Ένα φανταστικό πάρκο, Απόστολος Θηβαίος

ΣΕΙΡΑ:”ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ”

 

Aπόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

Ένα φανταστικό πάρκο

 

Η επικαιρότητα χαράζεται σήμερα από το φλέγον ζήτημα της επένδυσης του Ελληνικού. Το πάρκο που οραματίστηκε πριν από χρόνια η πολιτική ηγεσία, η επένδυση των εκατομυρίων ευρώ που θα μεταβάλει οριστικά την άναρχη τοπιογραφία της αττικής ακτής, τα οφέλη και οι κίνδυνοι από μια παρέμβαση τέτοιου βεληνεκούς συνιστούν μερικά μόνο απ΄τα ζητήματα που εγείρει το φιλόδοξο έργο. Μήνες μετά την παραχώρηση του ιδρύματος Νιάρχου στο ελληνικό δημόσιο, το ζήτημα του Ελληνικού αποτελεί το κορυφαίο πεδίο επί του οποίου συγκρούονται οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Παρασκήνιο, διεθνείς πιέσεις, εσωτερικές αντιπαραθέσεις πάντα με φόντο τη μνημονιακή επικαιρότητα  και τις ανάγκες της πολύπαθης Αθήνας διαμορφώνουν το πλαίσιο μες στο οποίο εξασκούνται οι ποικίλες απόψεις και θέσεις των τοπικών και κυβερνητικών φορέων.

Στο όνομα ενός λαού παραχαραγμένου, μιας χώρας χειμαζόμενης, δεμένης μονάχα στην αίγλη του παρελθόντος και την πολιτιστική κιβωτό που κληροδότησε μια λησμονημένη πια ιδέα, οι πολιτικοί φορείς κοπιάζουν να αποδείξουν την πολλαπλή επιχειρηματολογία και τους λόγους που καθιστούν επιβεβλημένη μια τέτοια επένδυση. Από την άλλη μεριά, μέλη της επιστημονικής κοινότητας, συνεταιρισμοί και αυτοσχέδιες συλλογικότητες, βρίσκουν άλλες τόσο αιτίες για να παραμείνει το σπουδαίο σχέδιο στα χαρτιά.Στο μέσον της έριδας ο λαός με την απελπισμένη του προσπάθεια να περισώσει ότι μπορεί απ΄την ομορφιά αυτής της πόλης. Ο λαός, το ρεύμα του κόσμου που κοπιάζει να μην χάσει το κουράγιο του, να μην πάψει να πιστεύει στ΄όραμα της ομορφιάς. Συγχυσμένος, μετατοπίζει τα σύνορά του προς την Δύση, καθώς κρατά εντός του άσβηστους σκοπούς ανατολίτικους.Μες στα εργοτάξια, εκεί που γράφεται η μοντέρνα, αρχιτεκτονική ιστορία του τόπου μας ο λαός χάνει και κερδίζει τη φωνή του. Μες στην έκπληξη παρακολουθεί την ακμή και την πτώση των ιδεών, χάνει και κερδίζει τη φωνή του. Τον συντροφεύει μια αρχαία πομπή μαρτύρων, καθώς ονομάστηκε το ποτάμι της παράδοσης που εντός μας άρχεται και πάλι εκβάλλει.

