γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Τον άφησα μες στον ζωολογικό κήπο. Ανάμεσα στα θηρία, τον θυμάμαι να γνέφει καταφατικά, με το ωραίο χαμόγελο του ποιητή, που βρήκε το σχήμα του. Μαίνονται οι φωνές από τους καπουτσίνους, η ωραία, γλαφυρή μουσική, υποψία εμβατηρίου ή το τέλος ενός πολέμου και η αποχώρηση των ηττημένων. Παράξενα, αιχμηρά χαμόγελα. Τίποτε δεν αντελήφθη. Μόνο έπειτα από χρόνια και από τη στιγμή της γέννησής μου και έπειτα, εννόησα την όλη σκηνογραφία. Για το μέλλον, λοιπόν και τις προδοσίες, με το ωραίο χαμόγελο του ποιητή, όλοι οι αιώνες, με τις στέγες, τις ιδέες, τα συναισθήματα.
Ο Νικολά Γκιγιέν, μεταφρασμένος από τον Γιάννη Ρίτσο, πολύ πριν συλληφθούν οι κυνικές αναπαραστάσεις και η επιστροφή στο συμβολισμό, ο Κουβανός λογοτέχνης επισημαίνει τον καιρό μας. Και απαιτεί όλη τη δυνατή προσοχή μας. Διότι με έναν ωραιότατο, σπάνιο τρόπο, η τέχνη μπόρεσε να αναπαράγει τις συνθήκες εκείνες, κάτω από τις οποίες ενηλικιώθηκε μια επανάσταση. Με μια αναγκαστική, εξαντλητική προσοχή στα γεγονότα, τους συνήθεις διωγμούς, διαρκείς λεπτομέρειες που υπονομεύουν τις υποθέσεις μας.
Νικολά, εσύ γνώρισες την Αβάνα σε καιρούς ακμής και έπειτα πάλι γκρεμισμένη, γατζωμένοι εργάτες στα σώματα των κτιρίων, όλοι δεσμεύτηκαν εμπρός στην πιο ουσιώδη έννοια της επιδιόρθωσης, της αποκατάστασης. Με τέτοιες ορολογίες, μακραίνει η ιδέα μας, αν συλλογιστούμε με τον πιο ζωγραφικό εαυτό μας.
Η κουβανική επανάσταση τέθηκε κάποτε στην κορυφή της ελπίδας για τη Δύση. Σπουδαίοι ρομαντισμοί, οι θεωρίες που δεν εξαργυρώθηκαν από τις κοινωνίες και είναι ο πολύς καιρός που τέτοια πια πράγματα λογίζονται με την τρυφερότητα που συνεπάγεται ο οριστικοποιημένος χρόνος. Το ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία. Πως θα ξεχάσουμε όλα τα περιθώρια, τις ύποπτες ερωτήσεις των παιδιών, όταν πια δεν μπορούμε να συγκαλύψουμε την αμηχανία μας.
Ο Ρεινάλντο Αρένας που τόσο αγαπούν στην επαρχία της Κούβας, αναχωρεί από το λιμάνι του Μαριέλ, αξιοπρεπέστατος, ένας πραγματικός αθώος. Το κατάμεστο πλοίο φεύγει για το Μανχάταν, χιονισμένες, ευτυχισμένες μέρες, εργασία, η ζεστασιά στα μέσα δωμάτια, με όλο αυτό το φως διαρκώς νέα τοπία. Και όμως ο Ρεινάλντο, φεύγει λυπημένος και είναι ετούτο το μόνο του αρμόζει όταν τον συλλογιζόμαστε, που εγκαταλείπει την πατρίδα του, θύμα της εθνικής εκκαθάρισης. Κρατιέται από τα λόγια στα δέντρα, χαράζει παράξενες ιστορίες με μοτοσικλετιστές, κορίτσι με κόκκινο φουλάρι, υπέροχο κόκκινο χρώμα και χολιγουντιανές διελεύσεις με πάνω από εβδομήντα μίλια την ώρα. Και πέφτουν φωτογραφίες από το χαμόγελο του κοριτσιού στο δρόμο.
