«ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ», ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΜΑΡΑΜΠΟΥ, 1933»

24grammata.com culture WebTV

Η προτομή του, ακουμπισμένη στο βράχο, πλάι σε «εκείνη» που τόσο αγάπησε. Ο «ασυρματιστής» της ελληνικής ποίησης βρίσκεται εκεί, στην αγκαλιά της αγαπημένης του θάλασσας. Με το μικρό του δέμας, τα μάτια που χώρεσαν τα παγκόσμια τοπία. Ο Νίκος Καββαδίας, ο σπουδαίος ποιητής, συνιστά μία από τις πιο καίριες, τις πιο ουσιαστικές, ελληνικής φωνές. Με τη γραφή του, ο επονομαζόμενος «Μαραμπού» πραγματοποίησε μια βαθιά τομή στις σχολές και τα ρεύματα. Διέφυγε όλων των τάσεων, η ποίησή του συνιστά μια αδιαμφισβήτητη αυθεντικότητα. Έτσι πιστοποιείται και προσλαμβάνεται το έργο του μικρόσωμου ναυτικού, ο οποίος κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα κορυφαίο φάσμα συναισθημάτων και εικόνων, όμοιο του οποίου δεν συναντούμε σε καμιά από τις μετέπειτα, ποιητικές φωνές. Ο μύθος γύρω από τη ζωή και τις επιλογές του, η προσήλωση στην καταγραφή των εμπειριών από τα υπερπόντια ταξίδια διαμέσου ενός υπαρξιακού φίλτρου, σχηματοποίησαν ένα έργο με διαχρονικότητα, ύψος και πλάτος αρκετό για να χαρακτηριστεί ο δημιουργός ως φορέας μια έξαρσης μοναδικής για τα ελληνικά γράμματα. Η μελοποίηση των ποιημάτων του, ομολογουμένως έξοχη από το συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο στάθηκε η αφορμή για την ευρεία δημοσιοποίηση του έργου του Νίκου Καββαδία. Μουσική και λόγος σχηματίζουν δυο ανταποκρίσεις διαχωρισμένες, αυθύπαρκτες, τα ρεύματα αυτά συναντώνται μες στη δίνη του ανθρώπινου συναισθήματος, εκείνο τελικά επικρατεί, φέγγει ανάμεσα στα δυο συστατικά στοιχεία, τα ενοποιεί και έτσι το αποτέλεσμα συνιστά μια παθολογία, ένα είδος «καλλιέργειας», το οποίο θα χριστεί μοναδικό και έτσι θα προσεγγίζεται στο παρόν αλλά και στο απώτερο μέλλον.


