Η απελευθέρωση της Αθήνας, Ίλιον, Χασιά, Μενίδι. Ο αγωνιστής Α. Λέκκας.

24grammata.com / Ελλάδα 1821-1864 / Ιστορία της Αθήνας
ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ- ΙΛΙΟΝ, ΧΑΣΙΑ, ΜΕΝΙΔΙ.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ

Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΕΚΚΑΣ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, εναντίον των Τούρκων κατακτητών συνιστά ένα ανεπανάληπτο κατόρθωμα. Τούτο εξαιτίας της ισχυρής, ακόμα και κατά την περίοδο της πτώσης της, οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της δυναμικής αντίδρασης, συντεταγμένης και άτακτης, η οποία εκδηλώθηκε από ένα εξαθλιωμένο λαό, με σαφή, εθνική συνείδηση. Απέναντι στη θηριωδία των τουρικών δυνάμεων, οι Έλληνες αντέταξαν την πίστη τους σε ανθρωποκεντρικά ιδανικά. Η αίσθηση του δικαίου τροφοδότησε με το απαραίτητο σθένος την ελληνική ψυχή και εκείνη, σε όλο το εύρος της επικράτειας κατόρθωσε να αρθρώσει το λόγο της ελευθερίας. Η διαχρονική, ελληνική πνευματικότητα,  εκείνη που έθρεψε στους αιώνες τη γηγενή ψυχή, μεταλαμπαδεύτηκε στον αποδεκατισμένο, ελληνικό πληθυσμό και ο τελευταίος, οριοθετώντας εκ νέου, με όρους ελληνικούς την ταυτότητά του, κατόρθωσε να συλλάβει την αναγκαιότητα, διεκδίκησε και κατάφερε τελικά να θέσει τις βάσεις για τη σύσταση ενός κράτους, με υπόσταση και αξιώματα. Η εορτή της επετείου της Επανάστασης του 1821, δεν αφορά μια στείρα υπενθύμιση εθνικής υπερηφάνειας. Αποκαλύπτει την αρχαία κατεύθυνση του ελληνικού κόσμου, προσδιορίζει το στίγμα του και τον επαναφέρει στις πηγές του εαυτού του. Με την υπενθύμιση της ξεχωριστής, εκείνης υπέρβασης, αποκαλύπτονται εκ νέου, μα με μια ίδια λαμπρότητα, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αιώνες τώρα καθορίζουν τη θέση του Έλληνα στον παγκόσμιο χάρτη. Η διατύπωση και η αναγωγή σε συνείδηση της λέξεως «ελευθερία» συνιστά τούτο το καίριο χαρακτηριστικό του ελληνικού πνεύματος. Σε τούτο στηρίχθηκε η πεποίθησή μας, σε τούτο πάλι προστρέχουμε. Η ελληνική μνήμη, δουλεμένη με αίμα εντόπιο, κρίνεται ζωντανή και άκαμπτη. Μια στροφή προς τις πατρογονικές ρίζες μας είναι τούτη η επέτειος, μια ευκαιρία να συλλάβουμε σε όλο του το μέγεθος τον υπερβατικό χαρακτήρα του ελληνικού πνεύματος, είτε αυτό αφορά την τέχνη, είτε πάλι αγγίζει τη ζωή στο σύνολό της, στα πιο βασικά θεμέλιά της.