Ο Φιντέλ Κάστρο εισέρχεται στην Αβάνα. Μιλά για ριζικές αλλαγές, ο σοσιαλισμός προ των πυλών, το όνειρο κάθε λαού, η μεγάλη πλάνη εμπρός στα μάτια μας. Έπειτα ακούμε που χαράζουν περιθώρια, για τους λιγότερο κοινωνικά προσαρμόσιμους, το σύστημα αδίστακτο, ικανότερο από τους εφαρμοστές του επιβάλλεται. Ανακρίσεις, η επανάσταση που δείχνει το πρόσωπό της, η θεωρία και τα καμμένα βιβλία στην αυλή της Συγκλήτου, έξω η πόλη φλέγεται. Εισβολές μες στα σπίτια, ο αποκλεισμός από τη διεθνή κοινότητα, πρακτικές στρατοπεδεύσεως, σαν να πρόκειται να εγκαταλείψουμε σύντομα τούτα τα εδάφη. Οι ασφυκτικές φυλακές, οι μαρτυρίες για τα αποπνιχτικά κελιά, σκοτάδι για μήνες και ύστερα παράφρων στην πτέρυγα των ποινικών, ομοφυλόφιλοι, κάποιος που γύρεψε το δίκιο του και τον τακτοποίησαν με μια ευφάνταστη σκηνοθεσία, εξασφαλίζοντας στην τέχνη την τραγικότητα που απαιτεί. Όσοι μίλησαν για παραδείσους εντάχθηκαν στην πρωτοπορία, δεσμεύοντας το ίδιο του έργο τους. Ακόμα και μες στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης, παράξενοι ελιγμοί και επικίνδυνες οξύνσεις και ύστερα ο φόνος, η επίδειξη της σωρού και τα σκληρά χρόνια. Η γυναίκα που στερείται το δικαίωμα στην ψυχή της, ο μαύρος άντρας που στερείται το δικαίωμα στο σώμα του, οι πιο τρελές ιδέες και οι πιο στυγνοί ρεαλισμοί, ως αντιστάθμισμα στην απάνθρωπη πραγματικότητα.
Ο Ρεινάλντο μου μίλησε για τα κλεισμένα σπίτια της επαρχίας. Λάσπη, ξύλινα παραπήγματα, το σαθρό τραπέζι, η μητέρα που περιμένει εκείνον, τα πηγάδια και οι βροχές. Τέτοια πράγματα τον στοίχειωσαν, πάλεψε και βρήκε ιδέες, όπως το αλεξίπτωτο του Καρόλου και οι στολές του μοναχισμού. Ο Ρεινάλντο δεν θα ξεχάσει ποτέ τα πράσινα χωράφια, μες στα δέντρα, οι παιδικές ζούγκλες με το τρομερά σύμπαντα. Ο Λεσσάμα Λίμα ονειρεύτηκε έναν παράδεισο, με τα χέρια σκοτωμένα, κατόρθωσε να κλάψει εμπρός μας, με όλη την ένταση του Προυστ που κρύβεται στις μνημονικές εντάσεις.Ο Αλέχο, αντίκρισε στα μάτια του παιδιού, κάτι σαν λεπίδι, ένας σταυρός, ένα παλιό σύμβολο από τότε που φταναν οι Ισπανοί σκοτώνοντας στο όνομα του Χριστού. Η αυλή είχε όλα τα φώτα αναμμένα, στο μέσον ο αιώνας της επιστήμης και των θορύβων, ξένα έθνη χτυπούν τις πόρτες μας.
Και όμως, η ιστορία συνιστά για τον Αλέχο Καρπεντιέρ έναν κύκλο που διαγράφεται στους προαυλισμούς ετερόκλητων τροφίμων. Ετούτος ο κανόνας της ιστορίας, η επιβεβλημένη πράξη προς την κατεύθυνσή της, βεβαιώνει μια υπόθεση πίστης, μια λειτουργία η οποία υπερβαίνει την κριτική, ένας ζωντανός οργανισμός, το τέρας Λεβιάθαν με τη σοφία ολόκληρου του κόσμου στα αδιόρατα μάτια, με το βλέμμα των παιδιών μας. Η επιστήμη της μελέτης του παρελθόντος διαθέτει κενά, απότομες χαράδρες και απροσμέτρητα βάθη. Με το απαραίτητο σθένος μπορεί να εντοπίσει κανείς τη συνείδηση της κουβανικής ιστορίας να διακρίνεται στις πράξεις των επαναστατών. Τα συγκινητικά φώτα έσβησαν πια και επιβεβαιώνεται η ωμότητα της θεωρίας, οι ιδεολόγοι με την πλάτη στον τοίχο, μια σπουδαία υγρασία και η φθορά που δεν θα εμποδιστεί. Δεν έμεινε αγάπη.
