Βασίλης Τσιτσάνης ~101 χρόνια

τσιτσανης 24γραμματαΔημήτρης Σταθακόπουλος  Δικηγόρου παρ’Αρείω Πάγω, Δρα Κοινωνιολογίας της ιστορίας και του πολιτισμού – Παντείου πανεπιστημίου, Διπλωματούχου Βυζαντινής μουσικής/μουσικού.

(Διαβάστε όλη την αρθρογραφία και τις επιστημονικές μελέτες του Δημήτρη Σταθακόπουλου στο 24grammata.com κλικ εδώ)

Βασίλης Τσιτσάνης ~101 χρόνια
18.1.1915 – 18.1.2016

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι εύκολο να συντάξεις ένα σύντομο κείμενο για τον Βασίλη Τσιτσάνη, δεδομένης πλέον της πληθώρας βιογραφικών και μουσικολογικών καταγραφών.
Απ’ ότι διαπίστωσα, τελικά είναι πολύ δύσκολο, και αυτό γιατί δεν συμπυκνώνεται το έργο του και οι καταγραφές σε λίγες λέξεις. Ούτε μπορείς να πρωτοτυπήσεις, όταν έχουν ασχοληθεί εξαντλητικά μαζί του, όλοι οι ρεμπετολόγοι, ιστορικοί της ελληνικής λαϊκής μουσικής, πάμπολλοι κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι, μουσικοί, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Κώστας Χατζηδουλής, ο Π.Πετρόπουλος, ο Π.Γεραμάνης, ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Π.Κουνάδης ο Λ.Λιάβας, ο D.Michael , o A.Καλυβίτης, ο Φαίδων Αλκίνοος, εσχάτως ο Ν.Ορδουλίδης, με διδακτορική διατριβή στη δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη και ανάλυση της μουσικής του, καθώς και τα προβλήματα της έρευνας στο Ελληνικό λαϊκό Τραγούδι, ενώ υπάρχει « Πολιτιστική Εταιρεία Μουσικής Βασίλης Τσιτσάνης» !!! Ότι και να γράψεις θα είναι απλή επανάληψη και με κίνδυνο το κείμενο να μην σταθεί στο ύψος των παλαιοτέρων καταγραφών.
Παρακάτω θα γίνει προσπάθεια , όπως εν συντομία και με αφορμή τη ζωή του Βασίλη Τσιτσάνη, δούμε τα οθωμανοκρατούμενα Γιάννενα και τα ελεύθερα Τρίκαλα, την πιθανή ετυμολογία του επωνύμου του και την καταγωγή. Το πώς μετατρέπεται ένας νεαρός βιολιστής σε μαντολινίστα και μπουζουξή, με την παράλληλη μετατροπή μιάς Ιταλικής μαντόλας σε τρίχορδο μπουζούκι, ενώ τέλος θα μνημονεύσουμε τη Νομική Σχολή Αθηνών της δεκαετίας του 1930, στην οποία τελικά δεν φοίτησε ο Βασ. Τσιτσάνης, αφού τον κέρδισε ( ευτυχώς ) η λαϊκή μουσική που φέρει την σφραγίδα του.
Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα αναφέρει ο ίδιος στον Κώστα Χατζηδουλή: «Η ζωή μου, το έργο μου» ( εκδ. Νεφέλη, 1979, σελ.7επ.), γεννήθηκε στα Τρίκαλα, σε μια πολύτεκνη οικογένεια, ανήμερα του αγ.Αθανασίου 18 Ιανουαρίου 1915, αν και η ημερομηνία αυτή πρέπει να θεωρηθεί συμβατική ( συμπτωματικά απεβίωσε την ίδια γενέθλια ημέρα, 18 Ιανουαρίου 1984 στην Αγγλία ).
Οι γονείς του, Κώστας Τσατσάνης ή Τσιτσάνης και Βικτωρία/Βίτω το γένος Λάζου, ήταν Ηπειρώτες ( Γιάννενα και Τσεπέλοβο Ζαγορίου, αντίστοιχα ). Ο πατέρας του έφτιαχνε καλής ποιότητας τσαρούχια ( çarık ) και ήδη από το 1900 αποφάσισε μέσω των γνωστών περασμάτων της Πίνδου ν’αφήσει οριστικά τα οθωμανοκρατούμενα Γιάννενα ( απελευθερώθηκαν μόλις τον Φεβρουάριο του 1913 ) περνώντας στα ελεύθερα από το 1881 Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου και γεννήθηκε ο μικρός Βασίλης.
