24grammata.com /απόδημος ελληνισμός / αφιέρωμα: Τσαφέντας / Tsafentas (κλικ εδώ)
για τη δράση του Άλεξ Μουμπάρη διαβάστε και εδώ
Η ιστορία γράφεται, ενώ εμείς σκαλίζουμε την δικιά μας άνυδρη αυλή.
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ο Άλεξ Μουμπάρης ο συγκρατούμενος και φίλος του δολοφόνου Μίμη, του Δημήτρη Τσαφέντα, ακούει ακόμη την 11 συμφωνία του Σοστακόβιτς που με αυτήν τους οδηγούσαν σε νυκτερινή κατάκλιση στις φυλακές της Νοτίου Αφρικής.
Μας ανοίγει τα μάτια σε ένα κόσμο που παρότι δίπλα μας στεκόμαστε ανίκανοι να τον μυρίσουμε, να τον αισθανθούμε.
Τι μπορεί να είναι το πρώτο βήμα εάν δεν είναι η αλλάγη των εμφυτευμένων από το σύστημα στερεότυπων;
Ο νέος, ο καινούριος κόσμος, μας περιμένει, μα όχι για πολύ…
Η πλαστική καρέκλα, αγορασμένη από πλανόδιο ρομά, έπαψε να μαρτυρά πια το χρώμα της. Ένα απροσδιόριστο πράσινο, μπλε ή γκρι, σημάδι τις αχόρταγης μανίας του ήλιου να διεισδύει και να κατατρώει δίχως σταματημό.
Προσπερνώ πια το μπαλκονάκι και δεν στέκομαι, τα ξεχαρβαλωμένα ξύλινα ρολά μονίμως κατεβασμένα.
Αν οι ψυχές κάνουν περάσματα, εκεί θα στέκει πάλι.
Ήταν τέτοια εποχή που μου φώναζε, να του πάρω ένα πακέτο τσιγάρα, ε, τα φτηνά.
Στην επιστροφή μου με ρωτούσε με την ίδια περιπαικτική απορία,
με αγωνία, κάθε φορά, :«Καλά πότε θα μεγαλώσεις, πότε θα ξεκαβαλήσεις το ποδήλατο;»
Ο μικρός προσωπικός κόσμος μας, δεν φτάνει, δεν μπορεί να χωρέσει την αλήθεια του γείτονα.
Ούτε που φτάνει να καταλάβει την αγωνία της προσωπικής διαδρομής του.
Μέσα στο παιγνίδι μάς κρατά πότε η κεντρομόλος, και πότε η φυγόκεντρος, τον διπλανό σχεδόν πάντα στο διαφορετικό τον καίμε.
Ήταν στο Κόσοβο, μπορεί και στη Βαγδάτη, που συναντούσα εθελοντές από άλλες χώρες να στέκονται στην αγωνία των αγνώστων συνανθρώπων τους.
Η κάμερα φιλότιμα κατέγραφε, χρώμα, ήχος, μα ήταν η μόνη που δεν δυσπιστούσε στο κίνητρο.
Στα βαθιά πρωτογενή θέλω όλων εκείνων που άγγιζαν με ενσυναίσθηση εκείνους τους δυστυχισμένους που η μοίρα τους τούς έβαλε μπροστά στην επιθυμία των αυτοκρατοριών της εποχής μας.
Στην κάθε μου επιστροφή σκόπιμα ξεχνούσα όλους αυτούς που οι πόλεμοι, οι μάχες, οι όποιες στραβές διεκδικήσεις δεν περνούσαν από πάνω τους. Όμως έδιναν την ζωή τους για τον συνάνθρωπο.
Ώσπου γνώρισα τον Άλεξ Μουμπάρη.
Ψάχνοντας στοιχεία για τον Μίμη, τον Δημήτρη Τσαφέντα, έπεσα στον Αλέκο.
Ζει στο Παρίσι, με καταγωγή από τη Χίο, θέσεις και απόψεις σταθερές, ακροαριστερές. Όλα τα χρόνια αγωνιστής.
