Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ
Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 491 (1911)
Απάντηση σ’ ένα κατηγορητήριο
Εγώ ‘μαι ο δράκος το λοιπόν, κι ο αποδιωγμένος τράγος.
Μες στου αιώνα αυτό το χάος, που σφίγγεται η καρδιά σας,
το γούστο τσαλαπάτησα και τον παλιό το στίχο
κ’ είπα ο σιχαμερός εγώ: «Σκοτάδι ομπρός απλώσου.»
Κι απλώθηκε σκοτάδι.- Αυτή η κατηγορία σας είναι.
Ωδείο, τέχνη, δόγματα, γλώσσα και τραγωδία,
αυτή όλη η λάμψη σβήστηκε, κι ο υπεύτυνος εγώ ‘μαι,
κι ολάκαιρο εγώ τ’ άδειασα της νύχτας το πιθάρι.
Γι’ αυτών όλων το γκρέμισμα, Εγώ ‘μαι η στραβοτσάπα.
Εσείς έτσι τα βλέπετε. Καλά, δέχομαι, ας είναι,
εμένανε διαλέξατε στη φούρκα σας την τόση
«Ρακά» εσείς μου φωνάζετε κ’ εγώ σας λέω «σπολλάτη!»
Τώρα, που από τη μια εκκλησιά βγαίνει να μπει στην άλλη,
αυτό το βήμα του καιρού, που αθρωπισμό εδώ παίρνει,
τα μεγάλα ζητήματα της λευτεριάς, της τέχνης,
ελάτε ας τα κοιτάξουμε, λιγάκι έτσι μονάχα,
στου τηλεσκόπιου το γυαλί, απ’ τη μικρή την άκρη.
Τέλος είμαστε σύφωνοι, ναι, εγώ ‘μαι αυτός ο απαίσιος?
κι αν και στ’ αλήθεια εγώ θαρρώ, εγκλήματα άλλα ακόμα,
πως παραλείψατε πολλά, πού εγώ έχω καμωμένα,
τα σκοτεινά ζητήματα πως άγγιξα λιγάκι
κ’ εξέτασα όλα τα κακά, γύρεψα Θεραπείες
και της παλιάς της γαϊδουριάς, έβρισα τα σαμάρια
το παρελθόν ξετίναξα από πάνω ίσα με κάτου
του ρήμαξα τα θέμελα, το σκήμα του τ’ απ’ έξω,
σε τούτο περιορίζουμαι: Εγώ το γιγάντιο τέρας,
ο αφανιστής, ο ακόλαστος, τ’ αλφάβητου τ’ αρχαίου,
εγώ ο φριχτός δημαγωγός.— Ελάτε να τα πούμε:
Εάν άφησα πια το σχολειό, λατινικά και θέμα,
χλωμός, κατσούφης, σοβαρός, μ’ αδύνατο το σώμα
και με σκυφτό το μέτωπο, σαν προσπαθούσα κάτι
να καταλάβω, να σκεφτώ, στη φύση και στην τέχνη,
τότε άνοιξα τα μάτια μου? η γλώσσα ήτανε τότες
λαός κι αριστοκρατικοί, της βασιλείας εικόνα
και μοναρχία η ποίηση? τίτλους είχεν η λέξη,
κόντες και δούκας ήτανε, για πάλι τιποτένιος?
οι συλλαβές μακριά καθώς η Λόντρα απ’ το Παρίσι?
έτσι διαβαίνουνε μαζί χωρίς καν να μιλιούνται
πεζοί και καβαλάρηδες από το Νέο Γεφύρι?
η γλώσσα ήταν το κράτος πριν από τα ογδόντα εννέα?
οι πρόστυχες απ’ τις καλές τις λέξες χώρια χώρια?
ετούτες δα, οι ευγενικές, σκέση είχανε με Φαιδρές,
Ιοκάστες και Μερόπες, είχαν την κομψότη νόμο,
και μ’ άμαξα βασιλική πήγαιναν στις Βερσάλιες?
οι άλλες, ζητιάνοι ένας σωρός, τρελοί για την κρεμάλα,
είχαν τις κατοικίες τους στα πρόστυχα τα μέρη,
κάποιοι και μες στις φυλακές, τα ταπεινά αγαπούσαν?