Το επώνυμο Τσιτσάνης ίσως δηλώνει παλαιότερη Βλάχικη Μετσοβίτικη ή ευρύτερη καταγωγή ως επαγγελματικό προσωνύμιο κατασκευαστή τσιτσών ( τσίτσα είναι το μικρό παγούρι/pavurya ) , τέχνη που εξασκείτο επί αιώνες στα Γιάννενα στα πλαίσια της τέχνης των σφυρήλατων χρηστικών αντικειμένων , – όπως τα παγούρια/ τσίτσες – , αλλά κυρίως της υψηλής αργυροχρυσοχοϊας. Ενδέχεται όμως να σημαίνει και τον καταγόμενο από την Τσαριτσάνη που με την παραφθορά έγινε Τσατσάνης και Τσιτσάνης, όπως επίσης μπορεί να σημαίνει και άλλα που δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Πάντως στο βιβλίο «τα οικογενειακά μας ονόματα» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, θεσ/νίκη 1982, δεν βρήκα ετυμολογία του ονόματος/επωνύμου Τσατσάνης/Τσιτσάνης.
Για τους βλαχόφωνους έχουν υποστηριχθεί πάρα πολλά , ευκολοπροσβάσιμα πλέον στο διαδίκτυο ( προτείνω το http://www.vlahoi.net ). Οι κυριότερες απόψεις καταγωγής των βλάχων είναι: α) Από Ρωμαίους κτηνοτρόφους και στρατιωτικούς αποίκους που έπαιρναν σαν πληρωμή για τις υπηρεσίες τους γεωργική γη. β) Από Δακορουμάνικο παρακλάδι γ) Από απογόνους του αρχαίου θρακικού λαού των Βησσών ή κάποιο ιλλυρικό φύλο και δ) Από αυτόχθονες Έλληνες γλωσσικώς εκλατινισμένους από τους Ρωμαίους προκειμένου να είναι οροφύλακες των συνόρων της Αυτοκρατορίας, ή να υπηρετούν ως μισθοφόροι στις τάξεις των λεγεώνων. Επίσης, η λέξη βλάχος ετυμολογείται είτε από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη σλάβος αλλά λατινόφωνος. Είτε από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο. Ίσως από τον αιγυπτιακό όρο “felah”=αγρότης , αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες. Μπορεί να είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) =βέλασμα , ή να προέρχεται από την συνένωση των λέξεων vale=κοιλάδα και aqua=νερό , ως δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων, είτε τέλος από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.

Δεν γνωρίζω αν το παρωνύμιο «βλάχος» που φημολογείται πως έδωσε στον Βασίλη Τσιτσάνη ο Στράτος Παγιουμτζής, οφείλετο στην γνώση αμφοτέρων , περί όντως βλάχικης καταγωγής του Β.Τσιτσάνη, ή ο Στράτος το είπε με τον καταχρηστικό όρο που αντιμετώπιζαν οι τότε «πρωτευουσιάνοι» τους προερχόμενους από την επαρχία.
Ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη, σύμφωνα με το βιβλίο του Κ.Χατζηδουλή: «Η ζωή μου, το έργο μου» ( εκδ. Νεφέλη, 1979 σελ.7επ.), έπαιζε δημοτικά τραγούδια σ’ ένα ιταλικής κατασκευής μαντολίνο, που ουσιαστικά ήταν μαντόλα, την οποία έκρυβε από τα παιδιά του και απέτρεπε τον μικρό Βασίλη να την πιάσει στα χέρια του. Δεν ήθελε ο γιός του να γίνει «μουσικάντης» . Αντιθέτως τον προέτρεπε να μάθει κλασικό βιολί με τον Ιταλό δάσκαλο Ράφαελ Γκιόσσα κάνοντας εμφανίσεις στον κινηματογράφο «Πανελλήνιον», με το trio Baroni, ενώ έκανε όνειρα να σπουδάσει Νομικά στην Αθήνα !!
