ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ (Γιαννόπουλος, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης και άλλοι)

Εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Διαβάστε το αφιέρωμα του 24grammata.com στον Κ. Καρυωτάκη κλικ εδώ

Γιαννόπουλος, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης και πολλοί άλλοι ήταν μεγάλοι Λογοτέχνες, ιδιοφυΐες, μοναδικοί. Είχαν όλα αυτά που εμείς, οι αμύητοι, τους ονομάζουμε “παράξενους ανθρώπους”. Όλοι αυτοί οι μοναδικοί άνθρωποι είχαν ένα κοινό Τέλος. Δεν άντεξαν τούτη τη ζωή, όρισαν μόνοι  τους το τέλος Τους και κατέβηκαν πιο κάτω στα δύσκολα, στα σιωπηλά …(παραφράζοντας τον Μ. Δημελλά).

Αυτούς τους “τρελούς” αναζητά ο Απόστολος Θηβαίος σε ένα μικρό οδοιπορικό του στους σημαντικούς αυτόχειρες Λογοτέχνες. Ας τον παρακολουθήσουμε… (παρακάτω ακολουθεί η αναφορά στον Περικλή  Γιαννόπουλο. Την επόμενη εβδομάδα: Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης) – φωτο: Μ.Δημελλάς

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Η ελληνική, ποιητική σκηνή κατέχει μια αξιοσημείωτη «πρωτιά.» Πρόκειται για εκείνη που προβλέπει μια σημαντική αναλογία ποιητών, οι οποίοι επέλεξαν την αυτοχειρία, ως στάση ζωής και επιλογή θανάτου. Η διαπίστωση αυτή, αφορά ποιητές, οι οποίοι περισσότερο μας αφορούν σήμερα εξαιτίας ενός σημαντικού και διαχρονικού έργου και λιγότερο για την περίπτωση της αυτοχειρίας. Οι αναφορές σε αυτήν ακριβώς την επιλογή, έρχονται πολλές φορές να συμπληρώσουν τα σχόλια πάνω στο έργο και το θεωρητικό υπόβαθρο των εν λόγω δημιουργών. Η ευαισθησία των ανθρώπων αυτών, υπέρμετρη κάποιες φορές, ή ακόμα και λανθάνουσα, οι επισημάνσεις της κοινωνικής φαινομενολογίας και η εξειδίκευσή της σε αποφασιστικής σημασίας γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, επιλογές όπως η ναρκοληψία συνιστούν παράγοντες που επηρέασαν τους  αυτόχειρες ποιητές προς την κατεύθυνση της αυτοκτονίας.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Περικλής Γιαννόπουλος θα μας απασχολήσουν σε τούτο το σύντομο αφιέρωμα των «24 Γραμμάτων», σε μια προσπάθεια να ιδωθεί από διαφορετικές σκοπιές το έργο και το ψυχολογικό υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών. Πέρα από τη γνωστή περίπτωση του Καρυωτάκη, με την οποία ασχολήθηκε εκτενώς η εγχώρια βιβλιοπαραγωγή και ο τύπος, οι άλλες δύο περιπτώσεις, εκείνες του Γιαννόπουλου και του Λαπαθιώτη μας απασχολούν σε τούτη την αναφορά, όχι λόγω των παραγόντων, οι οποίοι οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, αλλά κυρίως εξαιτίας του πληθωρικού, ποιοτικά έργου τους. Τόσο για τον Λαπαθιώτη, ο οποίος συνιστά εισηγητή και κύριο εκφραστή του αισθητισμού στη χώρα μας, όσο και τον Περικλή Γιαννόπουλο και την προσφορά του στην οριοθέτηση μιας ελληνικής, πνευματικής ταυτότητας τα σχόλια των «24 Γραμμάτων» δεν συνιστούν παρά μια επιδερμική θεώρηση της προσφοράς τους.
Με γνώμονα την αξιωματική φράση του Γ. Χειμωνά, πως «ο θάνατος συλλεί την ομορφιά της ζωής», τα «24 Γράμματα» τιμούν τους δημιουργούς και δεσμεύονται για μια εκτενέστερη αναφορά στο έργο και την πνευματική προσφορά τους. Τραγική σύμπτωση για τους τρεις αυτόχειρες η επιλογή του περιστρόφου, ως συμβόλου μιας εποχής μηχανικής, την ακμή και την απόγνωση της οποίας, εμείς οι επίκαιροι βιώνουμε τόσο ισχυρά.

«ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΥΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ»
Η επικαιρότητα, διά της αναδείξεως νέων, άγνωρων καταστάσεων, επιβάλλει μια διαφορετική θεώρηση για τα πράγματα, μια, κατά γενική ομολογία, ανάγκη επαναπροσδιορισμού όλων εκείνων των παραγόντων οι οποίοι διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Και υιοθετώντας τον όρο αυτό, συγκεντρώνει κανείς μες στην ευρύτητά του θέματα τάξεως ηθικής, πολιτικής, άλλα που άπτονται της συλλογικότητας ή περιορίζονται στα σύνορα της ατομικότητας. Η επαναδιατύπωση όλων τούτων των ζητημάτων, δεν μπορεί παρά να καταθέτεται με έναν αυτόκλητο τρόπο, πασχίζοντας να εντοπίσει τα στοιχειώδη σημεία μες στα οποία υφίσταται η έννοια της προοπτικής. Λέγοντας «αυτόκλητο» δεν εννοούμε φυσικά μια αυθαίρετη εκφορά, μα την προσπάθεια ανάδειξης ενός υποθετικού συμπεράσματος, το οποίο θα ενισχύσει ή θα κλονίσει ακόμη περιοσσότερο, ακόμα βαθύτερα την ιστορική αλήθεια. Η νέα εποχή με τις εξαιρετικές ευκαιρίες, αλλά και την πρόθεση μιας σαφούς τοποθέτησης απέναντι στο σύγχρονο και τις εκφάνσεις του προϋποθέτει τη συγκριτική μέθοδο, μέσω της οποίας είναι δυνατόν να βρεθεί κανείς κοντύτερα στις αφετηρίες των γεγονότων ή των προσωπικοτήτων.
Η εθνικιστική έξαρση των τελευταίων χρόνων, όπως εξαργυρώθηκε με την ανάδειξη ακροδεξιών δυνάμεων σε κοινοβουλευτικούς συντελεστές της δημοκρατική σταθερότητας, συνιστά την αφορμή για τούτο το σχόλιο. Η λανθάνουσα θεώρηση της εθνικοφροσύνης, η υιοθέτηση, αυθαίρετη πάτνα, των θεωριών της ως βασικά αξιώματα μιας ανοδικής πορείας του έθνους αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά ετούτης της διαπίστωσης. Οι συνέπειες σαφώς και δεν θα εξεταστούν σε τούτο το κείμενο, καθώς η εμβάθυνση και η ανάλυσή τους απαιτεί μια ολοκληρωμένη, πολιτική σκέψη, ικανή να λειτουργεί αποδεικτικά, αντλώντας από την ιστορική καταχώρηση. Η στόχευση ετούτου του σχολίου, λοιπόν δεν είναι άλλη από την επιβεβαίωση της ποικίλης ποιότητας και τους διαφορετικού, εναλλακτικού περιεχομένου, το οποίο μπορεί να εκφράσει μια τόσο δεσμευτική, κοινωνικοπολιτική προσέγγιση, όπως αυτή του εθνικοσοσιαλισμού. Τούτο καθίσταται αντιληπτό μέσα από την ερμηνευτική δυνατότητα την οποία ενδύθηκε ο όρος «εθνικός» κατά τη διάρκεια των ιστορικών περιόδων.
Η εγχώρια, καλλιτεχνική παραγωγή του περασμένου αιώνα, κυρίως των αρχών του δείχνει να εκτιμά με σφοδρότητα το εθνικό, πολιτιστικό κεφάλαιο, στηρίζοντας σε εκείνο  ένα μεγάλο, αν όχι όλο, μέρος της προσπάθειας για το συγχρωτισμό των κατακερματισμένων αντιλήψεων. Ίσως με τούτο τον τρόπο να μπορεί να ερμηνευτεί με επάρκεια η θέληση του Περικλή Γιαννόπουλου, να οριοθετήσει την καλλιτεχνική παραγωγή με όρους ελληνικούς, στηρίζοντας την αντίληψή της στην ένταση του φωτός, σε χαρακτηριστικά της εντοπιότητας. Παρά την αδιαμφισβήτητηα εισροή δυτικών στοιχείων στον εξαιρετικά αφομοιωτικό, ελληνικό τρόπο σκέψης, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονούμε πως επετεύχθη τελικά ο καθορισμός ενός «εθνικού» όρου, βασισμένου ολότελα στην ανατολική προέλευση του ελληνισμού, καθώς και σε εκείνη που ήθελε την ελληνική φύση πομπό της διεκδικούμενης σοφίας. Η περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου, με άλλα λόγια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη, αποφασιστική οριοθέτηση του ελληνικού χώρου, της οξύτητας και του παρελθόντος του, της προοπτικής, την οποία η ειλικρινής τέχνη μπορεί να προσφέρει μεταφράζοντας την ίδια την οδύνη της σε λόγο ή δημιουργία γενικότερα.
