Ελληνικές ιστορίες με μαχαίρι και πόνο

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Θρυλικές μαχαιριές:

ΖΥΘΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΚΙΝΟΥ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

Μες στα χέρια κρατά ο άνθρωπος τη μοίρα του, λένε. Μες στα ίδια, αυτά, χέρια κρατεί ο άνθρωπος την επιβίωση, το θάνατο, τον έρωτα. Το κορμί και το μαχαίρι καλά κρατημένα στα χέρια. Με το πρώτο θα πιει ο άνθρωπος την ελπίδα. Με το άλλο, με εκείνο το αιχμηρό, το επικίνδυνο όργανο ο άνθρωπος άλλοτε θα επιβιώσει, άλλοτε πάλι θα σπείρει το θάνατο. Το μαχαίρι ο σπόρος και ο θάνατος ο καρπός, ο πικρός, τραχύς σκληρός καρπός της πιο αποφασιστικής απώλειας.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το μαχαίρι στάθηκε το μέσο για την απώλεια ενός προσώπου. Προέκταση των χεριών για τους εκπροσώπους του υποκόσμου, το μαχαίρι στάθηκε πολλές φορές η αιτία για κάποιο ειδεχθές φονικό, για κάποιο μακελειό, από εκείνα που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη και διαμορφώνουν την έννοια του μύθου. Ζητήματα ερωτικού ενδιαφέροντος, αντιδικίες για την τιμή και την αξιοπρέπεια, συνιστούσαν για τις αρχές του αιώνα τις συνηθέστερες περιπτώσεις για έναν φόνο. Η αφορμή έτρεφε και συντηρούσε το λαϊκό ενδιαφέρον, ενώ ο τρόπος και οι σωσμένες περιγραφές αποτελούσαν το επίκεντρο στις συζητήσεις για ένα ανάλογο συμβάν, όπως αυτά που αναφέρονται. Ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα, τα οποία φτάνουν ως καταγραφές ακόμα και μέχρι τις μέρες μας ο μύθος πλέκεται με την πραγματικότητα, για τούτα τα τρομερά συμβάντα φτιάχνονται τραγούδια και στήνονται σκηνές ή αποτυπώσεις ευρύτατου ενδιαφέροντος στις εκράν. Τα μέρη και τα πρόσωπα περιβάλλονται από μια αύρα θρυλική και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες ένας τόπος εγκλήματος αποτέλεσε σημείο διαχρονικού ενδιαφέροντος, ακριβώς για τούτη την τυχαία και μοιραία ιδιότητά του.
Η περίοδος των αρχών του προηγούμενου αιώνα και σχεδόν ως το τέλος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από την αθροά συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα, αναπτυσσόμενα, αστικά κέντρα. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη κυρίως, καθώς και άλλες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας όπως η Καβάλα κατακλύζονται από ένα ετερόκλητο πλήθος. Πρόσφυγες, άνθρωποι που αποζητούν καλύτερους όρους διαβίωσης, νέοι με ρημαγμένες ζωές, μέλη της υπό διαμόρφωση, αστικής τάξης συνωστίζονται στις πόλεις. Τούτο το γεγονός, σε συνδυασμό με μια διαπιστούμενη έκκληση των ηθών, οδηγεί στη δημιουργία ενός  περιθωρίου, το οποίο κινήθηκε στις παρυφές της κοινωνίας και οδήγησε στην έκφραση ακραίων συμπεριφορών. Η οικονομική εξαθλίωση, η ενσωμάτωση της κουλτούρας των ναρκωτικών στην καθημερινότητα μιας περιθωριακής μειοψηφίας, δεν μπορούν να αγνοηθούν ως παράγοντες διαμόρφωσης μιας «παράλληλης» κοινωνίας, η οποία λειτούργησε και ακόμα λειτουργεί με μια ακραία προσήλωση σε στρεβλά ιδανικά και άγραφους, ηθικούς κανόνες, στους οποίους επιδεικνύεται μια βαθιά πίστη. Ένα ταραγμένο πλήθος, το οποίο αναπτύσσει μια ιδιάζουσα συμπεριφορά, μια έφεση στην αντίθεση προς το νόμο.