Κάποια στιγμή, ο Κώστας Τσιτσάνης, συνάντησε τον περιοδεύοντα στα Τρίκαλα, Αθηναίο ( Πετράλωνα ) οργανοποιό Καρύδα , ο οποίος του μετέτρεψε την μαντόλα σε τρίχορδο μπουζούκι. Αυτό το όργανο πρωτόπιασε ο Βασίλης Τσιτσάνης στα χέρια του ( αφήνοντας οριστικά το βιολί ), αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον Απρίλιο του 1927, σε ηλικία 12 ετών.
Στο σημείο αυτό , να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο μπουζούκι. Το όργανο αυτό ως κατασκευή έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία όργανα που στην ανατολική μεσόγειο και Ελλάδα ονόμαζαν ( με μικρές παραλλαγές ) Πανδουρίδες, αργότερα Φάνδουρους, θαμπούρες και Ταμπουράδες. Οι Ταμπουράδες αυτοί ( τους οποίους είχαν στα χέρια τους πάμπολλοι αγωνιστές του ’21 ), αναλόγως του μεγέθους, των χορδών και των κουρδισμάτων τους είχαν ποικίλους επιθετικούς προσδιορισμούς που παγιώθηκαν επί οθωμανικής κατοχής και γλωσσικής επιρροής ( π.χ Ταμπουράς δίχορδος/iki telli, τρίχορδος/üç telli, τετράχορδος/ dört Telli, ή cura/μικρός, ή bozuk düzen/ ο έχων σπασμένο κούρδισμα, αν και προσωπικά τείνω στον περσικής προέλευσης όρο بزرگ Buzurg/μεγάλος-η-ο, δηλαδή του μεγάλου ταμπουρά/μπουζουκιού που ζωγράφισε ο Dechamel και περιέγραψε ο περιηγητής Villateau στα τέλη του 18ου αι. ). Όμως και το μαντολίνο έλκει την καταγωγή του από τις πανδουρίδες, το δε όνομά του mandolino ( Ιταλικά ) είναι υποκοριστικό του mandola, που προέρχεται από το υστερολατινικό pandura και το αρχαίο Πανδουρίς/ίδα. Τέλος το όνομα ενός μουσικού οργάνου, ή εργαλείου δεν δηλώνει υποχρεωτικά την καταγωγή του. Παράδειγμα το τηλέφωνο, αν και έχει διεθνώς ελληνικής ετυμολογίας όνομα ( telephone/ τηλέφωνο = τήλε/μακριά + φωνή ), δεν είναι ελληνική εφεύρεση. Έτσι και το μπουζούκι. Το ότι φέρει οθωμανικό ή περσικό όνομα, δεν το καθιστά αυτομάτως τέτοιας καταγωγής. Η καταγωγή του είναι παλαιότερη του ονόματός του.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε ο συγκερασμός τεχνικών κατασκευής, ταμπουρά, μαντολίνου , ή μαντόλας οκτάβας και λαούτου , οπότε πρόεκυψε το μπουζούκι του 20ου αι. όπως το γνωρίσαμε στις πρώϊμες ηχογραφήσεις. Τρανταχτό παράδειγμα αυτής της σύζευξης είναι η μαντόλα του Κώστα Τσιτσάνη, που ο οργανοποιός Καρύδας, μετέτρεψε σε τρίχορδο μπουζούκι. Το πρώτο του Βασ.Τσιτσάνη. Για τεχνικές λεπτομέρειες παραπέμπω στα εξαιρετικά βιβλία: «Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη και η οργανοποϊα του Λεωνίδα Γαϊλα» του Νίκου Φρονιμόπουλου και «Από τον Ταμπουρά στο Μπουζούκι» του Σταύρου Κουρούση.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ήθελε ( ; ) ως ηθική υπόσχεση στους γονείς του να σπουδάσει Νομικά. Αν όντως το 1936 που ήρθε στην Αθήνα σπούδαζε στη Νομική της δεκαετίας του ‘30, επί των οδών Σίνα και Σόλωνος, θα είχε την τύχη να έχει καθηγητές αναστήματα όπως οι Ν.Σαρίπολος, Θρ. Πετιμεζάς, Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Γ. Μπαλής, Αλ. Σβώλος, Γ. Ράμμος, Αλ. Τσιριντάνης, Ν. Χωραφάς, αυτοί δε θα είχαν την τύχη να έχουν φοιτητή ένα εξαιρετικά ταλαντούχο μυαλό και πιθανώς έναν μελλοντικό παραγωγικό νομικό. Όμως η ιστορία θέλησε το ταλέντο αυτό να χαράξει τον δικό του ξεχωριστό δρόμο στην Ελληνική λαϊκή μουσική και να μείνει μέσω αυτής στην αθανασία.
