γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Φωτογραφία: Καλλιόπη Μαλλόφτη.
Στο τέλος του γλεντιού δάκρυα και χαμόγελα, μια χαρμολύπη σκέτη γιατρειά, δέρνει τόσο όλα τα πρόσωπα και τα μεταμορφώνει σε αγγέλους. Επιτέλους, ξέφυγαν τα στοιβαγμένα εσώψυχα πάνω στις μαντινάδες, τα αυτοσχέδια δίστιχα γινήκαν θεριά οι λέξεις, έκαναν μια χαψιά εκείνες τις ύπουλες, ξένες στιγμές, αυτές που σιγοτρώνε τη ψυχή μας.
Έλα, ας τραβήξουμε από την αρχή τη μολυβιά.
Το πανηγύρι της Παναγιάς της Βρυσιανής στο Μεσοχώρι, είναι αργά. Στις 8 του Σεπτέμβρη, ξωμείναν πίσω, για ετούτη τη γιορτή, μόνο οι ταμένοι στη Χάρη της, και κάτι μισοπάλαβοι που ακόμα καμαρώνουν χρεωμένα καλοκαίρια.
Στο τέλος της πρωινής θρησκευτικής τελετής, ανοίγουν τα σπίτια και πιάνουν τα φιλέματα. Γυναίκες τριγυρνούν, δίσκοι φορτωμένοι φρούτα και γλυκά, σωρός από κουβέντες φέρνουν θύμισες, γυρνούν στα περασμένα, τόσο που κάνουν και τα τσιμέντα, στις αυλές, να αναστενάζουν μέσ΄τις μνήμες.
Είναι που σήμερα εμείς είμαστε κορυφή του κύκλου, θαρρούμε πως πάντα έτσι θάναι, τα άψυχα είναι που θα μας ξεδιαλύνουν.
Σαν συνεννοημένοι από τα χθες οι γλεντιστές, μαζεύονται σιγά-σιγά, στα καφενεία. Ψάχνουν τους φίλους που έχασαν, σκαλίζουν τα χαμένα χρόνια, όμως δίχως τα όργανα, τα λαούτα και τις λύρες, άσκοπα πνίγουν στο δροσερό κρασί τον ήλιο και περιμένουν ζορισμένοι τη μουσική να τους φωτίσει.
Δεν θέλουν και πολύ οι παίχτες να κουρδίσουν, να ετοιμάσουν τα όπλα τους, για μια μάχη που δεν έχει ακόμα νικητή.
Και τότε μοιάζει να αλλάζει ο χρόνος, σα να ετοιμάζεται ένας στρατός να πολεμήσει, από τη πρώτη δοξαριά τα πρόσωπα προδίδουν, φτύνουν κάθε σκέψη.
Είναι η στιγμή που και τα πρόσωπα μιλούν. Ξεχωρίζεις, φαίνονται οι μετανάστες, τους λείπουν εκείνες οι βαθιές χαρακιές, τα άγρια δώρα, που χάρισε απλόχερα η φύση, σε εκείνους που ποτέ δεν έφυγαν από τον άγριο τόπο.
Τα μάτια όμως των ξενιτεμένων μοιάζουν με πανιά, με υγρές οθόνες προβολής. Αν τα καλοπροσέξεις θα ξεχωρίσεις τις εικόνες, σαν ολογράμματα που χορευταλίζουν, οι μέτοικοι δήθεν σκεπτικοί, τα κρύβουν όλα μέσα στις παλάμες τους.
Έφτασε η ώρα να γλεντίσουν, εκεί στα καθιστά, στο φορτωμένο παράταιρο κόσμο, στο καφενείο. Τα όργανα, δύο λαούτα και μια λύρα, χαϊδεύουν τα αυτιά με μαλακούς σκοπούς, ενώ η παρέα έχει πιεί, τόσο κρασί ίσα να μην φοβάται να μιλήσει, να βγάλει παινέματα αλλά και αγιάτρευτους καημούς, μόνιμους και περαστικούς πόνους, δίχως μια στάλα από εκείνες τις μικρές, ανόητες ανθρώπινες ντροπές.
Είναι η ώρα που μιλούν τραγουδιστά, ταιριάζουν λέξεις τσακιστές, μέσα στα δίστιχα χωρούν, στριμώχνουν όλο το ξοδεμένο χρόνο.
Ο γεννηθείς στη φυλακή τη φυλακή θυμάται…τραγουδά ο γλεντιστής και σκουπίζει τα μάτια του που τρέχουν σα βρύση.
Είναι η στιγμή που οι μαντινάδες πλέκουν ιστορίες για τις χαμένες ώρες, το γλέντι γεμίζει κλάματα και κάπου εδώ μοιάζει να ενώνονται πια όλες οι ψυχές.
Στους αμύητους οι λέξεις μπλέκουν, μοιάζουν με τσίχλες που κολλούν στις κεφαλής τις τρίχες και οδηγούν αλλού, παρασύρουν στα πιο κρυμμένα συναισθήματα.
Οι μυημένοι κάνουν αμόνι τη στιγμή, σφυρηλατούν πάνω στο διάφανο, ιπτάμενο κορμί της, τη τσακισμένη πανοπλία της ζωής τους. Μια στιγμή ευτυχίας, αντίδοτο στο σκούρο, που μας τραβά όλο και παρακάτω.
Δεν έχει πρόβα τέτοιο γλέντι, ούτε και περιγράφεται με λόγια.
Είναι σαν τη ζωή, πότε κλαίει και πότε γελά, πότε δίνει μια, πετά ψηλά, πιο πάνω κι από το μπλέ του ουρανού και πότε κολυμπά στη πιο βαθιά, μαύρη σα βούρκο από θλίψη θάλασσα.
Όλα βγαίνουν πάνω στο τραπέζι, όλα αρκεί να γίνουν δίστιχα βέλη, και θα τρυπήσουν τις καρδιές, τόσο μέχρι να στάξει και να βγεί το δηλητήριο που πίνουμε σαν κυβερνάμε, σαν καράβι το κορμί μας.
Γλέντι καθιστό, που απόκαψε με το σβήσιμο του ήλιου, καρδιές που φόρτωσαν δύναμη για τα άγνωστα μελλούμενα.
Αχ νάχαμε τη χάρη των αυτοσχέδιων τραγουδιστών και δύναμη, το φόρτε, όλων κείνων που δε ντρέπονται να κλαίνε φανερά με τα πικρά τους λάθη…