Η θεώρηση της ποίησης του Νίκου Καββαδία αποτελεί ένα ζήτημα, το οποίο έχει δεχθεί πλήθος ερμηνειών από έγκριτους μελετητές και ποιητές. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε περεταίρω αναφορά σε γενικά, μορφολογικά, τεχνικά η νοηματικά στοιχεία του έργου κρίνεται εκ προοιμίου ως μια θλιβερή επανάληψη.
Το «Καλειδοσκόπιο», στα πλαίσια του αφιερώματος στο μαχαίρι και τις ποικίλες προεκτάσεις του δεν θα μπορούσε να μην σταθεί εμπρός στο ομώνυμο ποίημα του Καββαδία, το οποίο μελοποιήθηκε από το συνθέτη του «Σταυρού του Νότου» και γρήγορα κατέστη παραδοσιακό, με την έννοια της απόλυτης αποδοχής του από το ελληνικό κοινό, ως ένα δεδομένο και απομονωμένο, λόγω τεχνοτροπίας, σύστημα ποιητικής αξίας. Το ποίημα «Ένα μαχαίρι» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μαραμπού», η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1933 από τις εκδόσεις «Κύκλος»με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος φιλοτέχνησε και την προμετωπίδα. Η ίδια συλλογή, γνωρίζοντας τεράστια απήχηση ως προϊόν μιας σαφούς νεωτερικότητας και μιας «εν προόδω» εξειδίκευσης θα επανεκδοσεί άλλες τρεις φορές, με πιο πρόσφατη εκείνη των εκδόσεων «Άγρας» το 1990. Είναι σαφές πως το σύνολο του έργου του Νίκου Καββαδία χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή δυναμική, ολοκληρωτικά ασύμβατη προς την ποίηση της απογοήτευσης και του αστικού τοπίου, η οποία κάνει την εμφάνισή της λίγο πριν διαταρραχθεί απόλυτα η ισορροπία με την επίδραση του υπερρεαλισμού στο λόγο και την τέχνη γενικότερα.
Το ποίημα «Ένα μαχαίρι», το οποίο θα μας απασχολήσει σε τούτη την αναφορά συνιστά ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της συλλογής «Μαραμπού.» Δίχως η ποιητική του Καββαδία να αναφέρεται μοναδικά στο μαχαίρι με τούτο το ποίημα, εν τούτοις δεν υφίσταται άλλη, συνολική στιχουργική, εξολοκλήρου αφιερωμένη στο εν λόγω αντικείμενο. Καθώς συμβαίνει στα άλλα ποιήματα του Καββαδία, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στο «Μαχαίρι» πλήθος αναφορών στους τομείς της ζωγραφικής ή της τέχνης γενικότερα. Ειδικά δε για την τέχνη του χρωστήρα είναι σαφές πως ο Καββαδίας έτρεφε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γεγονός που μπορεί αυθαίρετα μεν, να ερμηνευθεί ως συνέπειεα της έφεσής του σε εικονιστικές δημιουργίες. Το σκηνικό για τον Καββαδία αποτελεί ένα ουσιώδες συστατικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να επηρεάσει την ατμόσφαιρα και να διαμορφώσει το υπό μετάδοση συναίσθημα. Η αγορά, με τους ανθρώπους της, τα πάντα παράξενα, προς διάθεση αντικείμενα, ο σχηματισμός της εικόνας με κυρίως, συναισθηματικές επιδιώξεις. Γενικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορούν να εντοπισθούν και σε άλλα ποιύματα της συλλογής «Μαραμπού.» Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως ο ποιητής αντλεί το υλικό της ποίησής του πρώτιστα από την καθημερινότητά του. Μες στις σκληρές συνθήκες της ναυτοσύνης, ο Καββαδίας βρίσκει το δομικό επίκεντρο της δημιουργίας. Αυτή όμως δεν μένει στατική, εξελίσσεται μες στον ίδιο τον ποιητικό οργανισμό για να αποκτήσει τελικά το χαρακτήρα ενός βιωματικού έργου. Είτε ο ποιητής βρίσκεται στα μέρη, τα οποία υποδεικνύει, είτε πάλι πρόκειται για φανταστικές περιηγήσεις τοποθεσιών, τις οποίες ο ίδιος δεν επισκέφτηκε, παρόλες τις παραμέτρους αυτές, λοιπόν δεν παύει η ποίησή του να είναι ατμοσφαιρική, σύμφωνη με τα πιο βασικά στοιχεία της ζωής του.