Αντί της Νομικής Αθηνών, έπαιξε στο κέντρο «Μπιζέλια» στον Κολωνό, ενώ γνώρισε τον τραγουδιστή /κιθαρίστα Δημήτρη/Μήτσο Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon. Εκεί ηχογράφησε τα πρώτα τραγούδια ( σιγά καλέ μου την άμαξα , και το σ’ ένα τεκέ μπουκάρανε ), γνωρίζοντας τον Σπ.Περιστέρη.
Παρότι ο ίδιος ο Β.Τσιτσάνης, έλεγε πως η μουσική του δεν είναι δημοτική, ούτε βυζαντινή, ούτε σμυρναίικη, ή ρεμπέτικη του ύφους Μ.Βαμβακάρη, αλλά μία άλλη μουσική «δικού του κόσμου» , η μαρτυρία του στο βιβλίο του Κ.Χατζηδουλή είναι πως πρωτοάκουσε Μάρκο Βαμβακάρη και Βαγγ.Παπάζογλου, που σε συνδυασμό με τα δημοτικά που έλεγε ο πατέρας του και ο Δ.Περδικόπουλος, καθώς και την κλασική παιδεία του βιολιού, σίγουρα τον επηρέασαν έστω και ασυνείδητα, όχι για να μιμηθεί, αλλά για να «γεννήσει» το λαϊκό προσωπικό του ύφος, που επηρέασε τόσους μετά, ενώ κάνει τα τραγούδια του διαχρονικά. Επίσης μην ξεχνάμε το γνωστό παράδειγμα που αναφέρουν όλοι οι μουσικολόγοι περί «ταυτότητας» της Συννεφιασμένης Κυριακής με το βυζαντινό, τη Υπερμάχω, και όχι μόνον.
Αναφορικά με τη δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη, παραπέμπω στο πρόσφατο βιβλίο/διατριβή του Νίκου Ουρδουλίδη, από τις εκδόσεις Ιανός, σε επιμέλεια Κώστα Βλησίδη με εκτενή αναφορά στους ελληνικούς λαϊκούς δρόμους, ώστε να κατανοηθεί η συνθετική τεχνοτροπία του Τσιτσάνη, συγκρίνοντας τους δρόμους με το σύστημα των makam, αλλά και τα βυζαντινά και αρχαιοελληνικά τροπικά συστήματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Βασ. Τσιτσάνης συνέβαλε στον εκδυτικισμό του ρεμπέτικου ( σημ.: το γεγονός ότι απομάκρυνε το ρεμπέτικο από την παράδοση δεν αντιμετωπίστηκε απ’ όλους θετικά, ακόμα και σήμερα, όπως εξάλλου συνέβη αργότερα κατά κόρον με τον Μ.Χιώτη), γεγονός που σύμφωνα με τον Ν.Ουρδουλίδη τεκμηριώνεται από τα εξής τρία χαρακτηριστικά: α) Το στυλ της καντάδας, για την οποία γίνονται αρκετές αναφορές στο βιβλίο/ διατριβή, β) Στο νέο ρόλο που αποδίδεται στις φωνές, καθώς και στους νέους συνδυασμούς τους και γ) Στην πλουσιότερη συγχορδιακή αρμονία, την οποία εισήγαγε στο πρώτο μεταπολεμικό ρεπερτόριό του, που κατά βάση προκλήθηκε από τις πιο σύνθετες και εκλεπτυσμένες μελωδίες των τραγουδιών του.

Ρεμπέτικο – Λαϊκή Μουσική (1900 – 1970)
α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα