για τη γεννέθλιο ημέρα (10 Μαϊου) του σημαντικότερου λαϊκού καλλιτέχνη της Μεσογείου

Μάρκου Βαμβακάρη

Σαν σήμερα, 10 Μαϊου 1905, γεννήθηκε ο Μάρκος Βαμβακάρης στη Σύρο

 

 

«Κάνω τη τσάρκα μου, περνώ, για σε μικρό μελαχρινό

από τη γειτονιά σου

για τα γλυκά τα μάτια σου

και για την εμορφιά σου

Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου»

«Νόστιμο τρελό Μικρό μου»
Μ. Βαμβακάρης, 1938

ΜΙΚΡΑ ΜΙΝΟΡΕ

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Τον είδα μες στη νύχτα, μ΄ολόλευκο, καλοκαιρινό κοστούμι στον ανηφορικό δρόμο. Βάδιζε αργά, σαν τα πολύ μεγάλα καράβια που ανεπαίσθητα διασχίζουν νερά και εποχές. Μόνος μες στην καθολική ησυχία του νησιού ανηφόριζε στην παλιά πόλη. Ήταν ένας άγιος, έτσι που μας χαιρετούσε βαριά, κοιτώντας χάμω στο δρόμο. Βαθιά μες στη νύχτα, την ώρα που βαστάμε όλο τον κόσμο με τους αγκώνες μας φάνηκε στην καμαρωτή είσοδο του μαγαζιού. Κάτω έπλεαν οι φωτισμοί και ένα καράβι έμπαινε δειλά στο λιμάνι, μ΄όλα του τα φώτα δραματικά. Άμα πήρε να τραγουδά ξεσπάσαν όλοι σε κλάμματα, έσκυβαν, ακουμπούσαν στα πόδια του μπαγλαμάδες, ποτήρια του κρασιού, χορεύαν, τινάζονταν με τους λαιμούς σαν χαρταετούς, τινάζονταν μες στ΄όνειρο, τραγουδώντας παλιά, αγαπημένα τραγούδια. Ήταν αργά που άδειασε το μαγαζί. Φεύγαν τα μπουλούκια για την αγορά, κάτι εκδορείς, κάτι παλιοί ναυτικοί με σαββανωμένα μάτια, μ΄ανοιχτά πουκάμισα, απ΄την Αθήνα, τον Βόλο, εργάτες στα ναυπηγεία, χέρια γερά, εργατικά. Εκείνος απέμεινε μόνος. Έφεγγαν μες στη νύχτα τ΄άσπρα μαλλιά, σηκώνονταν θύελλες και πνιγόταν το φεγγάρι. Μια γυναίκα φάνηκε, μ΄έκφραση σκληρή. Στάθηκε πλάι του, ολόκληρο το νησί έτρεχε μες στον καιρό. Μικροί επιτάφιοι περνούσαν απ΄το δρόμο που τραβάει κατά το μοναστήρι. Φανήκαν οι φίλοι με χώμα στα στόματα, γελούσαν και χάνονταν θολοί μες στα εικονοστάσια και τους ελαιώνες. Να τους έβλεπες, σαν φανάρια στο βάθος των νυχτερινών περιβολιών, καταμεσίς του πελάγου, κάτω απ΄άγρια, υδραργυρικά φεγγάρια.Ο Μπάτης, οπ Παγιουμτζής, η Σωτηρία. Τ΄άλλο πρωί βρήκαν το σακκάκι του, μια ταυτότητα με την επιγραφή του επαγγέλματος. Εκδορεύς, οδός Μενάνδρου. Βρήκαν και μια ιδιόχειρη αφιέρωση ενός σπουδαίου αθλητή και μια ησυχία Κυριακής σ΄όλα τα πράγματα.Ο Μάρκος περνούσε στην ιστορία. Η γυναίκα με το σοβαρό πρόσωπο άνοιξε την πόρτα, ένα σμάρι πουλιά ξεχύθηκε στη λιακάδα. Ερχόταν καιρός από πέρα, άγριες, στέρφες μέρες. Όλοι οι φίλοι μας Μάρκο είναι πια νεκροί, είπε η γυναίκα. Μετά αρχίσαν εκείνα τα μινόρε που σου ματώνουν την καρδιά. Έκτοτε προσμένουν οι φίλοι τον Μάρκο να φανεί και όλο γράφουν τραγούδια για κορίτσια με λαμπερά ματόκλαδα και σώματα ανθοστήλες μιας άλλης ομορφιάς. Αυτά τα κορίτσια ζωγραφίζουν στους ναούς, με τεχνοτροπία βυζαντινή και το περιβόητο των καρυάτιδων μέτρο.