24grammata.com/ Ελλάδα 1940 – 1950
κλικ εδώ για να διαβάσετε το υπόλοιπο αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου 1940
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
«ΑΝ…»
Είπαν «ναι» σε όλα. Τίποτε δεν αρνήθηκαν, δεν αντιστάθηκαν σε τίποτα. Μοιράστηκαν από τις αρχές τα σύμβολα του κατακτητή, το πλήθος συνέρευσε στις μεγάλες λεωφόρους, επευφημούσε τους εισβολείς που έφταναν τώρα με όλα τους τα μέσα τα μηχανικά, περήφανοι και ωραίοι καθώς οι νικητές. Επρόκειτο να μιλήσει ο γενικός επιτελάρχης, είπαν και επέβαλαν στο πλήθος να σταθεί στη θέση του ίσαμε το μεσημέρι. Τότε ακούστηκε η φωνή, ηλεκτρισμένη, φωνή ξένη, με φθόγγους σκληρούς μιλούσε η φωνή, διατηρούσε ένα επιβλητικό ύφος, η φωνή ήταν επιτακτική, έσπερνε φόβο. Όταν τέλειωσε ο λόγος, όλοι χειροκρότησαν και σκόρπισαν για τα σπίτια και τις δουλειές τους. Αργά το απόγευμα ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι λίγοι που αντιδρούσαν εκτελέστηκαν τελικά, με διαδικασίες συνοπτικές, ετάφησαν στο σημείο της πτώσης τους, δίχως σταυρούς και άλλα τέτοια του χαμού έθιμα. Μόνο κάτι αναχώματα φαίνονταν και ένα κομμάτι ύφασμα λευκό, σκισμένο που το πήρε ο αέρας και εκείνη η γριά που έκλαιγε και θρηνούσε δεν έχει τώρα τίποτα από το αγαπημένο σώμα. Τέτοιοι θάνατοι συνιστούν μια φυσική εξέλιξη. Οι εκτελέσεις έλαβαν χώρα μονάχα για παραδειγματισμό, για να γνωρίζει εκείνος ο νεαρός φοιτητής της φιλοσοφικής που φωνάζει «όχι» εμπρός στα προπύλαια πως αύριο μπορεί να είναι εκείνος σε μια στάση ύπτια, δίχως ψυχή και δίχως χρόνια μπροστά του. Μα ο νεαρός δεν σταματά, τυλίγεται με σημαίες, ανεβαίνει πλάι στα αγάλματα, εκφέρει πύρρινους λόγους, ένας κρότος που ακούγεται και είναι οι σπουδαίες προτομές πρόσωπα αιμάτινα.
Πέρασαν χρόνια, εκείνοι που φάνηκαν πίσω από τους θάμνους, τώρα αποχωρούν νικημένοι από τα χρόνια. Και είναι το πλήθος μαζεμένο σε κόμβους, κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί προς την έξοδο της πόλης, είναι μαζεμένο το πλήθος, κρατεί διακριτικά του έθνους, κάποιοι κλαίνε για τούτη την εξέλιξη, τα γεγονότα τους εκλόνισαν μα είναι αργά να στηριχτεί η ελπίδα. Μερικές γυναίκες θρηνούν, χτυπούν τα χέρια τους στα σώματα, φορούν μαύρα ρούχα, τα πρόσωπά τους είναι τανυσμένα, τόσο χρόνια οι γυναίκες αυτές αγαπήθηκαν με τους κατακτητές. Οι γυναίκες είχαν κάποτε άντρες που είπαν σε όλα «ναι», τώρα τα ακίνητα βλέμματά τους σε έναν ορίζοντα από χώμα, τώρα νεκροί, δεχόμενοι σπονδές, άνθη, λάδια για τα καινούρια σκοτάδια. Κάποτε οι τελευταίοι κατακτητές θα αποχωρήσουν. Εμείς, σαν τότε, θα σκορπίσουμε προς τις εργασίες και τα σπίτια μας, θα ανοίξουμε τα μαγαζιά μας, το υφαντουργείο ξερνά κλωστή στο δρόμο, ακούγονται οι μηχανές των υπογείων, μια γυναίκα, γριά γυναίκα γράφει καθισμένη στο μέσον του οδοστρώματος και πλάι της περνούν εκείνοι οι νεκροί, τα κομμάτια από το σκισμένο ύφασμα που κράτησαν, σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα τις μυρουδιές από τα καφενεία και τον ιδρώτα από τις διαδηλώσεις, τις αμέτρητες πορείες, την πάλη. Τώρα που φύγαν εκείνοι, μπορείς να αποκαλύψεις στα παιδιά, αν είπες «ναι» από φόβο, αν στάθηκες τρομαγμένος, αν μετρούσες τη ζωή με τα συμφέροντα και τα πρέποντα. Τώρα που νικήθηκαν όσα πίστεψες, τώρα που ακούγονται πια καθαρά οι θόρυβοι από τις φυλακές, τα προσκλητήρια των απογευμάτων, τώρα που είσαι γέρικο κτίριο, φθαρμένο από τις υγρασίες, πες μου αν συλλογίστηκες να διεκδικήσεις μια στάση αρνητική, εμπρός σε εκείνη την εποχή. Μην απαντήσεις, καταλαβαίνω πως ήταν οι συνθήκες, τα γεγονότα, το ρεύμα της εποχής σε παρέσυρε. Μα μην λησμονήσεις την άγρια σπορά, θα δώσει κάποτε καρπό, μην λησμονήσεις τα κορίτσια που στέκουν λυπημένα για τα χαμένα τους μωρά. Καλύτερα που δεν είπες λοιπόν, το «όχι.» Εσύ ποτέ δεν θα κρατούσες το λόγο σου, εσύ τιμή δεν έχεις. Συγχώρεσέ με που σου μιλώ με τρόπο τέτοιο, μα εκείνο το «ναι» στοίχισε τη δικαιοσύνη και τον οίκτο των παιδιών μας.