Τρέχει στο εσωτερικό του σπιτιού, κρύβεται για άλλα εβδομήντα χρόνια, μεγαλώνοντας τ΄αγέννητα παιδιά της, ζώντας όλα τα θαύματα και τις τρεις, μεγάλες στιγμές της ζωής. Το μεσημέρι αδίστακτη για το φως ξεχύνεται πάλι στην πόλη. Όλα έχουν αλλάξει. Σπίτι, έμποροι, καταστήματα, ποιητές, τουρίστες, συναλλασόμενοι, ένστολοι, ποδηλάτες, στρατοί και πομποί. Κάπου κάπου μια γνώριμη εικόνα, ένα τοπίο, τ΄αδειανό βλέμμα μιας ηλικίας που ολοένα και πιο σπάνια απαντάται στην ωραία μας πόλη. Η Άννα παρακολουθεί με όλη της την ψυχή τη ζωή . Ανάμεσα στα κανάλια, λίγες μονάχα λεύγες κάτω απ΄το νερό, βαθιά μες στις ψυχές των καινούριων ανθρώπων η Άννα γκρεμίζει το μέγαρο συναλλαγών των ποιημάτων, ανθίζοντας μαζί με τους εραστές σ΄όλες τις πλατείες Αιγύπτου αυτού του κόσμου. Η Άννα κατοικεί ένα μικρό ερμάρι στον πάνω όροφο. Εκεί διδάσκεται γραφή και αριθμητική. Ένας νεκρός, δύο, χίλιοι, μια ολόκληρη χώρα νεκρών, μια χώρα κλεισμένη για πάντα στο ερμάρι του πάνω ορόφου. Όταν το Άμστερνταμ ανάβει την πιάνει μια ανίκητη λύπη και εύχεται πως σκίζει τα νερά των καναλιών τραβώντας προς τον ωκεανό.
Η Άννα είναι πια ευτυχισμένη. Ο πόλεμος άλλωστε Άννα είπαν και το γραψαν σε τοίχους πως δεν είναι παρά ένα μέσο για την ευτυχία μας. Ο πόλεμος Άννα είναι εκείνος ο άγνωστος που συντρίβει ένα δέντρο ή έναν έρωτα, ο πόλεμος είναι εκείνο το παλιό εργοτάξιο πλάι στο πεδίο βολής που μετριέται σε στάδια και χάσκει πάνω απ΄τα κεφάλια μας. Ο πόλεμος Άννα έτσι ακριβής και φιλήδονος που είναι με το θάνατό μας, ο πόλεμος Άννα κάποτε μας κάνει τρυφερότερους, πιο στοργικούς Άννα υψώνοντας την αξία εκείνου του πράγματος που είπαμε ζωή.
Άνοιξέ μου Άννα. Να δω το μικρό σου ερμάρι, να σου δείξω τις φωτογραφίες απ΄τις θάλασσες, τα σπίτια πλάι στα κύματα, τα χωριά έξω απ΄το Άμστερνταμ, την Αμβέρσα, την Αθήνα, την Ρώμη που πάντα πόθησες να δεις Άννα. Φρανκ, ορκίζομαι στην ειρήνη του κόσμου, κάτω απ΄το αρχαίο της δέντρο που κλονίζεται από τους ξαφνικούς ανέμους και τις θεομηνίες, πως δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ορκίζομαι στα σημάδια που αφήνει η ανθρωπότητα στον μέσα σου κόσμο, στη γωνιά της παλιάς Ευρώπης Άννα. Υποκλίνομαι εμπρός σου, δίχως πια να σ΄αναγνωρίζω, ακολουθώντας την πομπή των αιώνων. Χάνω, κερδίζω την όψη σου, γίνεσαι πόλη και ιδέα. Τ΄αποσπάσματα απ΄το ημερολόγιό σου κάποτε θα μας σώσουν Άννα, εσύ, μορφή φτερουγική από κιμωλία και εκμαγείο.
Η Άννα, θα λένε, κοιτάξτε την Άννα. Μια ταυτότητα μοναχική, μια φιγούρα ζωγράφου της Κυριακής. Ο θάνατός σου είναι η κληρονομιά ενός άλλου κόσμου που εσύ γνώρισες κιόλας Άννα.Τα φώτα στο Άμστερνταμ ανάβουν, η Άννα πνίγεται στα δάκρυα ώσπου να γίνει φως. Καληνύχτα σ΄αυτόν τον κόσμο.