Την περίοδο αυτή, αλλά και μετέπειτα, σε μια ελληνική πραγματικότητα, η οποία ήταν καταδικασμένη να δοκιμάζεται από την πολιτική και οικονομική αστάθεια λαμβάνουν χώρα μερικά από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Αυτά θα συγκλονίσουν την κοινωνία και θα ερεθίσουν διαχρονικά το ενδιαφέρον του λαού για τα κεντρικά πρόσωπα και τις ειδικές συνθήκες αυτών των γεγονότων.Η αποκάλυψη των παραμέτρων επιβεβαιώνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων. Κοινός παρονομαστής όλων το μαχαίρι, το μέσον που εξασφαλίζει ένα επώδυνο θάνατο, σηματοδοτεί την ανθρώπινη επαφή, την πάλη, το θάνατο που τελικά διεκδικείται και κερδίζεται εις βάρος του θύματος.
ΖΥΘΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΚΙΝΟΥ
Στην οδό Ακάμαντος, εκεί που άλλοτε λειτουργούσε το φημισμένο ζυθοπωλείο, υπάρχει σήμερα κάποιο εστιατόριο. Η περιποιημένη πρόσοψη, η γενική ανακατασκευή του χώρου, αλλά και η λήθη, η οποία περιβάλλει πάντα τα πράγματα και τους ανθρώπους έχουν σβήσει κάθε ιστορική ένδειξη. Ελάχιστοι είναι πιθανόν σε θέση να γνωρίζουν πως σε τούτο το χώρο, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα λειτουργούσε η ονομαστή μπυραρία «του Πίκινου», ένα ξακουστό στέκι για τους ρεμπέτες και τους ανθρώπους της νύχτας, εκείνη την ταραγμένη εποχή. Άνθρωποι του υποκόσμου συνέρρεαν στο ζυθοπωλείο της περιοχής του Θησείου, το οποίο ήταν σε θέση να συναγωνιστεί επάξια τα πιο φημισμένα στέκια της τότε Αθήνας. Η γενική τάση της διασκέδασης την εποχή εκείνη, αλλά και η φήμη του ιδιοκτήτη ήταν αρκετά για να αναδείξουν το κατάστημα σε σημείο συνάντησης για τους πιο γνήσιους εκπροσώπους του περιθωρίου. Ο ιδιοκτήτης Κωνσταντίνος Ααρών, ο επονομαζόμενος και «Πίκινος» συνιστούσε έναν επιπλέον λόγο για την ανάδειξη του συγκεκριμένου χώρου. Γνωστός ρεμπέτης της εποχής και άνθρωπος που απολάμβανε την εκτίμηση της κοινής γνώμης ο «Πίκινος» συνέβαλε στη διάδοση της φήμης του ζυθοπωλείου.
Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού προσφύγων στη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως και συγκεκριμένα από το Θησείο ως την περιοχή των Πετραλώνων τροφοδότησε το κατάστημα για πολλά χρόνια με θαμώνες. Κάτοικοι των γύρω περιοχών, όπως του Αεριόφωτος, των Παλαιών Σφαγείων, του Ασυρμάτου συνωστίζονταν στην μπυραρία του Ααρών, έχοντας ως κοινό στοιχείο την προτίμηση προς ένα παραγκωνισμένο, μουσικό είδος, το οποίο έμελε με τη συμβολή του Ντίνου Χριστιανόπουλου αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι να αναδειχτεί ως μια βασική έκφραση ελληνικότητας για το σύνολο του πληθυσμού. Το ρεμπέτικο, απαγορευμένο είδος κατά την εποχή αυτή ήκμαζε σε όλα τα αστικά κέντρα. Άνθρωποι που είχαν διαφύγει της Μικρασιατικής  Καταστροφής ήδη άρχιζαν να διαμορφώνουν ένα είδος λαϊκής τέχνης, τραγουδώντας τα πάθη και τους καημούς τους. Το ρεμπέτικο, αναγνωρισμένο σήμερα για την ποικιλία του στίχου και την ορχηστρική πολυφωνία που συνθέτει πολλά από τα εθνικά, ελληνικά στοιχεία μοιάζει να αποτελεί μια διέξοδο, ένα είδος αντίβαρου για το δοκιμαζόμενο πληθυσμό των Αθηνών.  Μεγάλοι ρεμπέτες της περιόδου, όπως ο Κώστας Ρούκουνας στεγάζεται στο κατάσημα της οδού Ακάμαντος, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Άαρων αλλά και συνεισφέροντας με την μουσική παραγωγή τους στον επαρκή, αν μη τι άλλο εμπλουτισμό της ελληνικής παράδοσης και ψυχής.
