24grammata.com/ Ελλάδα 1940 – 1950
κλικ εδώ για να διαβάσετε το υπόλοιπο αφιέρωμα για την 28η Οκτωβρίου 1940 (102 άρθρα)
Λίγα λόγια για την Αυτοθυσία των Δωδεκανησίων εθελοντών στον Ιταλοελληνικό πόλεμο. Μοναδικό παράδειγμα ηρωισμού στην παγκόσμια ιστορία. Άφησαν την οικογένεια τους στην Ιταλική επικράτεια (ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα) και έδωσαν το παρόν στα βουνά της Πίνδου για να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Αν έχαναν, θα έχαναν ζωή και οικογένεια. Αν νικούσαν, θα έχαναν την οικογένεια τους….Και όμως βρέθηκαν αυθόρμητα εκεί, που η καρδιά και η Λεβεντιά τους κάλεσε…
Όχι, ο φόβος δεν κάνει ταίρι με τη Λευτεριά.
- “…..Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Ιταλό αξιωματικό, που έδειξε έναν τοίχο στο μικρό χωριό μου, τις γνωστές Μενετές Καρπάθου, έπειτα φώναξε στους φτωχούς χωρικούς, λέγοντας τους πως η Ελλάδα δεν είναι παρά ένα αυγό, τους έθεσε, λοιπόν, το ερώτημα: τι θα σπάσει από τα δύο, το αυγό ή ο τοίχος; Εκείνοι φώναξαν: ο τοίχος, ο τοίχος… Αυτό είναι που, όταν το λησμονούμε, χάνουμε την πραγματική μας ταυτότητα”.
Άνοιξη του 1941, οι Γερμανοί έμπαιναν σε μια χώρα που ο τακτικός στρατός δεν μπορούσε να προβάλλει σημαντικές αντιστάσεις.
Με το χιόνι να αγκαλιάζει και να ζεσταίνει τα πόδια, τόσο διαλυμένα ήταν, κατέβαιναν από τις τελευταίες μάχες τσακισμένοι. Από την Μακεδονία μέχρι την γέφυρα της Καλαμπάκας, σαν στρατός, μετά ο καθένας και πάνω του, εάν τους έπιαναν θα δικάζονταν για εσχάτη προδοσία. Πολέμησαν την χώρα που έγραφε το διαβατήριο τους. Ιταλοί, έφτυναν που δάγκωναν τα πόδια του άξονα.
Μια σπάνια σε ανδρεία, ελληνική ομάδα ξεχωρίζει.
Το σύνταγμα Δωδεκανησίων που στις μέρες μας ελάχιστοι πια, έχουν απομείνει από αυτούς τους περίεργους αγωνιστές, από την πρώτη στιγμή του πολέμου σκέφτηκαν πρώτα με την καρδιά και έπειτα, πολύ αργότερα, είδαν τα γεγονότα ξερά, με τα μάτια της λογικής.
Η ιστορία ακόμη νωπή από εκείνα τα χρόνια, δεν έχει αποκαλύψει το μεγαλείο τις ανθρώπινης φύσης, την ιδιαιτερότητα και την αυτοθυσία που μπορεί να αναπτύξει μια ψυχή. Μια γνήσια ελληνική ψυχή.
Οι συμπατριώτες μου Δωδεκανήσιοι δεν ήταν υπήκοοι Έλληνες, για κοντά τετρακόσια χρόνια ήταν κάτω από την Οθωμανική αυτοκρατορία, που φρόντιζε να μην παρεμβαίνει σε θέματα γλώσσα και θρησκείας, μοναχά να αρπάζει φόρους, από το 1912, Ιταλοί τα καταλαμβάνουν σαν απελευθερωτές, είναι το κίνημα των Νεότουρκων που άλλαζε τα δεδομένα, είναι απορίας άξιο το τεράστιο, άσβεστο πάθος για Ελλάδα, για ενσωμάτωση με μια χώρα που την γνώριζαν μονάχα στις διηγήσεις των παππούδων τους.
Περίπου δύο χιλιάδες από αυτούς κατατάχθηκαν στον στρατό που με την διαταγή 10234 στις 13 Νοέμβρη 1940, έκανε δεκτό το αίτημα τους, ζητούσαν επίμονα να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Μα ποιος αλήθεια θυμάται τον Βεργή, τον Κακομανώλη, τον Δημητριάδη τον Διανά ή τον Κλαδάκη, παληκαράκια που διαδήλωναν σχεδόν κάθε μέρα, διαφορετικά από το σημερινό, αυτοί δεν έπαιζαν, κατέβαιναν διεκδικώντας λευτεριά, μακριά από μικρούς φόβους, διέθεταν ό,τι πιο σημαντικό είχαν, την ζωή τους.
