24grammata.com/ προσωπικότητες/ φωτογραφία
σε συνεργασία με τον έγκυρο ιστότοπο www.aspromavro.net
γράφει η Τσιουρη θεοδώρα
Μερικές φορές τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να αποτυπώσουν το μέγεθος, τη βαρύτητα του έργου και της συμβολής κάποιων ανθρώπων. Τι να πει κανείς για το φωτογραφικό έργο της Βούλας Παπαϊωάννου που είναι ολόκληρη η Ελλάδα! Οι φωτογραφίες της αποτελούν ακτίδες φωτός για την εύρεση του είναι μας. Καταγράφουν την ιστορία του πληγωμένου μας τόπου. Μιας χώρας που λεηλατήθηκε ανελέητα από πολέμους, εμφυλίους, επανωτές συμφορές… Μνήμη, συγκίνηση, αλήθεια, πόνος και λύτρωση είναι οι φωτογραφίες μνημεία της Βούλας Παπαϊωάννου για να θυμίζουν τις ρίζες μας και να κραυγάζουν για τους κινδύνους του σήμερα. Συνείδηση αυτοκριτική και ζωή μέσα απ’ το θάνατο. Ό,τι χρειάζεται η χώρα μας για να υπάρξει μέσα απ’ τις λεηλασίες του σήμερα και να προχωρήσει πραγματικά μπροστά αγέρωχη όπως αξίζει στους Έλληνες. Φωτογραφίες αέναη πηγή, χνάρια που κάνουν τον άνθρωπο.Ο Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Άγγελος Δεληβορριάς στον αποχαιρετιστήριο λόγο του χαιρέτησε τη Βούλα Παπαϊωάννου στο Α’ Νεκροταφείο με τα εξής λόγια: «Ο τελευταίος χαιρετισμός προς τη Βούλα Παπαϊωάννου είναι μία οφειλή της Ελλάδας απέναντι στον ταπεινό καταγραφέα της εποποιίας της, ένα χρέος στον ψυχικό πλούτο μιας ζωής που αναλώθηκε για να αποτυπώσει το ιστορικό βίωμα. Στην αισθαντικότητα του μεγάλου καλλιτέχνη που υπηρέτησε πιστά τη μικρή αυτή χώρα, με μια απλή φωτογραφική μηχανή στον ώμο και με τα μάτια της καρδιάς». Ο Άλκης Ξανθάκης ESFIAP, Ιστορικός Φωτογραφίας χωρίζει χρονικά το έργο της σε τρεις περιόδους της ελληνικής φωτογραφίας: «Ξεκίνησε στα τέλη της εικοσαετίας 1920-40, εργάστηκε στο κοινωνικό φωτορεπορτάζ στη δεκαετία 1940-50 και ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική φωτογραφία τα επόμενα δέκα χρόνια. Ουσιαστικά όμως το δημιουργικό της έργο ξεκινά, με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.»Η Φανή Κωνσταντίνου, Υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, γράφει για την κορυφαία φωτογράφο: «Είμαστε στην Κατοχή, στις εφιαλτικότερες ημέρες της Κατοχής… με τον τρόμο της πείνας επάνω στα πρόσωπα, με τον κίνδυνο, με το θάνατο. Τότε έπαιρνε την φωτογραφική της μηχανή, όπως παίρνει ένας άνδρας το ντουφέκι του, το πιστόλι του και χαμένη μέσα στον κόσμο έκανε αντίσταση του ματιού της ελληνικής μνήμης. Τον καιρό που το μάτι έβλεπε μόνο με την καρδιά κι η μνήμη ήτανε η τιμή μας, το τελευταίο που μας έμεινε.» (βλ. Η Καθημερινή «Επτά Ημέρες» Η Ελλάδα του 1940-1960 Με το Φακό της Βούλας Παπαϊωάννου) «Το υλικό αυτό η φωτογράφος διαφύλαξε ευλαβικά ως το 1976 όπου ηλικιωμένη πλέον αποφάσισε να το εμπιστευθεί στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, μαζί με το σύνολο του φωτογραφικού της έργου. Δώδεκα χιλιάδες αρνητικά, πολλές φωτογραφίες και λευκώματα που ταξινομήθηκαν προσεχτικά και στη συνέχεια παραδόθηκαν στην νεότερη ιστορία του τόπου μας». Η πρώτη επαγγελματική της δουλειά πραγματοποιήθηκε το 1939 όπου αποτύπωσε κάτω από την εντολή του διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αλέξανδρου Φιλαδέλφεια, τους ελληνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς προκειμένου να τυπωθούν επιστολικά δελτάρια (καρτ ποστάλ), με εκπληκτική ιδιαίτερη ματιά αναδεικνύοντας το κάλλος και την ιδιαιτερότητα του πολιτισμού μας. Το ελληνικό τοπίο και οι αρχαιότητες θα επανέρχονται συνεχώς στο έργο της.
Με την κήρυξη του πολέμου του ‘40’ η Βούλα Παπαϊωάννου έδωσε και αυτή τη δική της φωτογραφική μάχη μαζί με ολόκληρο τον ελληνικό λαό που αγωνιζόταν για την επιβίωση. Ο φακός της θα αποτυπώσει τον αποχαιρετισμό των στρατευμάτων, τη φροντίδα των πρώτων τραυματιών και την προετοιμασία για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών της πρωτεύουσας. Με κοινωνική συνείδηση, ανθρωπιά και μεγαλείο ψυχής θα κατορθώσει με το φωτογραφικό της φακό και την κάλυψη της Ελβετικής επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, να φωτογραφίσει τα νοσοκομεία, τους αναπήρους… τα σκελετωμένα παιδιά και τους λιμοκτονούντες ενήλικες κατά το διάστημα 1940-1944. Φωτογραφίες πραγματικά συγκλονιστικές….
Το υλικό αυτό με τη βοήθεια του χαράκτη Ι. Κεφαλληνού θα γίνει χειροποίητο λεύκωμα και θα φυγαδευτεί στο εξωτερικό καταγγέλλοντας στην παγκόσμια κοινή γνώμη το ανοσιούργημα που επιτελέστηκε στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι κάτοικοι της Αθήνας επιστρατεύουν τις σωματικές και ηθικές τους δυνάμεις για να κρατηθούν στη ζωή. Η απόγνωση, το παράλογο έγκλημα επισημάνθηκαν τέλεια στην αρχή του λευκώματος όπου αντί προλόγου παραθέτει τους ακόλουθους εύγλωττους στίχους του Ευριπίδη: «Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;» Την ατμόσφαιρα αυτού του τραγικού χειμώνα 1941-42, αποδίδει τόσο χαρακτηριστικά η Ρίτα Μπούμη Παπά στο διήγημά της «Στις σκάρες της Ομόνοιας»: «Ένα καρότσι φτιαγμένο από κάσες που το σπρώχναν κάτι ξυπόλητοι, μισόγδυτοι και πεινασμένοι άγγελοι. Τα παιδιά. Μ’ένα τέτοιο καρότσι πολέμαγαν το θάνατο τα πιτσιρίκια. Και καμιά φορά μάλιστα τον νικούσαν! …Ήταν αληθινή η κουβέντα του, πως στις σκάρες της Ομόνοιας πεθάνανε τουλάχιστο ζεστά. Γι’αυτό πολλοί σαν φτάνανε στο νυν και αεί, τρέχαν να πάρουν θέση. Να ξαπλώσουν. Μα δεν χωρούσαν κι όλοι. Και κράταγαν σειρά. Σαν πέθαινε κανένας, έτρεχε ευθύς ο αστυφύλακας και φρόντιζε για τη μεταφορά του. Ερχόταν το καρότσι και τον έπαιρνε. Τότε η θέση άδειαζε. Την έπιανε εκείνος που είχε σειρά. Εκτός, αν ήτανε νέος πολύ και ο κατοπινός γέροντας. Τότε υποχωρούσε ο μπροστινός…».Οι εκτιμήσεις μεταπολεμικών δημοσιευμάτων υπολογίζουν τα θύματα της πείνας σε 360.000 νεκρούς. Πιο πρόσφατες μελέτες τους εκτιμούν από 100.000 έως 300.000. Οι φωτογραφίες αυτές που μπορεί να δει ο επισκέπτης της έκθεσης πραγματικά τραντάζουν συθέμελα τον άνθρωπο και δεν μπορούν ν’αφήσουν ασυγκίνητο τον επισκέπτη. Φωτογραφίες εξάλλου από το Βρεφοκομείο, από τις ουρές των συσσιτίων και από τις διανομές ιματισμού και συσσιτίων, αποτυπώνουν αυτό που η ιστορία αποσιωπά. Την καθημερινή αντίσταση του άμαχου πληθυσμού. Με την αποχώρηση των γερμανών, η φωτογράφος δεν καταγράφει μόνο τους έξαλλους πανηγυρισμούς του λαού μας για την απελευθέρωση αλλά και τα συγκλονιστικά μηνύματα των φυλακισμένων στις φυλακές Μέρλιν που άφησαν πίσω τους λίγο πριν θυσιαστούν για την ελευθερία.
