Ο Μερσιέ και ο Καμιέ του Samuel Beckett μονολογούν παράλληλα

κουλάνδρου 24γραμματα24grammata.com- Θέατρο

«Αντί να με προσέχεις, μου λες τα όνειρά σου»:
Ο Mercier και ο Camier μονολογούν παράλληλα

Στέλλα Κουλάνδρου, Διδάκτωρ Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ

Ο Μερσιέ και ο Καμιέ, οι αντι-ήρωες του ομώνυμου μυθιστορήματος (1946) του Samuel Beckett, «προαναγγέλλουν» το «σταθερό» μπεκετικό δίδυμο που πρωταγωνιστεί στα γνωστότερα θεατρικά του έργα –Περιμένοντας τον Γκοντό (1949) και Το τέλος του παιχνιδιού (1957)‒, δίδυμο το οποίο, βιώνοντας την προβληματική σχέση έλξης-άπωσης, «αλληλοσυμπληρώνεται» και αναζητεί μοναχικά-παράλληλα το «νόημα» της ζωής, την έλευση ενός απροσδιόριστου κυρίου Γκοντό, «σπαταλώντας» εν τω μεταξύ τον «άχρονο» χρόνο του σε α-νόητες και ά-σκοπες εργασίες, διατυπώνοντας λόγια δίχως «λόγο» και ελπίζοντας απελπισμένα.
Ο Μερσιέ και ο Καμιέ ξεκινούν το ταξίδι της ζωής ως «μέσοι άνθρωποι», οι οποίοι δεν επιδιώκουν και δεν φιλοδοξούν το «ιδιαίτερο» και «ξεχωριστό»˙ δεν είναι διατεθειμένοι να ριψοκινδυνεύσουν επιχειρώντας το «διαφορετικό». Ο Μερσιέ και ο Καμιέ επιλέγουν τον «εύκολο» δρόμο, αφού αποφασίζουν να «μην κουνηθούν από τον τόπο τους», να μην εισαχθούν σε «κινδύνους» ή «ιδιαίτερη ταλαιπωρία»: «Μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι… ήταν τυχεροί μέχρις ενός σημείου. Είχαν να παλέψουν, λιγότερο από όσο έχουν να παλέψουν άλλοι, λιγότερο ίσως από τους περισσότερους που ανοίγονται σε περιπέτειες, σπρωγμένοι από μια ανάγκη που ήταν άλλοτε σαφής άλλοτε αόριστη».1
Η όψη του ζευγαριού είναι αντιθετική και ταυτόχρονα συμπληρωματική: ο ένας κοντόχοντρος, ο άλλος ψιλόλιγνος, παραπέμποντας στο κινηματογραφικό ζευγάρι Χονδρού-Λιγνού (Laurel-Hardy), αλλά και στους μπεκετικούς Χαμ και Κλοβ, όπου ο ένας δεν μπορεί να κουνηθεί λόγω σωματικής αναπηρίας και ο άλλος δεν μπορεί να σταθεί λόγω υπερκινητικότητας, ο ένας είναι τυφλός και «βλέπει» τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου. Στο «ταξίδι της ζωής» που επιχειρούν ‒το οποίο στην πορεία καταλήγει απλή και «ασφαλής» βόλτα στην πόλη και τα περίχωρά της‒ αναζητώντας «κάτι» ‒που παραμένει αδιευκρίνιστο καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου‒ βιώνουν «περιπέτειες», συναντώνται με άλλα άτομα, επώνυμα ή ανώνυμα (η χοντρή γυναίκα, o γέρος…), αντιμετωπίζουν «μία μακρά ακολουθία κακόβουλων όντων», λιποψυχούν παροδικά λόγω βροχής ή κούρασης, ωστόσο συνεχίζουν: «Πού πάμε; είπε ο Καμιέ. Ποτέ δεν θα σε ξεφορτωθώ; είπε ο Μερσιέ. Έχεις καμιά ιδέα πού πάμε; είπε ο Καμιέ. Τι σημασία έχει πού πάμε, είπε ο Μερσιέ. Πάμε, αυτό αρκεί».2
