Δήμιοι και θανατικές εκτελέσεις

Νέστορας Ε. Κουράκης, 24γραμματα24grammata.com/ ιστορικά γεγονότα

Δήμιοι και θανατικές εκτελέσεις

Νέστορας Ε. Κουράκης,  Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών

Το θέμα που πρόκειται να πραγματευθώ είναι ασφαλώς δυσάρεστο και μάλιστα «ιδιαζόντως απεχθές». Προκαλεί, δηλαδή, απέχθεια, αποστροφή, όπως α­κριβώς απαιτούσε παλαιότερα ο νόμος (άρθρο 86 Ποιν. Κώδικα) να είναι, αντίστοιχα, ένα έγκλημα, ώστε να καταδικασθεί ο δράστης του σε θάνατο. Ωστόσο, η προσέγγιση της θεματικής για τις θανατικές εκτελέσεις έχει ίσως και σήμερα τη χρησι­μότητά της.

Χρησιμότητα όχι μόνον από την άπο­ψη ότι προωθείται έτσι η ιστορική έρευνα, αλλά επίσης και από την άποψη ότι ενδυναμώνεται – μέ­σω της απέχθειας – η πεποίθηση του καθενός από εμάς ότι η θανατική ποινή είναι αντίθετη με κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και αυτό είναι σημαντικό να εμπεδωθεί ως αντίληψη, διότι έστω και αν η θανατική ποινή καταργήθηκε στη χώρα μας από ετών (de facto το 1972, de jure το 1993), [1] όμως στη συνείδηση ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού (κυρίως μεταξύ των απαίδευτων και των χαμηλοεισοδηματιών) εξακολουθεί, ίσως, να θεωρείται ακόμη ως ο κυριότερος τρόπος απάντησης της πολιτείας σε ακραίες εγκληματικές ενέργειες. [2]

«Απάνθισμα των Εγκληματικών», η πρώτη ποινική ελληνική κωδικοποίηση (1824)

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους αλλά ήδη και νωρίτερα, το 1824, οπότε έγινε η ψήφιση της πρώτης ελληνικής ποινικής κωδικοποίησης (πρόκειται για το λεγόμενο «Απάνθισμα των Εγκληματικών»), η θανατική ποινή εντάχθηκε – σχεδόν αυτονόητα – στο νομοθετικό οπλοστάσιο αντιμετώπισης του εγκλήματος, αλλά μόνο για ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα (φόνο από προμελέτη, ληστεία με φόνο, προδοσία κ.λπ.).

Ωστόσο έως το 1830, αρχικά λόγω της εμπόλεμης κατάστασης και έπειτα λόγω της ήπιας στάσης του Καποδίστρια στα θέματα των ποινών, δεν φαίνεται να υπήρξαν πολλές επίσημες θανατικές εκτελέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα του δικηγόρου και πολιτικού επιστήμονα Βασίλη Δωροβίνη [3] στην τότε εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος»), όπου δημοσιεύονταν – προς – παραδειγματισμό των πολλών – λεπτομέρειες από τις θανατικές εκτελέσεις, κατά την καποδιστριακή περίοδο 1828 – 1831 εντοπίζονται μόνο τρεις εκθέσεις εκτελέσεων (12.11.1828, 17.11.1830 και 31.12.1830).

Μάλιστα, η μια από τις εκθέσεις αυτές (εκείνη της 17ης 11.1830) αναδημοσιεύθηκε και στο νομικό περιοδικό «Θέμις» του 1891 (σελ. 204 – 206). Από εκεί πληροφορούμαστε αρκετές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της εκτέλεσης:

Ο μελλοθάνατος είχε καταδικασθεί για «φονοπειρατία» τριών επιβατών σε πλοίο στο οποίο ο ίδιος ήταν «συντροφοναύτης». Μετά την απόρριψη της αίτησής του για χάρη, εγκλείσθηκε φρουρούμενος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καλαμάτας. Εκεί πέρασε τη νύχτα του «εξομολογούμενος εις τον ιερέα τα αμαρτήματά του και προσευχόμενος αδιακόπως» έως το πρωί. Κατόπιν, και ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, ο κατάδικος οδηγήθηκε μέσα από την αγορά – εμφανής και εδώ η σημασία του παραδειγματισμού των πολλών! – στο χώρο της παλαιάς Μητρόπολης και των παλαιών μνημάτων, όπου και εκτελέσθηκε, επάνω στον ήδη έτοιμο τάφο του, από τρεις στρατιώτες που τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.