Παρά την άσκηση του ποιητή σε εικόνες σκηνικής παρουσίας και παρόλες τις προθέσεις του εκείνη να παραμείνει δευτερεύουσα, αποτελώντας το φόντο των γεγονότων, δεν μπορεί κανείς να περιοριστεί στα παραπάνω και να μην προσέξει το προσωπικό ύφος στην ποίηση του Καββαδία. Η μοναξιά του ποιητή βρίσκει την ανταπόκρισή της στην, υποτιθέμενη προσωπική αναφορά. Με τούτο τον τρόπο δημιουργείται η αίσθηση του «προσωπικού», ενώ παράλληλα στην ίδια, υποβλητική δίνη θα βυθιστεί και ο ίδιος ο αναγνώστης του έργου. «Απάνω έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο», γράφει ο Καββαδίας στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος, για να ολοκληρώσει με τον ίδιο, προσωπικό τόνο. Το στοιχείο όμως του πρώτου, ενικού προσώπου, το οποίο θα καθιστούσε το στίχο βαθμιαία σε μια αποδυνάμωση, έρχεται να ανατρέψει ο διαλλεκτικός τρόπος εξέλιξής του, εκείνος που ζωντανεύει το ποίημα και το φρεσκάρει με έναν τρόπο ολοκληρωτικό. Προτού λοιπόν, γίνει οποιαδήποτε αναφορά στο μύθο που εκτυλίσσεται, το ποίημα έχει  αναδειχτεί ως ένα κοινό, βιωματικό στοιχείο δημιουργού και αναγνώστη, πομπού και δέκτη. Η υποβολή αυτή, θεμελιώδης για το έργο του Καββαδία συνιστά την πηγή της διαχρονικότητάς του, αφού η πρόσληψη του στίχου διεξάγεται πάντα σε ένα παρόμοιο, προσωπικό μοντέλο.
Η αναφορά στο μαχαίρι, όπως αναφέραμε ήδη δεν είναι πρώτη ή μοναδική για το συνολικό έργο του Καββαδία.  «Σε ένα μαγαζί του Nossi Be, πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια», στιχουργεί στο «Σταυρό του Νότου» ο ποιητής, επιβεβαιώνοντας πως το ζήτημα μιας «προσωπικά αιχμηρής» εξομολόγησης υποβόσκει στο έργο και ως εκ τούτου, για τον βιωματικό Καββαδία, εξίσου και μες στον ψυχισμό του. «Ατσάλινο», «αφρικάνικο»  το μαχαίρι και δεν θα μπορούσαν να παραγνωριστούν τούτοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί. Αρχετυπικοί, ουσιώδεις. Το ατσάλι, μία κατεξοχήν, αρσενική αναφορά, δηλωτική απλότητας και διαχρονικότητας. Η αφρικανική προέλευση που σηματοδοτεί  το «αρχέγονο», το πέραν της ιστορίας και του ανθρώπου. Μια εξίσου υποννούμενη αναφορά στην έννοια του θανάτου, ο οποίος γεννιέται μαζί με τον πρώτο άνθρωπο, ως βέβαιη μοίρα του, αναπόδραστη. Η έννοια του μεγέθους, αντιστρόφως ανάλογη της υπεροχής του θανάτου που ανιχνεύεται, της μοίρας, η οποία ξεπερνά τα πρόσωπα και τις ζωές τους, διακριτική και σιωπηλή, όπως οι γυναίκες του Περού, κάποτε μιλά με τον πιο αποφασιστικό τρόπο για να διαρρήξει τελικά τον κανόνα της συνέχειας. Με τρόπο περιφραστικό ο Καββαδίας προσδιορίζει μια σειρά εικόνων, εκπορευόμενων από την προσωπική αναφορά, οι οποίες διεγείρουν ήδη με την εξωτική τους γοητεία τον υποβαλλόμενο στην ποιητική δίνη.
Η ζωγραφική δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το στίχο του Καββαδία. Η επισήμανση για το ενδιαφέρον του ποιητή, επιβεβαιώνεται στη δεύτερη στροφή με την ευθεία αναφορά στον Ισπανό ζωγράφο Γκόγια.Η ελαιογραφία του Κρόνου καθώς κατασπαράζει τα παιδιά του θα έρθει στο νου, για να επιτρέψει στο μυημένο να σχηματίσει την εικόνα του παλαιοπώλη, ενός ανθρώπου που εξαντλείται στο παρελθόν, εμπορευόμενος την ίδια τη μνήμη. Η ένταση του ποιήματος έχει ήδη αρχίσει να αποκαλύπτεται, καθώς αναλογιζόμαστε τις τερατικές μορφές και τα ισχνά σώματα του Γκόγια. Πρόκειται για τη ρυθμική διαμόρφωση μιας έντασης, η οποία θα εκτονωθεί στο υπόλοιπο μέρος του ποιήματος, δίχως να χάνει την πειθαρχία στην κλιμάκωση και την αποφόρτισή της.