Η συνείδηση του εορτασμού δεν θα μπορούσε να καθίσταται τόσο απτή και ζωντανή, δίχως την προσωποποίησή της. Ονόματα αγωνιστών, ανθρώπων ανιδιοτελών, των οποίων οι πράξεις αποτελούν ήδη την ανάμνηση του δικού μας μέλλοντος. Πρόσωπα που πέρασαν στην ιστορία, απέκτησαν τη δική τους θέση μες στους κόλπους της ιστορικής καταγραφής, τη σφράγισαν με τον κορυφαίο θάνατό τους. Σε όλο το μήκος της υπόδουλης Ελλάδας, άντρες και γυναίκες, στάθηκαν ακόμα υψηλότερα από τις περιστάσεις του καιρού τους. Οι μαρτυρίες των μελετητών και των περιηγητών βεβαιώνουν του λόγου το αδιαμφισβήτητο αληθές. Η ελληνική περιφέρεια, βιώνοντας ακόμα πιο έντονα τις συνέπειες μιας ανελεύθερης ζωής, γαλουχημένη από τους σπουδαίους της ιστορίας, φυλάσσοντας το ελληνικό πνεύμα και τη λιτότητά του μες στο ανάλογο τοπίο, κατέχει την ιστορική προτεραιότητα στην προσφορά προς τον αγώνα. Πλήθος μαχών, καταλυτικών για την επανακατάληψη των ελληνικών εδαφών, δόθηκαν σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου. Σε τούτα τα μέρη τράφηκε πρώτα το πάθος για την ελευθερία, εκεί εκδηλώθηκε, πυρώθηκε και τελικά κατέκαψε την ελληνική ψυχή, οδηγώντας την στο θαύμα της Απελευθέρωσης. Σε τούτα τα μέρη δόθηκε το χρίσμα της διεκδίκησης μιας αυτοδιάθεσης. Ένας τόπος «μέγας» αποκαλύπτεται μες στις σελίδες της ιστορίας, ένας τόπος ψηλότερος από τις ίδιες τις κορφές του. Η απελευθέρωση της ελληνικής υπαίθρου έδειξε το δρόμο. Η υστεροφημία των τοπωνυμίων και των προσωπικοτήτων της βεβαιώνει την ιστορική αλήθεια.
Στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, ο αγώνας του ξεσηκωμού σημειώθηκε με διαφορετικά ποιοτικά κριτήρια. Η ελευθερία στυλώθηκε με περισσότερο κόπο. Η συνύπαρξη των πληθυσμών, Ελλήνων και Τούρκων, η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, η ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών ανάμεσα στα δύο, ολότελα διαφορετικά, εθνολογικά φύλα, συνιστούν παράγοντες, οι οποίοι δυσκόλεψαν τη συνειδητή εφαρμογή ενός αγωνιστικού πνεύματος. Η ιστορική καταγραφή πιστοποιεί την ύπαρξη τούτων των παραμέτρων, δείχνοντας με τρόπο ξεκάθαρο πως η πραγμάτωση ενός τόσο σπουδαίου, εθνικού στόχου δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει από τις αστικοποιημένες ζώνες της επικράτειας.
Ειδικά για την περίπτωση των Αθηνών, η επαναστατική δράση εναντίον των Τούρκων, εμπεδώθηκε από τις αγωνιστικές πρακτικές των γειτονικών, γεωγραφικά περιοχών, οι οποίες είχαν ήδη δώσει το σύνθημα για μια γενική συστράτευση και μια καθολική αντίδραση. Παρά το γεγονός, όπως αναφέρουν στο αφιέρωμά τους για την περιοχή του Ιλίου, οι Μαρίνα Διώτη και Σπύρος Γεωργόπουλος, πως οι επαναστατικές απόψεις της Φιλικής Εταιρείας είχαν βρει πρόσφορο έδαφος, ο τοπικός πληθυσμός δεν μπορούσε να σταθεί εξίσου μαχητικός και διεκδικητικός με τον αντίστοιχο της περιφέρειας. Μες σε εκείνους που ασπάστηκαν με θέρμη τις ιδέες του Αγώνα, από τα μέλη της Εταιρείας Ζαρίφη και Ζωγράφο ήταν και οι μετέπειτα σπουδαίοι αγωνιστές, Χατζημελέτης Βασίλειος και Αναγνώστης Κουρκατιώτης. Η καταγωγή τους από τις γειτνιάζουσες περιοχές της Χασιάς και του Μενιδίου αντίστοιχα αποκαλύπτουν το σημαντικό ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισαν οι οικισμοί αυτοί στην επίτευξη του στόχου. Χωρικοί, άνθρωποι του μόχθου, οι οποίοι διαπίστωναν την αδυναμία επιβίωσης εξαιτίας των συνεχόμενων λεηλασιών των αποθεμάτων σιτηρών, κατανόησαν ταχύτερα πως η σύγκρουση με το τουρκικό στοιχείο ήταν αναπόφευκτη. Χασιώτες, Μενιδιάτες, Μεσογείτες και Αθηναίοι, σύμφωνα με καταγεγραμμένα, ιστορικά στοιχεία κατόρθωσαν με μέσα πενιχρά, κατά τα τέλη του Απρίλη του 1821 να χτυπήσουν την πρωτεύουσα, σφαγιάζοντας τους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Ακροπόλεως αναπτύσσοντας σημαντική, εμπορική δραστηριότητα. Σαρρής, Ζαχαρίτσας, Ντάβαρης είναι μερικά από τα ονόματα εκείνων των οπλαρχηγών, οι οποίοι με αυταπάρνηση προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην απελευθέρωση της Αθήνας. Οι μετέπειτα συγκρούσεις με τις ισχυρές, στρατιωτικές δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη δεν θα μπορούσαν να μεταβάλουν την ήδη, διαμορφωμένη κατάσταση εναντίον πια των Τούρκων σφετεριστών. Μαρτυρίες περιηγητών βεβαιώνουν τις αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες οι Έλληνες μαχητές ανέλαβαν τον αγώνα της απελευθέρωσης της Αθήνας. Στο έργο του Κ. Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21», μπορεί κανείς να αναζητήσει λεπτομερείς περιγραφές των γεγονότων της εποχής.