Σε όλη αυτήν τη διαδικασία, ερείσματα, αρωγούς και συνοδοιπόρους τους έχουν τις μόνιμες, επαναλαμβανόμενες και ανόητες ασχολίες (κατά το βάλε καπέλο-βγάλε καπέλο, βάλε παπούτσι-βγάλε παπούτσι, τσακωνόμαστε-τα ξαναβρίσκουμε των Βλαντιμίρ και Εστραγκόν), το πλήθος άψυχων αντικειμένων που τους περιβάλλει (μικρότερου όγκου από εκείνο που κατακλύζει τη Γουίννυ στις Ευτυχισμένες Μέρες): «Τρυπημένα εισιτήρια κάθε είδους, είπε ο Καμιέ, καμένα σπίρτα, αποκόμματα εφημερίδων φέροντα στο περιθώριο τα σβησμένα ίχνη αμετάκλητων ραντεβού, το κλασσικό υπόλειμμα μολυβιού με σπασμένη μύτη, κομμάτια χρησιμοποιημένο κωλόχαρτο, μερικά πορώδη προφυλακτικά, σκόνη. Κοντολογίς τη ζωή. Τίποτα που θα χρειαστούμε; είπε ο Μερσιέ. Δεν άκουσε τι είπα; είπε ο Καμιέ. Τη ζωή»,3 τις ά-λογες κουβέντες, όλα εκείνα εν ολίγοις που τους παρέχουν την ψευδαίσθηση ότι «κάτι συμβαίνει», «κάτι γίνεται», «κάτι τραβάει τον δρόμο του».
Η ελπίδα εναλλάσσεται σταθερά με την απελπισία κατά τη διάρκεια της
‒μάταιης;‒ αναζήτησης: «Το πιστεύω, είπε ο Μερσιέ, ναι, πιστεύω, όχι ακράδαντα, όχι, αλλά πιστεύω, ναι, ότι θα έρθει η μέρα όταν όλα θα έχουν καλώς, επιτέλους».4 «Να μην απελπιζόμαστε ποτέ, είπε ο Καμιέ, να μην χάνουμε την πίστη μας στη ζωή».5 Ο Μερσιέ κάποια στιγμή επισημαίνει ότι «η μόνη αναγκαιότητα» που γνωρίζει είναι να φύγουν «από αυτήν την κόλαση» όσο πιο γρήγορα γίνεται και όσο πιο μακριά μπορούν, ο Καμιέ όμως δειλιάζει και τον προτρέπει να μην εμπιστεύεται τον άνεμο που φουσκώνει τα πανιά του, ενώ αντιπροτείνει την «ηρωική απόφαση» να παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονται.6 Το «νόημα» της αναζήτησης ενίοτε «θαμπώνει» εντονότερα: «Και για μένα επίσης, είπε ο Καμιέ, ορισμένες λεπτομέρειες έχουν ξεθωριάσει, όπως και κάποιοι λεπτοί συλλογισμοί»,7 ενώ ενίοτε η ελπίδα τούς εγκαταλείπει πλήρως: «Η κατάστασή μας είναι απελπιστική, είπε ο Καμιέ». Κατά συνέπεια, η «μακριά αίσθηση» που επικρατεί είναι ότι «τίποτα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα, δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα». Κι αυτό οφείλεται στην κούραση που επέρχεται από την πάλη καθενός «να σβήσει τη δίψα του με τη μάνικα του πυροσβέστη» και από τη διαπίστωση ότι τα «λίγα λιανοκέρια» που απομένουν λιώνουν, το ένα μετά το άλλο, «στη φλόγα του καμινευτικού αυλού». Έτσι, «παραδίδεται μια για πάντα στη δίψα στο σκοτάδι». Αυτό είναι λιγότερο εκνευριστικό. Εντούτοις, υπάρχουν κι εκείνες οι «φωτεινές» μέρες, κατά τις οποίες «η φωτιά και το νερό» εισβάλλουν στη σκέψη
‒άρα και στην ομιλία‒ του ‒εκάστοτε‒ Μερσιέ και δημιουργούν μια ελπιδοφόρα ακτίνα.8
Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερη η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο ετερόμορφους αντι-ήρωες, σχέση ασθενής, εξαρτημένη, επιφανειακή και ανούσια, που αντιπροσωπεύει τη σχέση κάθε μπεκετικού διδύμου και, σε τελική ανάλυση, προεκτείνεται στη σχέση οποιωνδήποτε ανθρώπων, υπό το βλέμμα του ιρλανδού συγγραφέα πάντοτε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δύο αντι-ήρωες της ιστορίας εκκινούν μαζί τον δρόμο της αναζήτησης και θεωρούν ότι στην πορεία τους ο πιο αδύναμος θα στηρίζεται στον λιγότερο αδύναμο. Οι δυο τους θα μπορούσαν να αποδειχθούν γενναίοι κάποια «μεγάλη μέρα». Κατά το μάλλον ή το ήττον μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.9 Καθ’ οδόν, ωστόσο, η επικοινωνία αποδεικνύεται επίπονη υπόθεση: «Στον δρόμο πιάστηκαν αγκαζέ. Μετά από καμιά τρακοσαριά μέτρα ο Μερσιέ επέστησε την προσοχή του Καμιέ στο γεγονός ότι το βήμα τους δεν ήταν συγχρονισμένο. Έχεις τον δικό σου βηματισμό, είπε ο Καμιέ, κι εγώ τον δικό μου. Δεν κατηγορώ κανέναν, είπε ο Μερσιέ, αλλά είναι κουραστικό. Προχωράμε σπασμωδικά. Θα προτιμούσα να μου ζητήσεις στα ίσα, είπε ο Καμιέ, στα ίσα και χωρίς περιστροφές, είτε να αφήσω το μπράτσο σου είτε να ακολουθήσω τους κλυδωνισμούς σου».10 Ο Μερσιέ παρατηρεί ότι μάλλον τον δυσκολεύει παρά τον βοηθά ο Καμιέ, ενώ εκείνος τού αντιτείνει ότι δεν προσπαθεί να τον βοηθήσει‒ προσπαθεί να βοηθήσει τον εαυτό του.11 «Επιτέλους», αναφωνεί εντέλει ο Μερσιέ, «ποιος στο διάολο είσαι, Καμιέ», ενώ παραδέχεται ότι θα μπορούσε να κάνει και στον εαυτό του την ίδια ερώτηση.12
Παρότι, όμως, δεν επικοινωνούν και δεν στηρίζουν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον, οι δύο φίλοι θεωρούν οδυνηρό τον πιθανό χωρισμό τους: «Όχι, όχι, φώναξε ο Μερσιέ. Μη μ’ αφήνεις! Ας μην αφήσουμε ο ένας τον άλλον!».13 Κάποιες φορές είναι υπερβολικές ‒και ουτοπικές‒ οι απαιτήσεις του ενός από τον άλλον: «Υπολόγιζα στα στοργικά σου αισθήματα να με βοηθήσεις να εκτίσω την ποινή μου», αναφέρει ο Μερσιέ, με τον Καμιέ να απαντά: «Μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά όχι να σε αναστήσω».14 Παρά ταύτα, η παρουσία του άλλου κρίνεται απαραίτητη: «Χρειάζεται ο Καμιέ για να μην εγκαταλειφθεί ο Μερσιέ».15 Η ανθρώπινη επικοινωνία, κατά συνέπεια, παρουσιάζεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη˙ είναι διαδικασία που απαιτεί πόνο, κόπο και δύναμη, μολαταύτα αποτελεί «το μη χείρον», μπροστά στον φόβο της μοναξιάς: «Ήταν ίσως υπεράνω των δυνάμεών του ο χωρισμός από τον Καμιέ σε μια τόσο ζοφερή ώρα. Ομολογουμένως χρειάζεται δύναμη για να είσαι με τον Καμιέ, όχι λιγότερη από όση χρειάζεται για να είσαι με τον Μερσιέ, αλλά σαφώς λιγότερη από όση χρειάζεται για τη φρίκη του μονολόγου».16