ξεσκούφωτοι, ξεκάλτσωτοι, ντυμένοι με κουρέλια
στην αγορά, που για πεζά πλαστήκαν και για φάρσα?
όχλος του ύφους, ελεεινοί, μες σε βαθύ σκοτάδι?
άθλιοι φτωχοί, που μ’ ένα Κ, στο λεξοκάτεργό του,
ο Βωγελάς, ο αφέντης τους, τις είχε σημειωμένες?
εκφράζαν την κοινή ζωή, την καταφρονεμένη,
στιγματισμένοι, ταπεινοί, χωριάτες του Μολιέρου.
Λοξά τούς κοίταζεν αυτούς τους γύφτους ο Ρακίνας,
κι αν ο Κορνήλιος έβρισκε κανένα μες στο στίχο,
τον φύλαε δεν τον έδιωχνε, ω! αυτός ήταν μεγάλος?
και ο Βολταίρος φώναζε: «Ο Κορνήλιος χυδαΐζει!»
Ο κακομοίρης ο Κορνήλιος, δεν ξεστόμαε λέξη.
Τότε ήρθα εγώ και φώναξα με το σπαθί στο χέρι:
«Τι πάντα τούτες πάνε ομπρός, κ’ άλλες πάνε πίσω;»
Κι αέρα επαναστατικό, στα τάγματα των στίχων,
των δεκαπεντασύλλαβων, και στην Ακαδημία
εφύσηξα τη γέρικη, μεταφορές γιομάτη,
που έκρυβε στα φουστάνια της τόση σκολαστικότη.
Έβαλα σκούφο κόκκινο στο λεξικό τ’ αρχαίο.
Δεν έχει λέξες υπουργούς! και λέξες προλετάριους!
Κακιά φουρτούνα σήκωσα μέσα στο καλαμάρι,
και στο σκοτάδι το βαθύ, με το λαό το μαύρο
των λέξεων ανακάτεψα το κάτασπρο μελίσσι
των ιδεών, και φώναξα: «Λέξη καμιά δεν έχει,
πού απάνω της να μη μπορεί η ιδέα να καθίσει,
δροσάτη, αγνή.» Λύγος φριχτός. — Η σύλληψη, η λιτότη,
η ύπαλλαγή τρεμούλιασαν στου ‘Αριστοτέλη τα όρια
πάτησα και διαλάλησα ελεύτερες τις λέξες
ίσες κ’ ενήλικες. Αυτές οι τίγρες τότες όλες,
αφανιστές, καταχτητές, ούννοι, σκύθες και δάκες,
μπροστά, στην τόση τόλμη μου, φανήκαν παιχνιδάκια.
Όξω απ’ τον κύκλο πήδηξα κ’ έσπασα το διαβήτη?
και το γουρούνι το ‘κραξα γουρούνι και γιατί όχι;
Ο Τάκιτος ονόμασε τον ελεεινό Βιτέλλιο,
κι ο Γουϊσαρδίνος το Βοργία. Σκληρός, ξάστερος, άγριος,
απ’ το σκυλί που σάστισεν έβγαλα το κολάρο
των επιθέτων στη σκιά του φράχτη, στα χορτάρια
με τη δαμάλα αδέρφωσα την πρόστυχη αγελάδα,
που η μια τους ήταν Μαριγώ και η άλλη Βερενίκη.
Τότε η ωδή αγκαλιάζοντας το Ραμπελέ μεθάει?
το «?a ira» χορεύανε πα στην κορφή του Πίνδου?
οι εννέα οι Μούσες, με γυμνά τα στήθια τραγουδούσαν
τραγούδι επαναστατικό και το συρτό τραβούσαν?
η έμφαση ανατρίχιασε μες στα μεταξωτά της?
η βοσκοπούλα μας Μυρτώ πήρε ένα γαϊδουριάρη.
Ακούσανε ένα βασιλιά να λέει: «Τι ώρα είναι;»
Κατάσπασα το φίλντισι, τ’ αλάβαστρο, το χιόνι,
απ’ το μαυράδι του ματιού τράβηξα το γαγάτη,
και τόλμησα να πω στο μπράτσο: «είσαι άσπρο, τίποτα άλλο.»