Το τέλος της λειτουργίας  του καταστήματος ζύθου συμπίπτει χρονικά με την εν ψυχρώ  δολοφονία του ίδιου του ιδιοκτήτη «Πίκινου» από κάποιον θαμώνα εξαιτίας, μιας αδιάφορης αντιδικίας μεταξύ τους. Ο στυγερός φόνος του αγαπητού ρεμπέτη θα σταθεί και  η αφορμή για το ομώνυμο τραγούδι από τον Κώστα Ρούκουνα. «Αμάν τώρα καημένε Πίκινε, ούτε μια παλιοτέντα δεν έμεινε στην μπύρα σου για μια ψιλοκουβέντα» (δες στο τέλος της σελίδας)
Μα ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Ο «Πίκινος», πρόσωπο αναγνωρισμένης φήμης σε ολόκληρη την αθηναϊκή κοινωνία δραστηριοποιείται στο χώρου του ζυθοπωλείου σημειώνοντας αξιοπρόσεχτη επιτυχία. Παρά το γεγονός πως στο κατάστημα μαζεύονται τα μέλη μιας περιθωριακής ελίτ το ζυθοπωλείο διατηρεί για λογαριασμό του «Πίκινου» τον αρχικό, ελληνικό χαρακτήρα του. Ο θάνατος ίδιου του Ααρών αποτελεί σημαντικό πλήγμα στη μορφοποίηση και την τελική επικράτηση του ρεμπέτικου τραγουδιού, πρωτίστως ως ένα σχεδόν λαογραφικό δείγμα πολιτιστικού ενδιαφέροντος και ανάδειξη σημαντικών μουσικών, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο το εξειδικευμένο ρεπερτόριο.
Η σφαγή του Ααρών θα οριοθετήσει την εποχή. Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα τον Ιούνιο του 1931. Μια παρέα οικοδόμων, μονοπωλεί την ορχηστρική παρουσία. Μεθυσμένοι και ερειστικοί δεν θα διστάσουν να δημιουργήσουν μια άνευ προηγουμένου ένταση. Ο «Πικίνος» σπεύδει να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας του καταστήματος στην παρέα. Ο αρχικός τραυματισμός του βιολιστή Τζόβενου από κάποιος μέλος της παρέας των οικοδόμων θα εντείνει την κατάσταση και θα αναγκάσει τον ιδιοκτήτη να ζητήσει την αποχώρηση των μελών  της παρέας, πράγμα που συμβαίνει, αφού πρώτα έχουν σημειωθεί επεισόδια με την ορχήστρα. Η παρέα τελικά φεύγει για να επιστρέψει λίγο αργότερα. Ο «Πικίνος» δεν θα επιτρέψει την είσοδο στα μέλη της. Κάποιο από αυτά στρέφεται στην αντεκδίκηση και έτσι το Σάββατο εκείνο  ο «Πικίνος» θα κείτεται νεκρός από τα αιχμηρά χτυπήματα του 25χρονου υδροχρωματιστή Κ. Ευγενικού. Η αιφνίδια και ύπουλη μαχαιριά, «μπαμπέσικη» όπως λένε, του εργάτη Ευγενικού ήταν αρκετή για να πλήξει θανάσιμα τον Κωνσταντίνο Ααρών. Δώδεκα μέρες αργότερα ο ίδιος θα αφήσει τελικά την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο, ενώ η κηδεία του θα λάβει τελικά χαρακτήρα ρεμπέτικης σύναξης, με επικεφαλής τον αδερφό του εκλιπόντος Μήτσο Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς.». Η σφαγή του «Πικίνου» πραγματοποιήθηκε με ένα σουγιά, γερμανικής προελεύσεως.