Το ηχόχρωμα της φωνής του, τα καθαρά ελληνικά του -μα σε γαλλική προφορά- ανέβασαν στο μυαλό μου άλλα σχήματα. Τον φανταζόμουν έναν σπουδαίο, επιβλητικό, θεόρατο άντρα.
Ένιωθα σαν να είμαι σε βάρκα με πανί και άνεμο την ιστορία. Φύσηξε ξαφνικά ένας μαΐστρος, και με έβγαλε σε μιαν άλλη θάλασσα πιο κόκκινη, χωρίς θολή όψη, μα πάλι βαθιά, και τόσο μα τόσο απέραντη.
Ο βρέθηκε στην Νότιο Αφρική απεσταλμένος του Γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος για να βοηθήσει στην αντίσταση των μαύρων κατά των λευκών που ετοίμαζαν το Απαρχάιντ.
Κατέβηκε με την γυναίκα του που εκείνη την περίοδο ήταν και έγκυος.
Η αποστολή τους ήταν η παραλαβή σε συγκεκριμένη τοποθεσία σκάφους φορτωμένο με όπλα, προερχόμενο από την Αγκόλα.
Κινηματογραφική ζωή, από αυτές που χαζεύουμε σε ταινίες του Χόλιγουντ και έπειτα παινεύουμε τον σεναριογράφο. Λέμε πόσο ευφάνταστος μπορεί να είναι, και άλλα τέτοια ωραία, στην προσπάθεια να ακυρώσουμε ανείπωτες αλήθειες.
Ο Άλεξ πήγε καρφωτός, τους έπιασαν, η γυναίκα του αφέθηκε ελεύθερη μα εκείνος βασανίστηκε, χτυπήθηκε και κατέληξε -έπειτα από δίκη- ισόβια στις φυλακές μαζί με θανατοποινίτες.
Εδώ αρχίζει η γνωριμία με τον Τσαφέντα. Διπλανά κελιά, με την ελληνική γλώσσα φανερό σύμμαχο για μια παραπάνω λέξη.
Σπάνια μιλούσε ο Μίμης, και για τον Γαλλοχιώτη Άλεξ, δεν υπήρξε ποτέ τρελός.
Έπαιζε ένα παιγνίδι που τον κράτησε ζωντανό.
Ο Μίμης δεν ήταν λευκός μα ούτε και μαύρος. Ήταν κολοράτος, «έγχρωμος», όλη η ζωή του υφαίνεται γύρω από το χρώμα.
Η μάνα που δεν γνώρισε, ο Ερωτόκριτος που του τραγουδούσε η γιαγιά στην κοσμοπολίτικη γεμάτη αποδοχή Αλεξάνδρεια, ο πατέρας που σταμάτησε να τον αγκαλιάζει, έφεραν την ακατάσχετη πείνα του. Μια πείνα που έγινε και η ψυχοπάθεια του, η τρέλα του.
«Ένα σκουλήκι που έδινε εντολές». Αυτό τους είπε, του επέβαλε, να κάνει την πράξη που τον έφερε για 33 χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής κλεισμένο σε φυλακές και ψυχιατρεία.
Ο Άλεξ Μουμπάρης μιλά για αυτόν με πάθος, σαν να ζει, βιάζεται να μου τα πει , είναι πολλά και σαν να έχουμε κάποιο ραντεβού μαζί του, μια συνάντηση σε κάποιο καφενέ της Καστέλλας και δεν θέλουμε να τον στήσουμε.
Δεν είναι η φυλακή, είναι η απομόνωση τονίζει ο Άλεξ, ο Τσαφέντας δεν μπορούσε να κουβεντιάσει ή να μιλήσει ουσιαστικά με κανέναν. Έτσι ανέπτυξε έναν τρόπο εσωτερικής ηρεμίας, βαθιά συμφιλιωμένος με τη μοναξιά του.