Το πτώμα ακόμα που άχνιζε το βίασα τον στίχου,
κ’ έβαλα εκεί χους αριθμούς? τρομάρα! ο Μιθριδάτης
θα να μπορούσε να μας πει την Κύζικο στα πόσα
πολιόρκησε. Γινήκανε οι Λαΐδες πόρνες! φρίκη!
Και πολλές λέξες που ο Ρεστώ χτένιζε κάθε μέρα
πούχανε τον αγέρα του μεγάλου Λουδοβίκου,
περούκα ακόμα φόραγαν? της χτενισιάς ετούτης,
της φώναξε η επανάσταση, ψηλά, από το θρονί της:
«Άλλαξε πια κ’ είναι καιρός. Με την ψυχή γιομίσου
των λέξεων που κράταγες στη φυλακή ως τα τώρα.»
Με λιονταριού ένα μούγκρισμα τότε η περούκα χαίτη
εγίνηκεν. Ελευτεριά! κ’ έτσι στο χαλασμό μας,
από σκυλάκια κάμαμε πελώρια λεοντάρια,
και κάτου απ’ την ανεμοζάλη την κοσμοχαλάστρα
που τη σηκώσαμεν εμείς σκεπάστηκαν με φλόγες
λέξες πολλώ λογιώνε. Στο Λομών κόλλησα απάνω
τέτοιες προκήρυξες: «Καιρός πια να τελειώνουμε είναι
Μπουχούρηδες, Μπροσέτηδες, Μπατέδες, στο καλάθι!
Αυτοί χερόπεδα έβαλαν στο λογισμό του αθρώπου.
Στ’ άρματα στίχοι και πεζά! ομπρός παραταχτείτε!
Για ιδείτε που βρισκόμαστε: σίδερα έχει στα πόδια
η ωδή και φίμωτρο η στροφή, στη φυλακή είν’ το δράμα.
Οι Καμπιστρόνοι βράζουνε στον τάφο του Ρακίνα!»
Τρίζει τα δόντια ο Μπουαλώ: «Σιωπή πια !» του φωνάζω.
Κ’ έκραξα μες στον άνεμο και μες στο αστροπελέκι:
«Πόλεμο στη ρητορική, στη σύνταξην ειρήνη!»
Ξέσπασε τότε ολάκαιρο το εννενήντα τρία.
Στ’ αξόνι τους τρεμούλιασαν το πάθος, το ήθος, το άθος.
Οι Ματασσίνοι, αφήνοντας τον Πουρσωνιάκ, τον Κάθο
και πιάνοντας το Ντουμαρσέ, στους πρόστυχους χορούς τους,
τις σύριγγες, απ’ τα νερά του Περμισσού, γιομίσαν.
Σπώντας το νόμο, η συλλαβή, τα ρήματα, οι παρίες,
τα ουσιαστικά τα πρόστυχα τρέξανε. Τότες όλοι
έφριξαν ως τα κόκκαλα. Τους είδαν να ξεθάφτουν
της Αθαλίας τ’ όνειρο. Στον άνεμο τη στάχτη
πετάξανε της δήγησης του Θηραμένη? τ’ άστρο,
η Ακαδημία, σκοτίστηκε. Ναι, ξεπαστρεύτηκε όλο
τ’ αρχαίο το σύστημα, κ’ εγώ που να ρουφώ μ’ αρέσει
των φράσεων το αίμα, χτύπησα τα χέρια μου, σαν είδα
την αφρισμένη τη στροφή να σαίρνει απ’ τον κολάρο
την Τέχνη την Ποιητική με μουγκρητό στο δρόμο,
μιλώντας για τα πράματα μ’ ένα ύφος χωρίς νόμους,
και μέσα στον ορμητικό, σαν κοίταξα, τον όχλο
λέξες που τις αφόρισε η κομψότη να κρεμνάνε
το γράμμα, αυτόν τον άρχοντα, στο πνέμα το φανάρι.
Ναι εγώ ‘μαι ο Νταντών αυτός! εγώ ‘μαι ο Ρομπεσπιέρος!
Πάνω στη λέξη την κυρά τη λυγεροσπαθούσα,
σήκωσα σ’ επανάσταση τα πρόστυχα τα λόγια?
εγώ έσφαξα το Ρισελέ πα στου Ντανζώ τον τάφο.