Μία εκ των σημαντικότερων συνεισφορών για την απελευθέρωση των Αθηνών, συνιστά εκείνη του αγωνιστή Αναστασίου Λέκκα. Ο ίδιος, με τη συνδρομή του Μήτρου Σκεβά, ανέλαβε να αντιμετωπίσει τις τελευταίες και αιματηρές απόπειρες διατήρησης, εκ μέρους των Τούρκων της αθηναϊκής διοίκησης. Μνημειώδης κρίνεται η μάχη, η οποία δόθηκε εναντίον των 500 στρατιωτών του Ομέρ Βρυώνη. Οι Τούρκοι, έφιπποι και πεζοί δεν θα κατόρθωναν να υποσκελίσουν τη δυναμική παρουσία μιας, κυριολεκτικά, χούφτας ανθρώπων. Οι Διώτη και Γεωργόπουλος αναφέρουν σχετικά.
«Η μάχη ξανάρχισε. Οι Έλληνες, με μεγάλο θάρρος και αποφασιστικότητα αντιμετώπιζαν τη δύναμη του Ομέρ Βρυώνη. Κάποια στιγμή ο Δήμος Ρουμπέσης, Αθηναίος αγωνιστής αναγνώρισε τον Βρυώνη, όρμηξε και του άρπαξε το άλογο από τα χαλινάρια, τραβώντας ταυτόχρονα και την πιστόλα του, το μόνο του όπλο. Ο πασάς θα έπεφτε τότε νεκρός από το βόλι του Ρουμπέση εάν δεν παρεμβαλόταν ένας σωματοφύλακας του Βρυώνη, δίνοντας εκείνος τη ζωή του για χάρη του αρχηγού του.» Η περιγραφή συνεχίζει. «Έντρομος ο Ομέρ Βρυώνης, πέταξε τότε το πολύτιμο σπαθί του και κατόρθωσε να διαφύγει καλπάζοντας. Οι σωματοφύλακές του εν τω μεταξύ, κύκλωσαν και σκότωσαν τον Ρουμπέση. Σε αντίθεση με τις σοβαρές απώλειες των Τούρκων, οι Έλληνες από τη μεριά τους μέτρησαν έναν νεκρό και τρεις αιχμαλώτους. Αυτή ήταν η έκβαση στη Μάχη του Δραγουμάνου.»
Με τούτη τη σύντομη αναφορά στην αγωνιστική δράση των γειτονικών περιοχών της Αθήνας και ειδικότερα εκείνων του σημερινού Ιλίου, της Χασιάς και των Μεσογείων,  παρακολουθούμε την εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα των Αθηνών και αναβιώνουμε ένα μέρος της ιστορικής μνήμης. Κοινό στοιχείο τούτης αλλά και όλων όσων έλαβαν χώρα σε εκείνη την ταραγμένη, μα και λαμπρή περίοδο του ελληνισμού, δεν είναι άλλο από την ισχυρή θέληση, την αστείρευτη αγάπη προς την πατρίδα, την αναγκαιότητα καλύτερων και πάνω από όλα, καθολικά ελεύθερων όρων ζωής.
Το σπαθί του Ομέρ Βρυώνη, συνεχίζει η σύντομη περιγραφή των δύο μελετητών, κατέληξε στα χέρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ως απόδειξη των γεγονότων, αλλά και ως μια έμμεση, ύψιστη τιμή σε έναν «μεγάλο» του ελληνικού αγώνα.