Σημειωτέον ότι οι φυλακές κατεδαφίστηκαν το 1970, σε έναν τόπο όπου «η μνήμη θεωρείται επουσιώδης υπόθεση!…», αποτελώντας σήμερα μοναδική μαρτυρία. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου όπου η Ελλάδα δοκιμαζόταν από τον πιο στυγνό αδελφοκτόνο πόλεμο, η Βούλα Παπαϊωάννου θ’αναλάβει τη διεύθυνση του φωτογραφικού τμήματος της Ούνρα (U.N.R.R.A.) (United Nations Rehabilitation Relief Aid), συμμαχική οργάνωση που στέλνει δωρεάν βοήθεια σε τρόφιμα και ρουχισμό στις σκληρά δοκιμαζόμενες περιοχές. Ταξιδεύοντας από τη Μακεδονία ως την Κρήτη και αποτυπώνοντας με τον φωτογραφικό της φακό τις καταστροφές και τις συνθήκες ζωής των κατοίκων της υπαίθρου, συγκέντρωσε πολύτιμα ιστορικά και κοινωνικά τεκμήρια για τη μεταπολεμική Ελλάδα.
Μοναδικές προσωπογραφίες παιδιών, μανάδων και οικογενειών όπως τυφλό παιδί που προσπαθεί ρακένδυτο με το ανοιχτό βιβλίο στο χέρι του να μάθει διαβάζοντας με την αφή του, κοριτσάκι όπου χαμογελά στηριγμένο σε πατερίτσες δίχως το ένα του πόδι, αγέροχες μαυροντυμένες γυναίκες, υποσιτισμένες μάνες της κατοχής που στηρίζουν την οικογένεια, θυλάζουν τα εξαντλημένα παιδιά με το γάλα της στέρησης, ρακένδυτα παιδιά, ερειπωμένα χωριά… αισθανόμενος απέραντο θαυμασμό για την αξιοπρέπεια, τη δύναμη και την εσωτερική ελευθερία του απλού έλληνα…
Ο αγωνιζόμενος έλληνας που έμαθε να αντέχει, να αντιπαλεύει και να επιβιώνει ακόμη και στα πιο ισχυρά χτυπήματα, αποτυπώνεται σε φωτογραφίες της Β. Παπαϊωάννου σε όλη την Ελλάδα και την Ήπειρο. Μαθήματα στην ύπαιθρο το 1946, εξαιτίας της απουσίας σχολικών κτιρίων και θρανίων στα καμένα χωριά της Ηπειρωτικής γης, ο συλλογικός μόχθος της ανέγερσης και ανόρθωσης της κατεστραμμένης από τον πόλεμο πατρίδας, μαθήματα ύφανσης και κεντητικής από την αποστολή στήριξης της U.N.R.R.A. και τόσες υπέροχες εικόνες ζωής μέσα από το θάνατο, απεικονίζει με το φωτογραφικό της φακό.Ο Κώστας Μπαλάφας γράφει χαρακτηριστικά για την φωτογράφο: «Η Βούλα Παπαϊωάννου ήταν μία προικισμένη φωτογράφος με σπάνια χαρίσματα και αισθητική καλλιέργεια που έκαμε από κάθε έννοια εθνική φωτογραφία… Ξεχώριζε απ’τους γνωστούς φωτογράφους του καιρού της τόσο για την καθαρότητα της δουλειάς της όσο και για την προσπάθεια τολμηρών αναζητήσεων στη φωτογραφική έκφραση και την τεχνική πρακτική. Είναι απ’ τους λίγους που έκαμαν ποίηση με τη φωτογραφία και η μόνη απ’τους παλιούς φωτογράφους που άφησε έργο κοινωνικού προβληματισμού με διεισδυτική ματιά, καλοσύνη και ποιότητα ανθρωπιάς».
«Το αγαθό της ελευθερίας στάθηκε πάντα ακριβό για τους Έλληνες και στοίχισε αμέτρητες συμφορές σε αίμα και δάκρυα. Γι’αυτό είναι ανάγκη ο λαός να ξέρει το χρέος του και να τιμά τη μνήμη αυτών που υπέφεραν ή έπεσαν γι’αυτές τις αξίες. Αυτοί ήταν οι αγωνιστές της γενιάς του ‘40’ που εξαγόρασαν με το αίμα τους το δικαίωμα να ζουν λεύτεροι και μια από τις τόσες άξιες γυναίκες που αγωνίστηκαν ήταν η Βούλα Παπαϊωάννου».