Έπειτα τον συναντησα λίγο πριν πεθάνει. Στο Μανχάταν, μέσα σε φριχτούς πόνους και αδυναμία, με σημάδια κακκών κυττάρων σε όλο το σώμα του. Ήταν ο πόνος για την ελπίδα που δεν έζησε, το κρύο που φτάνει σαν αρρώστια, πιο άγριο από ποτέ, σηκώθηκαν σκιές στο πρόσωπο του Ρέι. Και καθώς πεθαίνει με την καρδιά στο στόμα, σημαίνει το πρώτο θύμα, η πρώτη κραυγή, ακέραια, σχηματοποιημένη για το μουσείο της λύπης. Ο Ρέι μακριά από την Αβάνα, στα πρόσωπα των αγοριών το φταίξιμο, γιατί είναι ερωτικά και υφίσταται πάντοτε η προοπτική της διαφοροποίησης. Αξιωματικά μιλώντας, η κουβανική επανάσταση σκότωσε τον Ρέι, σκότωσε χιλιάδες άλλους, γέμιε φυλακές και στέρησε σε ολόκληρες γενιές το δικαίωμα να κοινωνήσουν τον κόσμο. Τα λαϊκά προϊόντα, πούρα Αβάνας και φτηνός τουρισμός, αμερικάνικα αυτοκίνητα για γυναίκες τύπου Ισιδώρα Ντάνκαν και σπίτια σκελετοί ακριβώς εμπρός στην προκυμαία.
Όταν επέστρεψα, ο Ρέι είχε φύγει. Θα πελεκούσε σίγουρα τα δέντρα, ή θα συζητούσε με κανέναν επαναστάτη, κάποιον που εγκατέλειψε την αγροτική ζωή και σπεύδει να λάβει το μέρος του δίκιου που του αναλογεί. Ο Αλέχο Καρπεντιέρ, με διαγράμματα και σχέδια αεροναυτών, καουμπόηδων, κοριτσιών του Βορρά, πολύχρωμα, μουσικά κουτιά και ότι άλλο μπορεί να ανασυρθεί από τόσους αιώνες και τόσες ανακατατάξεις και τόσες, τέλος πάντων αγωνίες, φροντίζει να διαγράψει με ακρίβεια το πλαίσιο κάτω από το οποίο κινείται η αισθηματική και αισθητική πρόσληψη της επαναστάσεως. Ο Νικολά επιμένει, έχει βρει έναν βέβαιο ρυθμό, καθισμένος στον παράδεισο και οι παρελάσεις που δεν σταματούν ποτέ. Η επανάσταση είναι υπόθεση ρεαλιστική, η αποτυχία της θα συμβεί με τρόπο ανάλογο, οριστικός ερειπιώνας ότι προοπτική διεκδικήθηκε. Παραπλεύρως θύματα άνισων αγωνισμάτων, η βαρβαρότητα κυριαρχεί σε κάθε επίκληση δικαίου. Ο Νικολά, ο Ρεινάλντο, πριν μερικά χρόνια η Βάλντες και ο ειλικρινής Γκουτιέρεζ, κανείς δεν εγκαταλείπει λοιπόν τη ζωή, παρά τις υψηλές απαιτήσεις της επιβίωσης μες στην κουβανική πραγματικότητα. Η ανάγκη να δηλωθεί ο κίνδυνος, να συλληφθεί εκ νέου η απειλή, συνιστά το κίνητρο για τον αθεράπευτο υπαινιγμό του υπερρεαλισμού, εκείνον που θα περιγραφεί στην πιο προσεκτική του λεπτομέρεια, ώστε να αποσαφηνισθεί πλήρως το καθεστώς της επανάστασης. Μες στα έργα και τις συναρπαστικές ζωές τους κυριαρχεί η ανάσα της μυστικής απελπισίας, ζωές που καίγονται ή κάτι πολύτιμο, παρεμφερές και αδιαφιλονίκητο. Ο φόβος που αντιστοιχεί στον αναγνώστη δεν υπάρχει πρόθυμος μες στα έργα και τις κρίσεις της κουβανικής πραγματικότητας, εκεί υπερισχύει το στοιχείο του φανταστικού, μια σπουδαία στα αλήθεια παρηγοριά. Προσέχοντας το λούστρο της κόκκινης εποχής και τη διαφθορά της εννοούμε ήδη εκείνο που βιώνεται σήμερα μες στην κουβανική κοινωνία, ως επιστέγασμα ενός ταραχώδους αιώνα, με πολλές εικασίες και αθεράπευτους αυτισμούς. Μιαν απλή ηθική, εκείνη της πολιτείας και μια απλή, εμπνευσμένη γλώσσα, που συναντιώνται μες στο πεδίο βολής, φιλοδοξώντας μια ανακάλυψη αξιολογότερη ακόμα και από το αισθητικό φαινόμενο που με τόση αρτιότητα διαμόρφωσαν, στηριγμένοι στα παλιά θεμέλια, όμως επίκαιροι, στο επιβαλόμενο παρόν του ρεαλισμού.