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
Στις 7 Απριλίου του 1976 το πανελλήνιο συγκλονίζεται από ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα έγκλημα. Ο νεαρός οπλίτης του Πολεμικού Ναυτικού, Χρήστος Ρούσσος σκοτώνει τον εραστή του.  Ο νεαρός, καθώς πρέπει άνδρας, γόνος αξιοσέβαστης οικογένειας σκοτώνει τον Ανέστη Παπαδόπουλο, προσπαθώντας να αντισταθεί στα αποτρόπαια σχέδια μαστροπείας του. Η αποκάλυψη του γεγονότος θα ταράξει την ελληνική, κοινή γνώμη. Δεν είναι τόσο η φονική πράξη, η οποία πραγματοποιείται με τον πλέον ειδεχθή τρόπο. Η σχέση ανάμεσα στους δύο νέους αποδεικνύεται ερωτική. Το κοινό βρίσκεται εμπρός σε μια πραγματικότητα ξένη προς τη συντηρητική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η ομοφυλοφιλία, ο κόσμος των τραβεστί, η κατηγοριοποίηση και η ανάδειξη του σχετικού περιθωρίου, ο χαρακτηρισμός του ως υπόκοσμος συνιστούν μερικές μόνο από τις συνέπειες της δημοσιοποίησης όλων των πτυχών της ερωτικής σχέσης. Η κοινωνία αναπτύσσει τα ομοφοβικά αντανακλαστικά της και τάσσεται ευθέως κατά του δεκαεννιάχρονου ναύτη. Ο εγκλεισμός του δράστη σε ιδρύματα ψυχικών νοσημάτων, η μετέπειτα δέσμευσή του στο πιο αυστηρό, σωφρονιστικό κέντρο της εποχής, την Κέρκυρα αποτελούν καταγεγραμμένες εμπειρίες του ίδιου του Χρήστου Ρούσσου στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Με το λιτό τρόπο του ο Ρούσσος, δίχως καμιά διάθεση αυτοσυγχώρεσης παραθέτει ένα οδοιπορικό στις  ελληνικές φυλακές, ενώ τόσο η ιστορία όσο και η διάθεση του ίδιου σηματοδοτούν την κραυγή αγωνίας για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι κινδυνεύουν να οδηγηθούν στο περιθώριο εξαιτίας των ερωτικών τους προτιμήσεων ή απλά λανθασμένων επιλογών. Ο Χρήστος Ρούσσος έπραξε το έγκλημα από έρωτα και αξιοπρέπεια. Το φονικό πραγματοποιήθηκε με ένα μαχαίρι. Ο Ρούσσος κράτησε τον άνδρα που αγαπούσε με τρυφερότητα και έκοψε το λαιμό του, αγγίζοντας τον όπως κάνουν οι εραστές στα πρώτα χάδια. Το μαχαίρι γίνεται μια σκληρή, μια αποτρόπαια προέκταση του χεριού, αρπάζεται από την αγάπη και τελικά σκοτώνει.Ο Χρήστος Ρούσσος, γνωστός σήμερα από τους αγώνες του για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων κατοικεί στην περιοχή του Ασπροπύργου, διατηρεί σχέση εδώ και 14 χρόνια ενώ στην αυλή του προστατεύονται υπέροχα, ωδικά πτηνά.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Η μορφή του ηθοποιού Αντώνη Αντωνίου,  πρωταγωνιστή στην ταινία του Παύλου Τάσιου «Παραγγελιά», καθώς εκτελεί την αποτρόπαια πράξη συνιστά μια εικόνα βαθιά χαραγμένη στην κινηματογραφική μας μνήμη. Ίσως τούτη η θύμηση, να συντηρείται από την εντύπωση, την οποία προκάλεσε με το έγκλημά του ο Νίκος Κοεμτζής, όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 1973 σκότωσε τρία άτομα και τραυμάτισε άλλα επτά στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» εξαιτίας της αθέτησης ενός από τους άγραφους όρους των καταστημάτων. Η «παραγγελιά» του αδερφού του Κοεμτζή Δημοσθένη δεν γίνεται σεβαστή και ξεσπάει η άγρια συμπλοκή με τη γνωστή, μοιραία πια εξέλιξη. Ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη και τελικά εκτίει 23 ολόκληρα χρόνια στις φυλακές μέχρι να απελευθερωθεί στις 29 Μαρτίου του 1996 από το σωφρονιστικό κατάστημα Πατρών.