Ο Γιαννόπουλος στρέφει το βλέμμα προς τη φύση και εντοπίζει σε εκείνη τα στοιχεία εκείνα, τα οποία μπορούν να ενσωματωθούν στην ελληνική τέχνη, αποδεικνύοντας έναν ολότελα, ιδανικό και ίδιο χαρακτήρα της. Ο Γιαννόπουλος αποτέλεσε, με άλλα λόγια τον πρώτο εισηγητή στην ελληνική, ακαδημαϊκή κοινότητα της ρεαλιστικής απεικόνισης μιας ελληνικής οπτικής με σαφή «συνείδηση.»
Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας, ο νεαρός Γιαννόπουλος έλαβε ικανοποιητική μόρφωση, ενώ ήδη από νεαρή ηλικία εξέφρασε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες δημοσιεύοντας «πεζά» ποιήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Οι εφημερίδες «Ακρόπολις», «Εστία», καθώς και τα περιοδικά κριτικής «Άστυ», «Νουμάς» και άλλα φιλοξενούν την αρθρογραφία και τα ποιητικά πονήματα του Γιαννόπουλου. Η προσήλωσή του στο ελληνικό πνεύμα, η ανάγκη συγκρότησης ελληνικών, αυτόνομων ιδεών γύρω από την τέχνη, η απόδοση της ελληνικής «κακοδαιμονίας» στην άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων συνθέτουν τις λεγόμενες «περικλογιαννοπούλειες» ιδέες. Ο «φραγκοραγιατισμός» συνιστά τη μεγαλύτερη βάσανό για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στην προσπάθεια για τον προσδιορισμό μιας ομοιόμορφης, εθνικής συνείδησης. Με το έργο του «Έκκληση προς το πανελλήνιον Κοινό» το 1906 καθίσταται ευρύτατα γνωστός, ενώ απολαμβάνει τα εγκωμιαστικά σχόλια ανθρώπων του πνεύματος, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Παύλος Νιρβάνας. Σαφώς επηρεασμένος από τον Περικλή Γιαννόπουλο ο Άγγελος Σικελιανός θα υμνήσει τον Αχαιό δημιουργό με τις πρωτοποριακές ιδέες και τον πύρινο λόγο, ενώ ολόκληρο το μετέπειτα έργο του, με την ελληνοκεντρική θεώρηση θα δεχτεί και θα συνθέσει τις καινοτόμες απόψεις του Γιαννόπουλου.
Το ελληνικό κοινό διχάζεται. Ορισμένοι θα θεωρήσουν τον Περικλή Γιαννόπουλο τρελό και παράφρων. Εντούτοις όμως, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού θα εκτιμήσει το έργο του και θα διακρίνει σε αυτό ένα υγιή εθνικισμό, με καλλιτεχνική ευαισθησία, δίχως κορώνες πολιτικές και αδέξιες. Ο ίδιος ο Γιαννόπουλος, όντας υπέρμετρα ευαίσθητος και θεωρώντας πως έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του προσφοράς θα δώσει τέλος στη ζωή του με έναν τρόπο θεατρικό και εντυπωσιακό, ενδεικτικό της θεώρησής του απέναντι στην πραγματικότητα. Ο ατελέσφορος έρωτάς του με τη «χειραφετημένη» δεσπονίδα  Σοφία Λασκαρίδου, ο «ερασιθάνατος» ψυχισμός του, όπως χαρακτήρισε τη στάση του ο επίσης ελληνιστής και αυτόχειρας, Ιωάννης Συκουτρής θα συνδράμουν στην απόφασή του για ένα οριστικό τέλος. Στις 8 Απριλίου του 1910 ο Περικλής Γιαννόπουλος θα εισέλθει δαφνοστεφανωμένος, καβάλα στο άσπρο του άλογο στον κόλπο του Σκαραμαγκά και με ένα περίστροφο θα ολοκληρώσει την υπερβατική, εγκόσμια παρουσία του. Η σωρός του θα περισυλλεγεί δέκα ημέρες μετά. Πριν την ταφή του, σημειώνεται στον τύπο της εποχής, δύο κυρίες, ως νύμφες της αττικής γης, θα περιποιηθούν το σώμα του. Εικάζεται πως μία εξ αυτών ήταν η ίδια η Σοφία Λασκαρίδου. Ο τύπος της εποχής θα συγκλονιστεί από το γεγονός. Διαρκείς πρωτοσέλιδα, με λεπτομέρειες για τη ζωή, το έργο και το θάνατό του θα δημοσιευτούν στις μεγαλύτερες εφημερίδες της εποχής, ενώ προσωπικότητες υψηλού κύρους, όπως ο Κωστής Παλαμάς θα γράψουν για τον ίδιο εγκωμιαστικά σχόλια, επιβεβαιώνοντας μία κορυφαία, ρηξικέλευθη, εικαστική προσφορά.
Στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου υφίσταται μία άρρηκτη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Η ελληνική φύση συνιστά τον παράγοντα εκείνο, ο οποίος υποδεικνύει τα όρια και τα ειδικά χαρακτηριστικά της τέχνης. Η ελληνική γραμμή, το ελληνικό χρώμα, στοιχεία που επαληθεύτηκαν χρόνια μετά από τους υπερρεαλιστές ποιητές, όπως ο Ελύτης, αλλά και από δεξιοτέχνες του χρωστήρα, όπως ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας αποτελούν τις επισημάνσεις του Γιαννόπουλου. «Σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο […] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων […] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς», γράφει ο ίδιος εκπληρώνοντας την ανάγκη ονοματοδοσίας εκείνου το οποίο καλείται «ελληνικό.»
Διαύγεια, διαφάνεια, καμπυλότητα, πλαστικότητα. Λεπτομερείς αποχρώσεις του κυανού και του χρυσού, πολλαπλές εκφάνσεις της πρόσμιξης τούτων των χρωμάτων. Με τούτα τα στοιχεία ο Γιαννόπουλος προικίζει την ελληνική τέχνη, δείχνοντας το δρόμο για τη μελλοντική δημιουργία. Θα φανεί δε κανείς στείρα περιφρονητικός αν δεν επιβεβαιώσει πως τούτος ο αισθητικός κανόνας του Γιαννόπουλου δεν ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα, όπως απλώνεται σε μία απαράμιλλη ευρύτητα, ακόμα και στη σημερινή εποχή του ασφυκτικού, αστικού τοπίου.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος αποδεικνύει με το έργο του πως είναι δυνατόν η εθνικοφροσύνη να αποτελέσει μία λαμπρή αφετηρία για ζητήματα ταυτότητας και συνείδησης. Αναζητώντας το «κοινό» στοιχείο, το συνδετικό κρίκο στην αίσθηση του τόπου και των ανθρώπων του ο Γιαννόπουλος υιοθετεί μία υγιή, εθνικιστική θεώρηση.
Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, στείρων ιδεαλισμών, αναχρονιστικών και αδέξιων, η περίπτωση του Γιαννόπουλου αποτελεί απόδειξη μια ιδεολογική ευρυχωρίας, καθώς και μιας εξειδίκευσης, η οποία νομιμοποιεί το πάθος για την εντοπιότητα. Ας συλλογιστούν λοιπόν όσοι καλούν σε «εγερτήριο» πώς θα μπορούσαν να αναδείξουν τα χαρακτηριστικά ενός τόπου, αντί να αναπαράγουν πομπώδεις και φρικιαστικές θέσεις, οι οποίες δεν προσβάλλουν παρά τους ίδιους και πλήττουν θανάσιμα θεσμούς και κατακτήσεις. Αντί να στρέφεται κανείς στους ετέρους, ας εμβαθύνει στο περίγραμμα και την ουσία του «ελληνικού.»
Στο αφιέρωμα του περιοδικού  «Οδός Πανός» για τον πεζογράφο Κώστα Ταχτσή, ο ποητής Γιώργος Χρονάς γράφει στο κείμενο «Άσπρα Λουλούδια για τον Κώστα Ταχτσή»: «…Αργότερα έφτανε ο Τένεση Ουίλιαμ, ο Τρούμαν Καπότε, η Μαίριλυν Μονρόε, ο Περικλής Γιαννόπουλος,…Αρκετά να κλείσουν οι πόρτες!» Ο Περικλής Γιαννόπουλος ανήκει σαφώς στους επιδείξαντες μία λανθάνουσα, κοινωνική συμπεριφορά. Η προσφορά του όμως κρίνεται λαμπρή, διεκδικώντας επάξια την είσοδό του ανάμεσα σε εκείνους που πρεσβεύουν την ομορφιά και το όνειρο.