Στα ελληνικά μιλούσε κάποιες στιγμές με τον συγκρατούμενό του, του έπαιρνε το τυρί από το μεσημεριανό γεύμα, επαναλαμβάνοντας πως, «εσύ Αλέκο θα φύγεις από εδώ, εγώ θα μείνω, δεν έχω πουθενά να πάω, δεν πρόκειται να με αφήσουν ποτέ».
Για τέσσερα χρόνια τον χτυπούσαν, τον έδερναν επτά φορές τη μέρα, απίθανα και άθλια βασανιστήρια. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσε σε κελί δίπλα από το δωμάτιο που απαγχόνιζαν τους θανατοποινίτες. Άκουγε κάθε βράδυ τραγούδια, κλάματα, και παρακάλια γεμάτα πόνο και δάκρυα.
Αληθινές φωνές στις τελευταίες τους στιγμές.
Πρωτοβρέθηκαν στα διπλανά κελιά της υψίστης φυλακής της Πραιτόριας, με ονομασία “Maximum”, ή “Beverly Hills”.
Ο Άλεξ στέκεται σε μια επαναλαμβανόμενη φράση του Τσαφέντα, σιγανά και μονάχα στα ελληνικά, «τον καθάρισα τον νταή τους».
Στην μεγάλη διαδήλωση του 1976, στο Γιοχάνεσμπουργκ, μια πρόταση ηχεί, δυνατά, σταθερά, φωνές υψώνονται στον αέρα,
“Tsafendas inyanga yezizwe”,
“Tsafendas healer of the nation”.
Ο Τσαφέντας απελευθέρωσε το έθνος.
Η περίφημη απόδραση που οργάνωσε ο Μουμπάρης του έδωσε την ελευθερία του. Κατάφερε μέσα από μια μυθιστορηματική προετοιμασία να ανοίξει την πόρτα της φυλακής και να το σκάσει από την χώρα.
Επέστρεψε το 1996 και είδε για τελευταία φορά τον Μίμη, στο ψυχιατρείο Στέρκφοντέιν, εμένα μου θύμισε χειρότερη φυλακή από τον δικό μας Κορυδαλλό.
Στην συνάντηση -παρουσία της γυναίκας του- μίλησαν ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά μα και αραβικά.
Στην επίμονη ερώτηση του Άλεξ τι θα ήθελε να του δώσει έστω και τώρα η ζωή, απάντησε, «την ελευθερία».
Ο Μίμης πέθανε μιαν Τρίτη, στις 6 Οκτωβρίου 1999, στο Κρούγκερστορπ, πνευμονία, εκεί, στα 81.
Ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει, μυρίζει το ανθρώπινο κρέας σαπίλα, έτσι κι αλλιώς βολεύει να βλέπουμε διαφορετικούς τους γύρω μας.
Χωριζόμαστε και ξεκαθαρίζεται, σπάει πιο εύκολα η μονάδα από το πλήθος που όταν γίνει ποτάμι μπορεί να παρασύρει όλο τον κόσμο στο πέρασμα του.
Ο Άλεξ συνεχίζει να πονά στο Παρίσι, ο Νίκος που βάφτισε , έδωσε το όνομα στο ντοκιμαντέρ, το ίδιο στο Γιοχάνεσμπουργκ, μα και στην Ζάκυνθο ο παπά-Παναγιώτης φέρνει τον Τσαφέντα και τον τιμά κάθε που τον μελετά.
Άνθρωποι, είμαστε παραδομένοι στην απιστία μας, στην μοιραία, τραγική διαδρομή μας, μα αν δεν σταθούμε στο μεγαλείο του Αυτόφωτου Μίμη που μπορεί να βρεθεί η άκρη μας;
Ο Μίμης σκότωσε έναν Μινώταυρο, από τότε κρύψανε τον καθαρό φονιά και πολλαπλασίασαν τους Μινώταυρους, τους έκρυψαν σε κάθε πέρασμα του χρόνου, για να κάνουν τον λαβύρινθο μας ατέλειωτο, αγύριστο και ανεμπόδιστα να εφαρμόσουν το προσωπικό μας Απαρτχάιντ ακόμη και μέσα στον εγκέφαλο, το μυαλό μας.