Η δημοσίευση του βιβλίου του, οι συνεντεύξεις και ένα γενικότερο ενδιαφέρον συμπάθειας στον άνθρωπο που, κατά πολλούς εξαργύρωσε τις πολιτικές του καταβολές και βρέθηκε δέσμιος της μηδενικής αυτοσυγκράτησης περιβάλλει με μια φήμη τον ηλικιωμένο Κοεμτζή. Όμως η κοινωνία δεν συγχωρεί το θάνατο. Δεν υπάρχει τίποτε μες στην ελληνική ψυχή που να μαρτυρά τη γνώση της συγχώρεσης. Μέχρι και το θάνατό του στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011 από ανακοπή εμπρός στον πάγκο με τα λιγοστά βιβλία προς πώληση ο Νίκος Κοεμτζής θα εισπράξει την περιφρόνηση, τα χέρια του θα στάζουν για πάντα το αίμα των αθώων. Η διακριτική, πολιτική θεώρηση του συμβάντος δεν μπορεί να μειώσει το αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι άλλο από το θάνατο τριών ατόμων και τον τραυματισμό άλλων οκτώ.Ο Κοεμτζής εκτέλεσε τη σφαγή δίχως να το σκεφτεί. Στα χέρια του το μαχαίρι και γύρω τα σώματα πεσμένα, σε μια άλλη, θαρρείς «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών.» Η μαρτυρία του τραγουδιστή Καρουσάκη για εκείνο το βράδυ του ΄73 κρίνεται αξιοσημείωτη, ενδεικτική του χάους που προκλήθηκε από έναν άνθρωπο σκληρό.
Τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής, εγκληματολογική καταγραφή βρίθει από φοβερές πράξεις, οι οποίες δίκαια χαρακτηρίστηκαν ως μερικά από τα πλέον φοβερά εγκλήματα του περασμένου αιώνα. Στην αυστραλιανή ήπειρο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες άνθρωποι με ή χωρίς διαταραγμένο ψυχισμό πραγματοποίησαν ανείπωτες και αναίτιες σφαγές, ικανές να θυμίζουν πάντα την τρομερή όψη που μπορεί να λάβει η ανθρώπινη μορφή όταν έλθει κοντύτερα στις κτηνώδεις καταβολές της. Ενδεικτικά, ως μία από τις πιο τραγικές πράξεις, η οποία τελέστηκε με τη χρήση του μαχαιριού, αναδεικνύοντας με τα χαρακτηριστικά της την ταραγμένη προσωπικότητα του θρυλικού Τσαρλς Μάνσον.Ο βασανισμός και η δολοφονία της Σάρον Τέιτ, της εγκύου συζύγου του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι ήταν αρκετή για να επιβεβαιώσει τον απάνθρωπο ψυχισμό του αμερικάνου φονιά, αλλά και την εξαιρετικά, σκληρή, δολοφονική του πράξη. Η ανθρώπινη επαφή, εκείνη που απαιτείται για ένα θάνατο από μαχαίρι καθιστά τα γεγονότα, στα οποία αναφερθήκαμε απέραντα ανθρώπινα. Υπενθυμίζουμε πως όλα τα παραπάνω συντελέστηκαν με μαχαίρι και ήταν πέρα πάσης αμφιβολίας, εξαιρετικά ειδεχθή.