Το ταξίδι-βόλτα στην περιπέτεια της ζωής είναι διαρκώς επαναλαμβανόμενο, δίνοντας στο έργο του Μπέκετ διαχρονική και πανανθρώπινη διάσταση και τον χαρακτήρα του “teatrum mundi”. Ολόκληρος ο κόσμος αποτελεί «θέατρο», όπου το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται από καινούργιους ‒διαφορετικούς και συνάμα πανομοιότυπους‒ Μερσιέ και Καμιέ, Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, Χαμ και Κλοβ… Το μπεκετικό ζεύγος επιχειρεί ‒αενάως πλην ματαίως‒ την αναζήτηση της αλήθειας, μόνο που ενίοτε αμφιβάλλει για τη μορφή ή το περιεχόμενό της: «Καταλήγουμε λοιπόν σε κάτι άγνωστο, είπε ο Καμιέ, το οποίο όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο να βρίσκεται στον σάκο αυτού του είδους, το ποδήλατο για παράδειγμα, ή η ομπρέλα, ή και τα δύο. Με τι τεκμήριο θα γνωρίσουμε την αλήθεια; Με μια ισχυρή αίσθηση ευεξίας; Μάλλον απίθανο».17 Οι δύο αντι-ήρωες συνειδητοποιούν προς στιγμήν ότι «αυτό που αναζητούν δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκην πέρα από το υπερπέραν».18 Ο πειρασμός της παραίτησης, εντούτοις, κάποτε γίνεται ιδιαίτερα δελεαστικός: «Γιατί επιμένουμε, είπε ο Μερσιέ, εσύ κι εγώ για παράδειγμα, ρώτησες ποτέ τον εαυτό σου αυτήν την ερώτηση, εσύ που όλο ερωτήσεις είσαι; Θα σπαταλήσουμε ό,τι λίγο μας απομένει στην ανία της φυγής και στα όνειρα της σωτηρίας; Δεν σκέφτεσαι, όπως εγώ, πώς θα μπορούσες να προσαρμοστείς στην ιδέα αυτής της παράλογης τιμωρίας και να περιμένεις ήρεμα τον εκτελεστή που θα έρθει να την επικυρώσει;».19
Το τελικό αίσθημα που απομένει από το παρόν έργο ‒ίσως και από το μπεκετικό έργο στο σύνολό του‒ είναι η πικρή διαπίστωση της ματαιότητας της αναζήτησης του νοήματος, της επικοινωνίας, της «αλήθειας», «εκείνου» του απροσδιόριστου «κάτι». Ετούτη η αίσθηση του «εγκλεισμού», η άνευ όρων παραίτηση σε κάποια προδιαγεγραμμένη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία είναι που προσδίδει στο μπεκετικό έργο την «τραγικότητά» του, μ’ έναν θεό διαρκώς απόντα, αμέτοχο και ανηλεή παρατηρητή των τεκταινομένων: «Τι κακό έχουμε κάνει στον θεό και μας κυνηγάει; είπε. Τον αρνηθήκαμε, είπε ο Καμιέ. Μη μου πεις ότι είναι τόσο μνησίκακος, είπε ο Μερσιέ».20