Έφευγαν βίαια από τον τόπο τους, οι περισσότεροι από αυτούς μπαρκαρισμένοι παράνομα ή διωγμένοι με κοκκινισμένο το πασσαπόρτο τους, εκείνοι που δεν εξιταλίζονταν ακολουθούσαν τον δρόμο της εξορίας.
Όσοι τελικά κατάφερναν να την κοπανήσουν, να γλυτώσουν από την ξένη διοίκηση και κυριαρχία, έφθαναν πληγωμένοι, τσακισμένοι, σε μια Αθήνα που μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα μετρούσαν για λαθρομετανάστες, ξένοι, που με ξεχωριστό διάταγμα, ο Βενιζέλος, τους επέτρεψε να εργαστούν.
Ακριβό το τίμημα για τον τόπο που ακόμα ανέπνεε με δυσκολία,
στην αυγή του Ελληνοιταλικού πολέμου τα Δωδεκάνησα δίνουν και τον πρώτο νεκρό, τον Χαλκίτη, έφεδρο αξιωματικό, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΔΙΑΚΟ.
Ο πρώτος νεκρός στρατιώτης ήταν ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΒΑΛΙΑΡΗΣ, απο την Πιαλεία Τρικάλων, άλλο μεγαλείο ψυχής εκεί, Ο 29χρονος δωδεκανήσιος, που από τα μαθητικά του χρόνια κατέβασε την σημαία των κατακτητών σε μια επέτειο, ήταν πάντα Έλληνας, ξέφυγε από την Ρόδο και μπήκε στην σχολή ευελπίδων μαζί με άλλους δωδεκανήσιους είχαν μια σκέψη, έναν προσανατολισμό, να δουν ελεύθερα τα Δωδεκάνησα.
Σκοτώθηκε σε μάχη με Ιταλούς αλπινιστές την Πίνδο, την 1 Νοέμβρη 1940, τρία εικοσιτετράωρα από το «Όχι» και την εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο.
Δεν θέλω να ξεχνώ τον άλλο σπουδαίο πολεμιστή, τον πρώτο νεκρό αξιωματικό του πολέμου, τι ειρωνία ούτε και αυτός δεν ήταν ο πεντακάθαρος
Έλληνας, ο ΜΑΡΔΟΧΑΙΟΣ ΦΡΙΖΗΣ, ο υψηλόβαθμος, αξιωματικός, ο Ελληνοεβραίος, που 5 Δεκέμβρη έπεσε λίγο πριν την μάχη για την κατάληξη της Πρεμετής. Ένας ήρωας πραγματικός που έφτανε το όνομα του για να πάρει θάρρος ολάκερο το στράτευμα και να κάνει μια χαψιά την περίφημη ομάδα Τζούλια, τους Αλπινιστές του Ιταλικού στρατού.
Σήμερα εμείς οι ξαπλωτοί αγωνιστές, ακόμη σκοτωνόμαστε, διαφωνούμε για τα γαλόνια του.
Όχι, η αγάπη, ο έρωτας, το πάθος για τον τόπο δεν περίμενε ανταποδοτικότητες, ούτε έδενε σε ψιλό μαντήλι αυτά που προσφέρει για να ζητήσει έπειτα ανταλλάγματα.
Είναι μέρες που φοβάμαι να ξεστομίσω πως πρέπει να τιμούμε προγόνους που έδωσαν ακόμη και την ζωή τους για ιδανικά και αξίες, ημέρες που σαν φύλα στον άνεμο, παρασυρόμαστε κοιτάζοντας κάθε διαφορετική άποψη, χρεώνοντας στον εκφραστή της την παραμικρή απόκλιση από την δική μας γραμμή.
Τέτοιες μέρες που μελετάμε, καμαρώνουμε την ιστορία μας, φωτίζεται σαν φάρος το μάλλον μίζερο και αποκαμωμένο παρόν μας.
Ένα παρόν που όσο πιο χυδαίος και πρόστυχος είναι κάποιος γίνεται περισσότερο πιστευτός και αποδεκτός.
Οι επιλογές των ανθρώπων ήταν με ξάνοιγμα καρδιάς, με μπαλωμένα παντελόνια, ταλαιπωρημένοι, είχαν αισιοδοξία και στάθηκαν απέναντι σε θεριά που ξέβραζε πρώτα ο φόβος, με περίσσια αξιοσύνη.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Ιταλό αξιωματικό, που έδειξε έναν τοίχο στο μικρό χωριό μου, τις γνωστές Μενετές Καρπάθου, έπειτα φώναξε στους φτωχούς χωρικούς, λέγοντας τους πως η Ελλάδα δεν είναι παρά ένα αυγό, τους πρότεινε λοιπόν το ερώτημα, τι θα σπάσει από τα δύο;
Εκείνοι φώναξαν: ο τοίχος, ο τοίχος…αυτό είναι που όταν το λησμονούμε χάνουμε την πραγματική μας ταυτότητα.