Και όμως σε αυτήν την πόλη που τώρα γυρεύει έναν καινούριο εαυτό, σ΄αυτόν τον ολοζώντανο οργανισμό που διέρχεται φλεγόμενος τις σελίδες της ιστορίας, υπήρξαν κάποτε οι ωραιότερες ευκαιρίες. Μικρές επαναστάσεις που μπορούσαν να είχαν αλλάξει για πάντα την όψη της Αθήνας που σήμερα μοιάζει να καλωσορίζει το σκληρό φθινόπωρο. Καθώς παιανίζουν τα μπουζ της ελπίδας αναρωτιέται κανεις πόση αδιαφορία και πόση πλάνη χρειάστηκε προτού η πόλη γεμίσει από άθλιες γωνιές, από ασφυκτικούς δρόμους. Πόση αδιαφορία κόστισαν όλοι αυτοί οι περιφραγμένοι χώροι που καθιστούν τόσο ελεγχόμενη τη ζωή μας, που κοντράρουν στα ίσια τη σχέση μας με τον αστικό ιστό.  Πόση περιφρόνηση άραγε γνωρίζουν καθημερινά εκείνα τα υπέροχα δείγματα της μεσοπολεμικής μας ιστορίας.Κάποτε υπήρχαν τ΄ανοιχτά πλατώματα για να οικοδομηθεί το καινούριο, το τρυφερότερο πρόσωπο της Αθήνας. Κάποτε δεν χρειάστηκε τόση πίστη σε συμβάσεις για να αναστυλωθούν οι περίφημοι, κρεμαστοί κήποι που ονειρευτήκαμε. Οι αγώνες που μάταια ξεπηδούν σήμερα από τις αθηναϊκές παραλίες , αυτές οι δίχως παλμό και ψυχή διαμαρτυρίες δεν θα μπορούσαν να κρύψουν  τα κουρέλια που σήμερα είπαμε ζωή μας. Τα κουρέλια που ανεμίζουν στην οδό Μαραθώνος, που είναι πια νεκροί γίγαντες του ωραίου και του ρομαντικού και που εντός τους πάλλεται η καρδιά της προσωπικής μας πολιτείας.

Θα ΄θελα λοιπόν η ιδέα για το πάρκο να ήταν προϊόν μιας εσωτερικής, εθνικής ανάγκης. Θα ήθελα το ζητούμενο της ομορφιάς να αποτελούσε λέει, μια γενική αισθητική φιλοδοξία, κόντρα στους χειμάρρους της πραγματικότητας.Θα ήθελα οι πνεύμονες της μικρής μας πόλης να ξεπηδούν φυσικοί και απόρθητοι. Τίποτε το τεχνητό να μην κόμιζαν.Κάτι που να πλησιάζει τη φύση του Χ. .Έσσε όταν συντάσει το αναγνωστικόν του, χαράσσοντας τ΄όνομα και την θέση του πάνω στο σώμα του παλιού αιώνα. Θα ήθελα ο αρχαίος άγγελος που τραγουδά μέσα μας να΄ ταν ένα όραμα επίκαιρο, συλλογικό. Να μπορούσε λέει το πνεύμα των παλιών ρυθμών να πλημμυρίσει τον κόσμο μας που απεγνωσμένα γυρεύει να αγοράσει μια ταυτότητα για τώρα και για πάντα.

Ετούτος ο τόπος δεν έχει ανάγκη από πάρκα αναψυχής, από τιθασευμένες καρδιές. Η Αθήνα μας που γερνά λίγο λίγο, με το μυθικό της φορτίο δεν απαιτεί ένα νέο πρόσωπο, αφού η μοίρα της είναι μια υπόθεση κοινή για όλες τις κοσμοπόλεις του μέλλοντος. Οι τσίγγινες στέγες της, οι τρώγλες των μεσοπολεμικών δομών της που σήμερα φιλοξενούν ψυχές κλεμμένες, οι στοές της που οδηγούν σε μια άλλη ατμόσφαιρα, οι ακτές της που στιγμάτισαν για πάντα τον Σατωβριάνδο και τόσους άλλους, αρκούν. Αρκούν για να διαμορφώσουν την σύγχρονη όψη της. Μια προσωπογραφία καταδικασμένη να περιέχει μέσα της πολλή ιστορία και μια ιδέα μελαγχολία, γεννημένη πάντα σε δρόμους κυριακάτικους της βροχής, των παζαριών. Το Ελληνικό τίποτε δεν θα σώσει απ΄τη γερασμένη μας Αθήνα. Μονάχα το πρόσωπό της κάπως κακόγουστο θα κάνει να μοιάζει. Μια τέτοια φύση φτιαγμένη στα εργαστήρια δεν ταιριάζει στην πόλη που παρακμάζει μες στη δόξα, που παραδίδεται κάθε βράδυ σε μια αρχαία μυρωδιά. Και τούτη η θέση δεν είναι διόλου πολιτική, είναι μια άποψη αισθητική και τίποτε.