Ναι, αλήθεια, αυτά είναι μερικά απ’ τα κακουργήματά μου.
Κυρίεψα και γκρέμισα της ρίμας τη Μπαστίλλη.
Και τι μονάχα τούτο; τα δεσμά τα σιδερένια
που δένανε του λαού τη λέξη τάκαμα κομμάτια?
τις λεγεώνες τις χλωμές ξανάφερα απ’ τον άδη
των κολασμένων λέξεων και κάτου από τον ήλιο
τσάκισα την περίφραση? τ’ αλφάβητο, τον πύργο
το σκοτεινό, ανακάτεψα, που απ’ τη Βαβέλ βαστούσε,
και το ίσωσα? τι τόξερα: το φουρκισμένο χέρι
τη λέξη λευτερώνοντας, τη σκέψη λευτερώνει.
Όλες έχουν ένα σκοπό οι προσπάθειες του αθρώπου,
σ’ ένα σημάδι ρίχνουνε, κι όλες είναι ένα βέλος.
Λοιπόν είμαστε σύφωνοι, και να, σας λέγω τίμια
πολλά μου εγκλήματα και κάτου βάζω το κεφάλι.
Πρέπει για νάστε γέροι εσείς και βέβαια και μπαμπάδες,
και να! για δέκατη φορά, το σφάλμα μου σας λέω.
Ναι, αλήθεια, αν ο Μπωξέ είναι θεός, είμαι άθεος εγώ τότες.
Συγυρισμένη, σεβαστή, σε τάξη ήταν η γλώσσα
με τα χρυσά της σήματα, στολίδια είχε στους τοίχους,
ήταν Τριστάνος και Μπουαλώ? στη μέση είχε ένα θρόνο
κ’ έδρες σαράντα γύρω? εγώ την έκαμα άνω κάτω,
έσπασα απ’ όλα κάτι τις στο ξακουστό σαλόνι?
ή κύρια η λέξη η χωριανή, λοχίας ήταν μονάχα,
την έκαμα συνταγματάρχη εγώ? και γιακωβίνο
έκαμα την αντωνυμία, τη μετοχή τη σκλάβα,
με τ’ άσπρα τα μαλλιά θεριό, το ρήμα αναρχική ύδρα.
Ομολογεί ο υπόδικος. Ομπρός πυροβολείστε!
Είπα στον ρώθωνα: «Μα εσύ! μια μύτη είσαι μονάχα!»
Και στον μακρόν χρυσούν καρπόν: «Είσαι ένα απίδι!» τούπα
Είπα στον μέγαν Βωγελά: «Μια μάσκα είσαι μονάχα!»
Γενείτε μια δημοκρατία! γενείτε είπα στις λέξες,
η μυρμηγκιά η απέραντη, κ’ εργάζεστε, αγαπάτε,
ζείτε? κι όλα τα κλόνισα, τον ευγενή το στίχο
δύστροπα πέταξα στα μαύρα τα σκυλιά της πρόζας.
Κι άλλοι το κάμαν πιο καλά αυτό πού εγώ έχω κάμει,
η Ευτέρπη πούχε ύφος ψυχρό, η Πολυμνία, η Καλλιόπη
δεν έχουν πια την ψεύτικη τη σοβαρότη εκείνη.
Και του ημιστίχιου κάμαμε τη ζυγαριά να παίζει.
Λοιπόν καταραστείτε μας. Στο μέτωπο του ο στίχος
στεφάνι δωδεκάφτερο φορούσε άλλοτες πάντα,
και χοροπήδαε αδιάκοπα πα στη διπλή ρακέτα
που τηνέ λένε προσωδία, τη λένε κι ετικέτα,
σπάει τούς κανόνες τιάρα πια, γελάει το ψαλίδι,
κι απ’ το κλουβί της, την τομή, σαν το πουλί πετάει
και φεύγει μες στη λαγκαδιά, ανεβαίνει στα ουράνια,
σα θείος, ουράνιος σκορδαλιός, ελεύτερος στη φύση.
Και τώρα όλες οι λέξες πια μέσα στο φως πλανιούνται.