Με τουφεκισμό, αλλά από εκτελεστικό απόσπασμα 12 ανδρών και με παρουσία πυκνότατου πλήθους, εκτελέσθηκε τη 10η 10.1831 το μεσημέρι στο φρούριο της Ακροναυπλίας (Ιτς Καλέ) και ο Γιωργάκης Μπεϊζαντές Μαυρομιχάλης, ο ένας δηλαδή από τους φονείς του Κυβερνήτη Καποδίστρια. [4]

Με την έλευση του Όθωνα και την εγκαθίδρυση – αρχικά – της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα, το 1833, η θανατική ποινή στην Ελλάδα αποκτά νέο «πρόσωπο», εκτελούμενη πλέον με λαιμητόμο. Σύμφωνα με τον Ποινικό Νό­μο που θεσπίσθηκε το 1834 (άρθρο 5), «ο καταδι­κασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δια του λαι­μητόμου», το δε σώμα του «ενταφιάζεται ησύχως και άνευ πομπής δια της Αστυνομίας».

Παράλλη­λα το 1833 έφθασε στο Ναύπλιο με πλοίο από τη Μασσαλία μια λαιμητόμος, η οποία είχε ήδη χρη­σιμοποιηθεί και παλαιότερα στη Γαλλία. Ο κόσμος στην Ελλάδα την ονόμασε «καρμανιόλα», μια ονο­μασία που συνδεόταν στη Γαλλία με το φερώνυμο ρούχο (κάτι σαν αμπέχονο, δηλαδή κοντό πανωφό­ρι) που φορούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες («αβράκωτοι»), ιδίως κατά την περίοδο της «τρομοκρα­τίας» (1793-1794), και με το αντίστοιχο τραγούδι («Dansons la Carmagnole!…») που έλεγαν, χο­ρεύοντας, όταν συνόδευαν τους μελλοθανάτους στη λαιμητόμο. [5]

Μαζί με τη λαιμητόμο έφθασαν στο Ναύπλιο και δυο Γάλλοι δήμιοι, γνώστες του τρό­που λειτουργίας της. Όμως ύστερα από δυο χρόνια αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω του αρνητικού τρό­που με τον οποίο έγιναν δεκτοί, τόσο από το λαό που παρακολουθούσε τις εκτελέσεις (αποδοκιμα­σίες, λιθοβολισμοί) όσο και από τους μελλοθανά­τους, οι οποίοι είχαν τότε την τάση να βιαιοπραγούν εναντίον των δημίων τους επάνω στο ικρίωμα.

Υπενθυμίζεται ότι κύρια μορφή σοβαρής εγκλη­ματικότητας εκείνη την εποχή ήταν η ληστεία. Αυ­τή, ωστόσο, συχνά εμφάνιζε ένα φιλολαϊκό / αντι­καθεστωτικό χαρακτήρα και δημιουργούσε έτσι στον πληθυσμό αισθήματα θαυμασμού και συμπά­θειας προς τους ληστές.[6] Τούτο εξηγεί, έως ένα βαθμό, και τις αντιδράσεις του κόσμου εναντίον των δημίων εκείνη την περίοδο. Εξάλλου, από στοι­χεία ενός δυσεύρετου αγγλόφωνου έργου, δημοσιευμένου από τον Φρέντερικ Στρονγκ (Frederick Strong) το 1842 με τίτλο «Η Ελλάδα ως Βασίλειο», προκύπτει ότι από τις 233 κακουργηματικές υποθέ­σεις που εκδίκασαν το 1838 τα ελληνικά Δικαστή­ρια Ενόρκων, οι 115 (49%) αφορούσαν συμμορίες ληστών (brigandage), οι 36 (15%) ληστείες (robbery) και οι 37 (16%) αντίσταση μετά φόνου (sedition and murder).[7]

Με δεδομένο αυτό το ι­διόρρυθμο έως πολεμοχαρές κλίμα κατά της εξου­σίας και των δημίων είναι προφανές ότι πολύ δύ­σκολα μπορούσαν να βρεθούν αντικαταστάτες στη θέση των απερχόμενων Γάλλων δημίων. Γι’ αυτό και η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να προσλάβει επειγόντως ένα θανατοποινίτη Αλβανό ληστή, τον Χασάν Αρναούτ, του οποίου η εκτέλεση, σε αντάλ­λαγμα αυτών των «υπηρεσιών», ανεστάλη, όπως και ενός Αλγερινού βοηθού του.

Οι δυο δήμιοι, όπως και όσοι τους διαδέχθηκαν αργότερα, διέμεναν υπό κράτηση στο γνωστό ενετι­κό φρούριο Μπούρτζι (στα τουρκικά σημαίνει «ι­σχυρό»), λίγο έξω από την παραλία του Ναυπλί­ου. [8] Επειδή συνηθιζόταν οι εκτελέσεις να γίνονται, για λόγους – και πάλι – παραδειγματισμού, στον τό­πο όπου είχε διαπραχθεί αντίστοιχα το κάθε έ­γκλημα, οι δήμιοι μαζί με τη λαιμητόμο έπρεπε να μεταφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και να εκπληρώνουν εκεί το έργο τους.

