24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες
γράφει ο Αλέξανδρος Ζεν
Εντάξει, δεν ήταν και ψιχάλα, έβρεχε κανονικά, οι δρόμοι είχαν σχεδόν πλημμυρίσει κι οι λιγοστοί πεζοί που δεν κρατούσαν ομπρέλα είχαν κρύψει τα πρόσωπα τους μέσα σε παχιά κασκόλ, χειμωνιάτικα σκουφιά και βαριές κουκούλες. Απλά άμα συγκατοικείς με τόσους καπνιστές και το πρωί που ξυπνάς δεν βρίσκεις αρκετό καπνό ούτε για ένα τσιγάρο, κάτι πρέπει να κάνεις…
Έτσι κι εγώ φόρεσα το παλτό μου και βγήκα να πάρω το τραίνο να πάω ν’ αγοράσω καπνό. Παρά τη βροχή δεν έκανε κρύο, αντιθέτως, η ατμόσφαιρα ήταν ασυνήθιστα θερμή για τέλη Νοέμβρη, κι ο κόσμος περισσότερος απ’ ότι θα περίμενα. Κι αυτό το λέω απλώς γιατί σ’ αυτήν εδώ την ήπειρο κάθε τέτοια περίοδο, κάθε τέταρτη Πέμπτη του Νοέμβρη συγκεκριμένα, γιορτάζεται η ημέρα των Ευχαριστιών – πράγμα που για το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης, τους φοιτητές, σημαίνει διακοπές κι επιστροφή στο σπίτι σε κάποιο προάστιο κάποιας άγνωστης πόλης. Μα το ‘Τι’ της πράσινης γραμμής ήταν σχεδόν γεμάτο, και το βρεγμένο παλτό του τύπου που στεκότανε μπροστά μου έσταζε μικρές σταγόνες πάνω στο δεξί μπατζάκι της φόρμας μου. Τέλος πάντων, κάμποση ώρα αργότερα βρισκόμουνα στο Κέιμπριτζ και στην πλατεία Χάρβαρντ.
Μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να καταλάβω πως το Χάρβαρντ δεν είναι τελικά στη Βοστόνη, αλλά στο Κέιμπριτζ, το οποίο αναγνωρίζεται στην πραγματικότητα ως ξεχωριστή πόλη, ακόμα κι αν η απόσταση των δύο είναι ίση μονάχα με το πλάτος του ποταμού Τσάρλς που τις χωρίζει. Το Κέιμπριτζ των εκατό χιλιάδων κατοίκων μπορεί να φαίνεται μουντό μέρες σαν κι αυτές, μέρες που ναι κάπως κενές, λίγο βροχερές και συννεφιασμένες, μα όσοι μένουν εδώ το ξέρουν σίγουρα πως τις καλές νύχτες ξυπνάει, ζωντανεύει, βγαίνει στους πλατιούς δρόμους και τις πλακόστρωτες πλατείες του και τριγυρνάει και μετά πάει σε μπαρς και πίνει μπύρα και σε ροκ συναυλίες και βραδιές ποίησης και, φυσικά, στην πλατεία στην καρδιά του Χάρβαρντ για φτηνό ταμπάκο και καφέ. Αλλά όχι, σήμερα δεν είναι έτσι.
Σήμερα οι κόκκινες πλάκες είναι όλες μουσκεμένες και οι περαστικοί βιαστικότεροι, και η πλατεία λίγο πιο φοβισμένη. Ο πάγκος που καθόταν ο μαύρος άστεγος με το κλαρίνο είναι άδειος και η βαθιά αφρικάνικη φωνή εκείνου που πουλούσε εφημερίδες δεν ακούγεται πουθενά. Η βροχή διώχνει τους άστεγους όπως η νύχτα διώχνει τη μέρα. Μόνο μερικοί στέκονται ή ξαπλώνουν κάτω απ’ το υπόστεγο κάποιου μαγαζιού, και επαναλαμβάνοντας τα ίδια πάντα λόγια και χωρίς καθόλου άγχος απλώνουν την παλάμη και ζητάνε απ’ όσους περνάνε μερικά ψιλά.
Παίρνω έναν ζεστό καφέ στο χέρι και κάνω μια βόλτα στους γύρω δρόμους. Το μέρος είναι γεμάτο μαγαζιά, μαγαζιά κάθε είδους, μπυραρίες, εστιατόρια, σαντουιτσάδικα, καφέ, ρούχα, ηλεκτρονικά, δομικά, βιολογικά, βιβλία (και πολλές φορές, αν πετύχεις το κατάλληλο βιβλιοπωλείο, φτηνά βιβλία), έπιπλα, δώρα, ξενοδοχεία και, φυσικά, τράπεζες. Και λογικό, η νεαρότερη και ακριβότερη ελίτ αυτού του κόσμου δε θα μπορούσε παρά να έχει ό,τι θελήσει, όποτε το θελήσει, σε απόσταση το πολύ ενός χιλιομέτρου. Περπατάω κι άλλο, περνάω από μια βιβλιοθήκη και χαζεύω από το τζάμι τους φοιτητές που δεν με προσέχουν καν. Είναι εύκολο να καταλάβεις ποια κτίρια είναι του Χάρβαρντ, είναι τα μεγαλύτερα, τα επιβλητικότερα και τα πιο κόκκινα. Προχωράω λίγο ακόμα, στο δρόμο μου ένα νεκροταφείο Αμερικάνων επαναστατών, μια λακούβα γεμάτη νερό, ένα πεταμένο κέρμα. Η ώρα περνάει, και το σακούλι με τον φρέσκο μου καπνό έχει ήδη βραχεί αρκετά, ο καφές έχει τελειώσει. Γυρνάω στο σταθμό.
Τώρα διασχίζουμε τον Τσαρλς, και νομίζω η βροχή σταμάτησε για λίγο, ο ουρανός σα να ξανοίγει – μπορεί και να ναι ιδέα μου. Το τραίνο θα με αφήσει ακριβώς έξω απ’ το σπίτι. Ευτυχώς, γιατί το περπάτημα με κούρασε και, πραγματικά, ανυπομονώ να κάνω ένα τσιγάρο…