Οι συγραφιάδες λεύτερη την κάμανε τη γλώσσα
και χάρη στους ληστές αυτούς, σ’ αυτούς τούς τρομοκράτες,
η αλήθεια των σκολαστικών δασκάλων το μελίσσι
διώχνοντας τώρα, η φαντασία, που με φωνές χιλιάδες
πάταγο κάνει, τζάμια σπάει μες στων αστών το πνέμα,
η ποίηση η τριπρόσωπη, που τραγουδάει γελάει
αναστενάξει, περγελάει, πιστεύει, που ο Σαιξπήρος
κι ο Πλαύτος τηνέ σπέρνανε στον όχλο, στους πληβείους?
όπου τη φρόνηση του Ιώβ σκορπίζει στα έθνη απάνω
κι ανάμεσα στην τρέλα του τη λογική του Οράτιου?
που τη μεθάει τ’ άπειρο το φρένιασμα του αιθέρα,
τρελή ιερή, μ’ αστραφτερές ματιές, όπου ανεβαίνει
τα σκαλοπάτια του καιρού, που παν στην αιωνιότη,
η Μούσα ξαναφαίνεται, μας ξανασυνεπαίρνει,
τη φτώχεια την αθρώπινη ξαναρχινάει να κλαίει,
απ’ το ζενίθ ως το ναδίρ πάει κ’ έρχεται χτυπάει
παρηγοράει, στραφτοκοπάει, το πέταμα της λάμπει
σίφουνας, σπιθοστρόβιλος λύρα στα μέτωπα όλων,
λάμπουν τα μύρια μάτια της στις μύριες της φτερούγες.
Το κίνημα, έτσι κάνοντας, το έργο του τελειώνει.
Σήμερα η επανάσταση χάρη σε σένα, πάλλει
ζει, ώ άγια πρόοδο, στη φωνή στον αέρα στο βιβλίο.
Στη λέξη, τη σπαρταριστή, τη νοιώθει ο αναγνώστης?
φωνάζει, τραγουδάει, γελάει, διδάσκει, διασκεδάζει.
Ως λύθηκε το πνέμα της τής λύθηκε κ’ η γλώσσα.
Στο μυθιστόρημα κρυφά μιλάει στις γυναίκες.
Δυο φλόγες τώρα λάμπουνε μέσα στα δυο της μάτια,
γι’ αυτόν που σκέφτεται είν’ η μια για τον πολίτη η άλλη.
Την αδερφή της λευτεριά την παίρνει από το χέρι
κι απ’ των αθρώπων όλωνε τηνέ περνάει τούς πόρους.
Οι πρόληψες σαν κοραλλιών πετρώματα, που γίναν
απ’ το θαμπό συσσώρεμα, απ’ τω χρόνωνε τις πλάνες,
διαλύνουνται στο χτύπημα των λέξεων, πού πλέουνε,
γιομάτες από την ψυχή, κι από τη θέληση της.
Αυτή ‘ναι η πρόζα, αυτή ‘ναι ο στίχος, τούτη και το δράμα?
αυτή ‘ναι η έκφραση, ναι αυτή, και το αίστημα αυτό πάλι
ένα άστρο απά στον ουρανό, φανάρι μες στο δρόμο.
Στα πιο βαθιά τα βάραθρα της γλώσσας μέσα μπαίνει?
με μια τρομπέτα τρομερή φυσάει στην τέχνη απάνω.
Και, θεού ‘ναι τούτο θέλημα, αφού γιόμισε τον κόσμο
αυτή απ’ τις περηφάνιες της και τις παλιές ρυτίδες
αφού έσβησε απ’ τα μέτωπα, τον ξεπεσμένο όχλο
αφού τον ξανασήκωσε, τον έβαλε όπου πρέπει
κι αφού έγινε δικαίωμα, γίνεται τώρα Ιδέα!
Σχόλιο του Νουμά: Η κ. Ε. Ελευθεριάδη, από τη Σμύρνη, μας έστειλε, στην ώρα της, μπορεί να πει κανείς, τούτη τη μετάφραση, που ‘ρχεται σαν απάντηση στο Μιστριώτη (*) και στα διάφορα μιστριωτόπουλα.
(*) Γεώργιος Μιστριώτης (1840 – 1916): φιλόλογος και φανατικός υπέρμαχος της καθαρεύουσας.
Πρωτοστάτησε στα ευαγγελικά και στα ορεστιακά.