Έτσι, στην Αθήνα του 1854, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο γνω­στός αρχαιολόγος και περιηγητής Εντμόν Αμπού, [9] η καρμανιόλα υψωνόταν στην είσοδο του σπηλαίου των Νυμφών (Αστεροσκοπείο) [στην Αθήνα, αλλά στο Πεδίον του Άρεως, έγινε την 8η 6.1870 και η ε­κτέλεση των πέντε εναπομεινάντων ληστών που καταδικάσθηκαν για την περιβόητη σφαγή στο Δή­λεσι [10]. Εξάλλου, στον Πειραιά του 1870, κατά τη μαρτυρία του επίσης αρχαιολόγου Γκαστόν Νιεσάν, [11] η λαιμητόμος στηνόταν σ’ ένα πλάτωμα λίγο πριν από την πόλη, κοντά στο νεκροταφείο, ενώ στο Λαύριο του 1882 οι εκτελέσεις γίνονταν συνήθως στην πλατεία Θορικού ή, μάλλον, στη θέση «Κυ­πριανός», όπου εντοπίσθηκε και πέτρινη βάση πά­νω στην οποία πιθανόν να τοποθετούνταν η λαιμη­τόμος. [12]

Όμως σε αρκετές περιπτώσεις, επειδή πολλοί βαρυποινίτες και ιδίως θανατοποινίτες φυλάσ­σονταν στο φρούριο Παλαμήδι του Ναυπλίου και δη στην άθλια «ανθρωπαποθήκη» του Προμαχώνα με το όνομα «Μιλτιάδης», [13] οι ε­κτελέσεις γίνονταν α­ντίστοιχα σε α­πόσταση περίπου200 μ. από την ανατολική πλευρά του φρουρίου, στη θέση «Αλωνάκι», όπου μάλιστα λέ­γεται ότι δεν φύτρωνε τίποτε λόγω του αίματος που χυνόταν.

Έτσι, εκεί εκτελέστηκαν το Μάιο του 1898 οι δυο επίδοξοι δολοφόνοι του βασιλιά Γεωργίου Α’ μετά την ανεπιτυχή ενέργειά τους στη θέση Άγιος Σώστης της σημερινής λεωφόρου Συγγρού, [14] όπως επίσης εκεί τελείωσαν τη ζωή τους το 1911 και 14 μελλοθάνατοι διαφόρων αδικημάτων, για τους ο­ποίους η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου θεώρησε ότι δεν έπρεπε να δοθεί χάρη. [15]

Σημειωτέον ότι στις τε­λευταίες αυτές εκτελέσεις πρωτοστάτησαν ως δήμι­οι οι (πρώην μελλοθάνατοι) Ιωάννης Ζήσης και Κυριάκος Σωτηρόπουλος (βοηθός του), ενώ σε προηγούμενες περιόδους, π.χ. κατά την εκτέλεση του Λαυρίου, το 1882, τέτοια καθήκοντα δημίου εί­χαν ασκήσει ο Δημήτρης Μπεκιάρης και ο Θανά­σης Αλεβιζόπουλος, επίσης πρώην μελλοθάνατοι (τους σκιαγραφεί έξοχα ο Ανδρέας Σκανδάμης σε σχετική μελέτη του).

Την 28η 6. 1846 θεσπίσθηκε με νόμο η δυνατότη­τα να εκτελείται η θανατική ποινή διαζευκτικά εί­τε με λαιμητόμο είτε με τυφεκισμό, προφανώς διό­τι η χρήση της λαιμητόμου παρουσίαζε πολλά πρα­κτικά προβλήματα (ο Αμπού αναφέρει μάλιστα, ίσως με κάποια δόση υπερβολής, ότι «η εφαρμογή της θανατικής ποινής στάθηκε στην Ελλάδα αδύ­νατη ως το 1847»). Μετά το 1913 δεν έγιναν πλέον άλλες εκτελέσεις με λαιμητόμο. Τέλος, με το ν. 3861/1929 καθιερώθηκε νομοθετικά ως τρόπος ε­κτέλεσης αποκλειστικά ο τυφεκισμός.