Καθώς εισερχόμαστε στο επίκεντρο του διαλόγου μπορούμε να καταννοήσουμε τη θέσπιση ενός κώδικα στην ποιητική του Καββαδία. Άλλοτε ικανή να περιγράψει τα πράγματα, δίχως μια αναγκαία «οδοσήμανση» και άλλοτε πάλι αποτελεσματική στη διέγερση του ενδιαφέροντος, στον καθορισμό του συναίσθήματος ως αποκύημα ενός αδιόρατου, σχεδόν συμβόλου. Ο Καββαδίας κινείται ολόκληρος μες στην τέχνη δοκιμάζοντας όλη την ευρύτητα των υλικών της, σχηματίζοντας μια ποίηση εγκιβωτισμένη μες στην πληθωρικότητα της δημιουργικής έκφρασης. Σαφής η αναφορά στην εργογραφία του Λόρκα, στην ηθογραφική του νεωτεριστή Ισπανού, έτσι όπως εντοπίζεται στα πρόσωπα του «Δον Μπαζίλιο» και του «Αντόνιο Κόντε.»  Βρισκόμαστε εμπρός σε μια παράθεση θανάτων. Ο έρωτας φανερώνει το αποτρόπαιο πρόσωπό του, ο ίδιος ο ποιητής και ο αναγνώστης μαζί μοιράζονται την ανθρώπινη αδυναμία, συμμερίζονται την ευτέλειά της απέναντι στα πάθη, τελικά παραδέχονται την ήττα, έτσι όπως προκύπτει σε όλες τις τάξεις, σε όλους τους καιρούς. Μα ο ποιητής δεν έχει ολοκληρώσει. Ο ίδιος ο Καββαδίας θα φροντίσει να δηλώσει τη μεγάλη αλήθεια. Το μαχαίρι που είναι φτιαγμένο για την απώλεια, για τη στέρηση, η ανθρώπινη μοναξιά που ολόκληρη και ακέραια υπόκειται στον ανθρώπονο  πόνο, στο φόβο.
«…φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου» και έτσι ο φόνος πια δεν μπορεί να γίνει περισσότερο προσωπικός, περισσότερο αληθής δεν μπορεί να είναι ο αυτοκτονικός, ο αυτοκαταστροφικός αυτός  φόνος. Ο Καββαδίας αφήνει το τελικό συμπέρασμα στον αναγνώστη, τον καθιστά κύριο και δέσμιο της ίδιας της ποίησης. Ζητά από εκείνον να αναλογιστεί την πηγή του κακού, την εντοπίζει στον ίδιο τον εαυτό, διατηρεί μες σε τούτο το σχήμα μια αίσθηση δικαιοσύνης. Εκείνος που διέπραξε την αποτρόπαια πράξη, εκείνος που αφέθηκε έρμαιος στα πάθη και τις εμμονές, εκείνος που απέμεινε μόνος έχει την ίδια προοπτική, μια θέαση προς το θάνατο και την απώλεια. Το μαχαίρι προορίζεται για εκείνον λοιπόν. Πιθανά να αφορά τον ίδιο τον ποιητή. Η μοναξιά, η ανθρώπινη μοναξιά συνιστά μια λάμα διπλής κοπής, την αιχμηρή απειλή. Είναι εκείνο το ίδιο «μαχαίρι» που φέρει ο ποιητής, «στη ζώνη του σφιγμένο.» Είναι η ζωή μας σφιχτά δεμένη, γερά με το φάσμα μιας μοναξιάς, με την τελική βεβαιότητά της. Αυτή μοιάζει να έχει διδαχτεί ο ποιητής και το απόσταγμα αυτό μεταφέρει με τρόπο εύστοχο και περιεκτικό. Το «μαχαίρι», ένα γονιμοποιό αντικείμενο της ανθρώπινης απελπισίας, εκείνης που επωάζεται μες «στην ιδιοτροπία» και  την κτητικότητα, είτε η τελευταία αφορά τα πρόσωπα, είτε πάλι αγγίζει τον αντικειμενικό, το υπέροχο, υλικό μας κόσμο.
Το ποίημα « Ένα μαχαίρι» αποτελεί μία από τις πιο σπουδαίες, ποιητικές αναφορές του ελληνικού ρεπερτορίου. Η σπουδαιότητά του κρίνεται στο σημείο όπου καθίσταται πέρα από συλλογική, ικανά προσωπική για να προκαλέσει το αναγκαίο έρεισμα. Ας αναλογιστούμε τον καταληκτικό στίχο και ας προστατεύσομε τον εαυτό μας από την επώδυνη, την αιχμηρή προοπτική. Για τούτη αρκούν τα πάθη. Ο Νίκος Καββαδίας, ποιητής και ναυτικός φαίνεται πως το γνώριζε καλά. Το τραγούδησε, πλάθοντας ποιήματα προς αποφυγή. Κραυγές αποτροπής. Πρόκειται για μια ποιήματα μοναξιές που οικειοποιούνται και πονούν στο βάθος.

Ἕνα μαχαίρι

Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.

Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.

«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.

Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.

Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.

Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»