Ο Ξενάκης επισημαίνει πως η στασιμότητα, η κυρίαρχη τάση για την κουβανική πραγματικότητα του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, η ίδια που διέππει την οικονομική πρόοδο, την πολιτιστική εξέλιξη, την καταγραφή των ειδικών, στατιστικών συνθηκών, η αμηχανία της τέχνης, συνιστούν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας εποχής ανήμπορης να συλλάβει και να εκτιμήσει τα όριά της. Η επανάσταση καθυστέρησε αρκετά μέχρι να βρει την έξοδο της στοάς, χαμένοι, υπόλευκοι, με εμφανή τα σημάδια στα σώματα, όσοι εξέρχονται θαυμάζουν το ανθρώπινο λάθος και σπεύδουν να κερδίσουν ξανά τον χαμένο χρόνο. Όμως, εις το όνομα του εμπορίου που ορίζει πια τα ρεκόρ και τις επαναστάσεις, στέκουμε πρώτοι εμείς να δοξάσουμε με περισυλλογή μια ακόμα επανάσταση, μιαν ακόμα ανακατάταξη που έθεσε πιο βαθιά στο περιθώριο τους μεγάλους πληθυσμούς, οι διαρκείς χειραγωγήσεις και οι βισκοντικές σκηνές των απογευματινών δείπνων, μπαρόκ προδοσία από όσους θέλησαν την ομορφιά της Κούβας για δική τους. Όμως, ο Ρέι αφοπλιστικά μου επισημαίνει πως έτσι συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις και πως άλλοτε κερδίζεις και άλλοτε χάνεις οριστικά τη φωνή σου μες στον αέρα, όμως εκείνη θα φανεί, σαν ξαφνικό, αυγουστιάτικο μεγάφωνο που θα διαλύσει το μεσημέρι για πάντα. Ύστερα, τον βλέπω που θαυμάζει φωτογραφίες ναρκίσσων, ο Πέδρο γροθιές στα ρινγκ και στον άνεμο, ο Ρέι ανήκει σε εκείνους που μνημόνευσε, σε μια τάξη εκλεκτών που ερμηνεύουν πάντα αυτό που τους τυραννά και έτσι δεν αποδίδουν παρά μια τέχνη, γνήσια, ψυχική. Ατόφιος ρεαλισμός, όχι οι θεοί του Ηράκλειτου, όχι Θεοί κλεπτών και χριστιανικοί, μόνο το μυστήριο της ζωής που πασχίζει να αποκαλυφθεί σε όλους τους χώρους με την ίδια ευλογοφάνεια. Ο Ρέι συναντιέται ακόμα με τους φίλους στα παραθαλάσσια στέκια της Αβάνας, κάνουν σχόλια σεξιστικά και γελούν με τις καρδιές τους. Πίσω του το φορτίο και η ξέχωρη γλώσσα του Ρέι, αλλιώτικη από την ντόπια λαλιά. Η γλώσσα της επανάστασης μιλιέται ακόμη στις επαρχίες. Στην πόλη, διαρκείς εκτελωνισμοί, φορτηγά πλοία με αργό και κοντέινερς, η Μαρσέλα Σοριάνο που αθροίζει το σεξ και τον έρωτα και την εξουσία για να υπολογίσει οριστικά την εποχή, πέρα η επανάσταση που υποκλίνεται και αξίζει όχι γιατί είναι η φυσική ωρίμανση της θηριώδους ελπίδας, αλλά γιατί μες στην αποτυχία της προσέφερε το χρυσάφι, τις ακαθαρσίες, τους ετοιμοθάνατους, τα δάκρυα ή τα αίματα και κρίθηκε γιατί υποτίμησε τα ηθικά ζητήματα σε ζητήματα κοινωνικών συμπεριφορών. Η επανάσταση απέτυχε και έτσι λυτρωμένοι μπορούμε να στραφούμε οριστικά προς την ανθρωπιά. Οι σκληρές, εμπορικές μέρες της αλλαγής, που τώρα εξαργυρώνονται, υπακούοντας στο νόμο των αργυραμοιβών. Χαμογέλα Ρέι, με ένα ένδοξο όνομα χαραγμένο στις σχολικές κορδέλες θα γιορτάζουμε κάποτε την καλοσύνη σου, την πίστη σου στη ρίζα και το όνειρο.