24grammata.com/Αμερική (αφιέρωμα εν προόδω)
Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (12η στάση, αφιέρωμα εν προόδω)
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Ο Απόστολος Θηβαίος θα είναι ο οδηγός και ο ξεναγός μας σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι στην Αμερική του ωραίου, του έρωτα και της φαντασίας.
δωδέκατη στάση του οδοιπορικού
ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Η παραφορά. Γουίλιαμ Μπάροουζ
Συναντήθηκαν έξω απ΄τον παλιό κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ» στο βάθος της οδού Πατησίων. Εκεί σχηματίζονται μικρές στοές και συρρέουν τα τοξικά παιδιά. Μες στις σκόνες, μες στις σκόνες, σηκώνονται απ΄τα υπόγεια σπίτια. Κρατούν τη φωτογραφία ενός παιδιού, γυρεύουν νομίσματα, αλλάζουν τις τιμές των πραγμάτων. Κάνουν έρωτα απ΄ανάγκη τα τοξικά παιδιά, τίποτε συναισθηματικό. Με τα σύνεργά τους μακραίνουν στη μεγάλη ευθεία, χάνονται στους συρμούς του ηλεκτρικού. Ύστερα δεν μπορώ να σας αποκαλύψω τι συμβαίνει πίσω απ΄τα νυχτερινά παράθυρα, τα δράματα, τα οράματα και τους θανάτους. Απόψε τραβούν κατά το κέντρο. Είναι τα παιδά του τραστέβερε, είναι τα παιδιά των μπαχαράδικων, χλωμά, ολόκληρα πρόσωπα από κερί. Αγαπούν τις διαδρομές με τ΄ασθενοφόρα, με τ΄ασθενοφόρα σ΄όλη την πόλη. Ενέσεις καφεϊνης και οι συμβουλές στην άκρη του δρόμου. Ο ένας απ΄εκείνους τους νεαρούς άνδρες είναι ο Γουίλιαμ. Με το σκελετωμένο του πρόσωπο ο Γουίλιαμ μοιάζει πελώριος, κρατά σημειώσεις, πεθαίνει απ΄αγάπη και σκοτεινιά. Τραβούν απελπισμένοι, οι βωμοί τους δεν θα βρεθούν ποτέ. Κάτι νοσοκομειακά υλικά και οι διαλυμένες ζωές. Γουίλιαμ φρόντισε να σημειώσεις τον καημό των παιδιών, τα τεντωμένα πρόσωπα όταν ξημερώνει στ΄αδιέξοδο πεζόδρομο. Κάποιος έχει σκοτωθεί, είναι θαμμένος μες στη σκόνη. Γουίλιαμ φρόντισε να τηλεφωνήσεις στους δικούς του, να πεις πώς γίναν τα πράγματα, πως όταν τέλειωναν τα οράματα έγινε ολόκληρος παλμός, χτύπησε ως τον ουρανό και τέλειωσε πριν βγει ο ήλιος, πριν βγει ο ήλιος. Ο Γουίλιαμ στέκει με τα χέρια του γυμνά. Πάνω στα χέρια του ο αστερισμός της Βερονίκης, ονόματα γυναικών, σαπφείρινοι ήλιοι και τ΄όνομα της αυστραλιανής θεότητας. Καθώς ονόμαζε τα πράγματα ο Γουίλιαμ νύχτωσε μες στον κόσμο, μύρισε το κύμα και ησύχαζε για πάντα μες στις σπηλιές. Άμα έρθουν τα λεωφορεία για την πρωτεύουσα ίσως μπορέσει τότε να αποκοιμηθεί. Ο ήλιος γδέρνει τις παιδικές χαρές και τον ιδρωμένο δρόμο. Μεγάλα λεωφορεία απ΄ανθρώπους και κουρασμένο αίμα. Αργά τ΄απόγευμα επέστρεψε. Η στοά του θεάτρου είναι γεμάτη απ΄το πλήθος. Σκηνοθέτες, αρτίστες, έφηβες απίθανης ομορφιάς και το λαμπαδοπωλείο με τις αντίκες του 1800. Τότε αρχίζουν να παίζουν τα πιάνα στο στενό μαγαζί, διακόπτονται για πάντα οι πορείες και οι πατριώτες κατηφορίζουν γρήγορα, μ΄αμερικανικό ρυθμό τα σκαλιά. Γυρεύουν τα τραγούδια και τους σκονισμένους ανθρώπους. Αφού στρίψεις στη στοά πέφτουν τα φώτα και μόνο τα πιάνα, μόνο τα πιάνα θα σε οδηγήσουν και εκείνες οι σπηλιές στις αφετηρίες των λεωφορείων, μια γυναίκα καθώς πρέπει με κατάξανθα μαλλιά και βαμμένο το πρόσωπό της από χρόνια, μαραμένα τα χρώματα. Ο Γουίλιαμ θα μπορούσε να΄χει μια εργασία, έναν μισθό ικανοποιητικό. Θα βοηθούσε, τότε ίσως αποφασιστικά τα πενιχρά οικονομικά της γριάς και ακόμα θα ΄χε επιτέλους την ευκαιρία να επισκεφθεί έναν εξωτικό προορισμό. Ο Γουίλιαμ θα πεθάνει μες στ΄αγάλματα, πίσω από μια αψίδα ριγμένη στη γη θα βρουν το σώμα του, άκαμπτο και ωραίο, έτσι όπως αποκαλύπτονται οι γραμμές σε μια αιώνια στάση. Λοιπόν, στις μεγάλες πόλεις υπάρχουν πολλοί σαν τον Γουίλιαμ. Κρατιούνται ψύχραιμοι όταν πέφτει η νύχτα, εμπορεύονται τον πανικό, οι μέρες τους βιομηχανικές έξω απ΄το Ράδιο Σίτυ στην ίδια ασταμάτητη Πατησίων, οι μέρες τους τρελές ευκαιρίες και οι φωνές που διακόπτονται απ΄τους ανέμους. Στην Αθήνα, την Νέα Υόρκη, την Μαδρίτη και σε κάθε υπόγεια διάβαση του κόσμου.