Αξίζει πραγματικά να επισκεφθεί κάθε Hπειρώτης, κάθε έλληνας την έκθεση της φωτογράφου που ο φωτογραφικός της φακός είναι η Ελλάδα. Αυτή που χάνεται στους γρήγορους ρυθμούς των πόλεων και καταστρέφεται συστηματικά από τις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες όπου ο άνθρωπος δεν αποτελεί πρωταρχική αλλά ύστατη αξία καθώς το όραμα του σύγχρονου κόσμου αναλώνεται κυρίως ή αποκλειστικά στο κέρδος, στην εγωιστική υλική αυταπάτη της ευμάρειας και της κοινωνικής ανέλιξης σε βάρος κάθε ανθρώπινης αξίας στις ατομικιστικές αμοραλιστικές κοινωνίες που ζούμε, τον απάνθρωπο, τεχνοκρατικό και βάναυσο κόσμο μας. Το μοναδικό της έργο αποτελεί αντίσταση, πηγή ζωής, ήθους και αξιοπρέπειας. Ένα διαρκές σχολείο, γνώσης, αυτογνωσίας, έμπνευσης και ελευθερίας, όπως ακριβώς είναι ο έλληνας, και ο πολιτισμός του.
Η Βούλα Παπαϊωάννου κατέχει μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους εκπροσώπους της ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Την κρίσιμη για την Ελλάδα δεκαετία του ’40 έστρεψε το φακό της προς τον απλό άνθρωπο που σιωπηρά έφερε στους ώμους του το βάρος των ιστορικών γεγονότων. Η απόδοση από την ευαίσθητη ματιά της του γενναίου αγώνα που έδωσε ο άμαχος πληθυσμός της χώρας της «καταχωρίζεται», όπως αναφέρει ο Αγγελος Δεληβορριάς, «στα όχι καλά μελετημένα κεφάλαια μιας υποβαθμισμένης αλλά μεγαλόπνοης ιστορίας: της περιπέτειας του Ανθρώπου που δεν παύει ποτέ να διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στα δρώμενα των εκάστοτε περιστάσεων».
Σημαντική στιγμή της δημιουργίας αυτών των χρόνων αποτελεί η έκδοση του «Μαύρου Λευκώματος» της Κατοχής. Το χειμώνα του ’41-’42, η Β. Παπαϊωάννου φωτογράφισε παιδιά και ενήλικους που η ασιτία είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου. Το 1943 η φωτογράφος ζήτησε από τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό να αναλάβει το σχεδιασμό ενός χειροποίητου λευκώματος με το συγκλονιστικό αυτό υλικό. Το «Μαύρο Λεύκωμα», όπως η ίδια το αποκάλεσε, περιλαμβάνει 83 φωτογραφίες με πορτρέτα σκελετωμένων παιδιών και ενηλίκων, επικολλημένες σε 56 φύλλα από μαύρο χαρτόνι. Το σκληρό εξώφυλλο επίσης είναι κατάμαυρο, χωρίς τίτλο.«Το σύνολο του έργου της», τονίζει η Φανή Κωνσταντίνου , «αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο ιστορικής αξίας, μολονότι δεν απαθανατίζει σημαντικά γεγονότα, προσωπικότητες της δημόσιας ζωής ή πολεμικές συγκρούσεις. Με διακριτικότητα, σεβασμό και συγκρατημένη συναισθηματική συμμετοχή …κατορθώνει να συλλάβει βλέμματα, εκφράσεις και χειρονομίες, που υπαινίσσονται μάλλον παρά καταγράφουν, που δονούν τις αισθήσεις παρά αφηγούνται. Χάρη μάλιστα στις φωτογραφικές της αρετές, τη λιτότητα στην έκφραση και την αφαίρεση περιγραφικών λεπτομερειών, συχνά τα θέματά της αποκτούν διαχρονικότητα και αντανακλούν την πίστη στην ανθρώπινη δύναμη, αλλά και την αισιοδοξία που πηγάζει μέσα από ανατρεπτικές καταστάσεις».Τη δεκαετία του 1950, η Β. Παπαϊωάννου έδωσε την προσωπική της φωτογραφική εκδοχή για το ελληνικό τοπίο, σε σχέση με τους ανθρώπους της υπαίθρου και με τα απομεινάρια της ιστορίας του. Αποτυπώνει φωτογραφικά την ελληνική ύπαιθρο, συχνά συμμετέχοντας σε εξορμήσεις της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε σημαντικό μέλος. Η τραχιά γη, οι ηλιόλουστες παραλίες, τα κάτασπρα γεωμετρικά σπίτια, το άπλωμα των διχτυών από τους ψαράδες, γίνονται συχνά φωτογραφικά στερεότυπα που αποδίδονται με γραφικότητα.