Αυτή η διαδικασία, εντέλει, είναι κουραστική, «σε απορροφά πλήρως, δεν έχεις καθόλου τον χρόνο να κάνεις ένα γυάλισμα στην ψυχή σου… ναι, είναι γεγονός, δεν έχεις χρόνο για αιωνιότητα».21 Ωστόσο, το μπεκετικό χιούμορ καταφέρνει και λειτουργεί ως «ανάχωμα» στην απόλυτη τραγικότητα. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ion Omesco: «Η σύγχρονη τραγωδία είναι η τραγωδία της μη-επιλογής, στην οποία το άτομο-με-κανέναν, περιορισμένο στο ελάχιστο μεγαλείο, αναζητεί και αποφεύγει τον απόλυτο θάνατο, που εξισώνει τα πάντα, βιώνοντας την αναμονή του, μετατρέποντάς την σε παιχνίδι, σ’ έναν φανταστικό κόσμο, προσωρινά κατοικήσιμο μέσω του χιούμορ».22
Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι, προσφέροντας μια «σταγόνα» αισιοδοξίας. Τονίζει ότι το ταξίδι «δεν είναι κατ’ ανάγκην αδιάλειπτο, σύντομα διαλείμματα αναψυχής επιτρέπονται, με την ψευδαίσθηση της ζωής που δίνουν μερικές φορές, ενόσω διαρκούν, του χρόνου που κινείται, μιας λεπτομέρειας. Κι έπειτα υπάρχουν ωραία χρώματα, πράσινα και κίτρινα ας πούμε, που πνέουν τα λοίσθια, όλο και ξεθωριάζουν και όλο και σου τρυπάνε την καρδιά, θα πεθάνουν άραγε ποτέ, ναι, θα πεθάνουν. Και μετά; Αυτό ήταν όλο, ευχαριστώ. Ο λογαριασμός»23

1  Σάμουελ Μπέκετ, Μερσιέ και Καμιέ, Μτφ. Άρης Μπερλής, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2006, σσ. 7-8.
2  αυτόθι, σ. 110.
3  αυτόθι, σ. 80.
αυτόθι, σ. 21.
5 αυτόθι, σ. 40.
αυτόθι, σ. 49.
7  αυτόθι, σ. 70.
8  αυτόθι, σ. 106.
9 αυτόθι, σ. 22.
10  αυτόθι, σσ. 27-28.
11  αυτόθι, σ. 24.
12  αυτόθι, σ. 123.
13  αυτόθι, σ. 36. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Βλαντιμίρ αναρωτιέται: «Όλα αυτά τα χρόνια… αν δεν ήμουν εγώ… θα ’θελα να ’ξερα… τι θα ’χες απογίνει… Πάει πολύ για έναν άνθρωπο μόνο του» (Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, Μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον/Θέατρο, Αθήνα 1994, σ. 10).
14  ό.π., σ. 39. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Γουίννυ αναφέρει: «Δεν φαίνεται να ζητάς και σπουδαία πράγματα, μάλιστα μερικές φορές είναι σχεδόν αδύνατο ‒ να ζητήσεις το ελάχιστο ‒ από έναν συνάνθρωπό σου ‒ για να το πω πιο ανώδυνα ‒ ενώ στην πραγματικότητα ‒ όταν το σκέφτεσαι ‒ κοιτάζεις μέσα στην καρδιά σου ‒ βλέπεις τον άλλον ‒ τις ανάγκες του ‒ ηρεμία ‒ να τον αφήσεις στην ησυχία του ‒ γιατί μπορεί ‒ όλον αυτόν τον καιρό ‒ εσύ να ζητάς τον ουρανό με τ’ άστρα» (Σάμιουελ Μπέκετ, Ευτυχισμένες Μέρες, Μτφ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 28).
15 ό.π., σ. 78.
16 αυτόθι, σ. 94.
17  αυτόθι, σ. 73.
18  αυτόθι, σ. 80.
19  αυτόθι, σ. 109.
20  αυτόθι, σσ. 90-91. Έτσι και η Γουίννυ αναφέρει: «Πώς μπορείς να υμνήσεις καλύτερα τον Παντοδύναμο παρά κρυφογελώντας μαζί του με τα μικρά αστεία του, ιδιαίτερα εκείνα που δεν είναι και τόσο αστεία;» (ό.π., σσ. 29-30).
21  ό.π., σ. 134.
22 Ion Omesco, La métamorphose de la tragédie, PUF, Paris 1978,  σ. 254.
23 ό.π., σσ. 134-135.