Ο Γουίλιαμ κρατά σημειώσεις για το μέλλον. Γνωρίζει μ΄ακρίβεια την ατμόσφαιρα και τη φιλοσοφία του κινήματος, όταν τα κίτρινα απογεύματα ακούει μέσα απ΄τα μάτια μας το παιδί που ρωτά γιατί, γιατί, γιατί, τόσο επίμονα και είναι στραμμένα για πάντα τα πρόσωπά μας στους τοίχους. Η κατάσταση του Γουίλιαμ, είπαν είναι πλαστική. Μια ψυχική κατάσταση ιερουργού. Κάτω απ΄τις αφίσες διδάσκεται τον κόσμο ο Γουίλιαμ. Μ΄ επεισόδια και αποσπάσματα, αργά γίνανε μαύρα συκώτια οι νεαρές μέρες. Λέγαν, juncky και αφήναν λίγο καπνό ή το μισοτελειωμένο καφέ του πρωινού. Εκείνος, ο Γουίλιαμ, σαν Ορφέας, τεμαχισμένος γύρευε τα Λίβυθρα. Μια χαμένη καρδιά τραγουδά ο Γουίλιαμ έξω απ΄το Ράδιο Σίτυ. Είναι σκιά, είναι χαμένη πίστη ο Γουίλιαμ. Ότι απέμεινε, μια ποσότητα κάποτε ζωντανή. Στο Λέξιγκτον, την Τρίτη Σεπτεμβρίου, ωμά και γερασμένα βράδια, ένα ψυχολογικό και ανθρώπινο τοπίο. Ο Γουίλιαμ κατέχει μια πείρα πρωτίστως σωματική. Ο Γουίλιαμ ένας μύθος, η σκοτωμένη γυναίκα του, ένας συντριμένος στους καθημερινούς προαυλισμούς. Πάντα η συνείδηση της ταραγμένης Αμερικής και πάντα τα ετοιμοθάνατα παιδιά της ο Γουίλιαμ. Όταν ξυπνούν τα αίματα και όταν ακόμη μαίνονται τα οπιούχα οράματα. Έξω απ΄το νυχτερινό κατάστημα «Red Chanels» σκοτώνονται τ΄αγόρια με αιχμηρά πέταλα λουλουδιού και ταπεινές ιστορίες απ΄τον καιρό της μορφίνης.
Η περίπτωση του Γουίλιαμ Μπάροουζ ανταποκρίνεται στην αμερικανική, μυθιστορηματική παράδοση. Σ΄εκείνην δηλαδή που εστιάστηκε στα κοινωνικά γεγονότα και την ηθική τους, καταγράφοντας τις ταπεινές διεκδικήσεις ενός κόσμου που σχηματίζεται για να ξεπεραστεί οριστικά τα μετέπειτα χρόνια του καπιταλισμού. Το είδος του «radical novel», του επονομαζόμενου, κοινωνικού μυθιστορήματος αποτέλεσε μια κυρίαρχη τάση στη λογοτεχνική πραγματικότητα. Εστιασμένο στους κοινωνικούς αγώνες, τις καταγγελίες της κοινωνικής αδικίας και της εκμετάλλευσης, το αριστερό μυθιστόρημα αποτέλεσε σημείο ενδιαφέροντος για πολλούς συγγραφείς. Ο Τζακ Λόντον, ο Άπτον Σίνκλαιρ και αργότερα ο Ντος Πάσος εντατικοποίησαν τη δυναμική του συγκεκριμένου, μυθιστορηματικού είδους για να φθάσει η εποχή του Μπάροουζ και η μεταβολή του είδους σ΄έναν μεγενθυτικό φακό, πιστής αναπαράστασης των κοινωνικών φαινομένων και της σκληρότητας με την οποία αυτά εξελίσσονται μες στην κοινωνική πραγματικότητα. Ο Μπάροουζ με το Juncky καταγγέλει την περιφρονητική στάση του κοινωνικού ιστού εμπρός σ΄ένα απειλητικό φάσμα. Τα ναρκωτικά που κυριαρχούν στη ζωή του συγγραφέα συνιστούν ένα παράγοντα παραμόρφωσης, μια λανθάνουσα ειδίκευση και μια διεκδίκηση των οραμάτων και των φιλοδοξιών. Η αμερικανική κοινωνία θα σταθεί με τρόμο και δέος εμπρός στην αναπαραγωγή της ναρκωμένης καθημερινότητας του Γουίλιαμ Μπάροουζ και θα γνωρίσει με τον πιο σκληρό και επώδυνο τρόπο τα περιθώρια που χτίζονται στην αυγή μιας νέας εποχής. Ο Μπάροουζ καταγράφει τον τρόμο, την απελπισία, την αγωνία της χρήσης, το φάσμα της κατεστραμμένης ζωής, της ζωής στην σκόνη και την απειλή.