Μια εκτέλεση μελλοθανάτου αποτελούσε ασφα­λώς ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός στις μικροκοινωνίες της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Μολονότι οι ε­κτελέσεις γίνονταν κατά κανόνα με το πρώτο φως της αυγής, πλήθος περιέργων συνωστίζονταν αυ­τήν την τόσο πρωινή ώρα για να αποθαυμάσουν το θέαμα, που ασφαλώς ξεπερνούσε σε ωμότητα όλα τα σύγχρονα reality shows… Ακόμη και δωμάτια ενοικιάζονταν σε επίκαιρα σημεία, από τα οποία μπορούσε να παρακολουθήσει κάποιος άνετα την εκτέλεση.

Στις εφημερίδες και σε άλλα έντυπα της ε­ποχής σώζονται διάφορες περιγραφές για τις τελευταίες στιγμές καταδίκων μελλοθα­νάτων. Περιγραφές που, χωρίς βεβαίως να φθάνουν το ψυχολογικό βάθος του γνωστού έργου του Ουγκό («Τελευταία ημέρα ενός καταδί­κου», 1829 -βλ. την πρόσφατη μετάφραση του έρ­γου από τις εκδ. «Μεταίχμιο», 2004), δίνουν όμως με ιδιαίτερα συγκινησιακό ύφος αλλά και ρεαλι­σμό την εναργή εικόνα αυτού του αποτρόπαιου θέ(ά)ματος.

Η ζωντανή περιγραφή μιας τέτοιας ε­κτέλεσης στον Πειραιά του 1890 περιλαμβάνεται στο προαναφερθέν έργο του αρχαιολόγου Γκ. Ντεσάν:

«Ανάμεσα στους δυο βραχίονες της λαιμητό­μου, ο ουρανός ήταν φωτεινός και η Πάρνηθα χαμογελούσε ροδοκόκκινη. Τέλος, το μαχαίρι έ­πεσε. Όταν ξανανέβηκε, με τη βοήθεια μιας τρο­χαλίας που έτριζε, δυο κόκκινες γραμμές έδει­χναν πάνω στο μέταλλο τη θέση των δυο αρτη­ριών… Πήγαν να πάρουν τον δεύτερο καταδικασμένο από το αμάξι του. Ήταν ο Μιχελέτος, ο άγγελος. Ήταν ξανθός και πολύ νέος. Από μακριά τον έ­κανες δεκαπέντε χρόνων. Του έβγαλαν το παλιό κασκέτο που φορούσε στο κεφάλι. Ήθελε να μι­λήσει. Οι δυο βοηθοί τσακώθηκαν. Ο ένας ήθελε να τελειώνουν γρήγορα, ενώ ο άλλος ήταν πιο ε­πιεικής. Ακούστηκε πολύ καθαρά τι έλεγε ο άγ­γελος:

— Άφησέ με, μάτια μου, να πω δυο λόγια. Στράφηκε προς το πλήθος και αναφώνησε:

— Δεν είχα κακές προθέσεις, αλλά παρασύρθη­κα. Δίκαια με κόβουν. Βλέπετε που με οδήγησε αυτό. Μην κάνετε ό,τι κι εγώ.

Όταν τον έδεσαν στη σανίδα, ζήτησε να πιει. Του έδωσαν το ποτιστήρι που μάλλον χρησίμευε για να πλένουν τη λαιμητόμο. Ήπιε αργά. Ημέρα είχε προχωρήσει ο ήλιος έβγαινε πίσω από την Πεντέλη, θαμπώνοντας τα μάτια του κατάδι­κου. Όταν η σανίδα κουνήθηκε, ο άγγελος έκανε μια κίνηση τρόμου. Μπροστά στα μάτια του, μέσα στο καλάθι, έβλεπε το ματωμένο κεφάλι του Βλαχοπαναγιώτη. Το μαχαίρι έπεσε το σώμα τραβή­χτηκε απότομα κάνοντας πίσω σπασμωδικά. Ήταν η σειρά του τρίτου, ενός γέρου με γκρίζο μουστάκι, φάτσα θαλασσόλυκου, όπως τόσοι άλ­λοι που είχα γνωρίσει στο Αρχιπέλαγος. Ήταν τόσο κοντός, που έπρεπε να ανασηκώσει το σα­γόνι για να τον δέσουν στη σανίδα. Του έφεραν ένα σκαμνάκι.

Επαναλάμβανε μηχανικά:

— Δεν σκότωσα εγώ τον καπετάνιο! Δεν σκότωσα εγώ τον καπετάνιο! Δεν τον…

Το μαχαίρι διέκοψε τα λόγια του.

Όταν έπλυναν και τη λαιμητόμο, ένα από τα α­μάξια ξεμάκρυνε καλπάζοντας γρήγορα, μέσα σε μια δίνη αλόγων, λοφίων και σπαθιών. Ήταν ο δήμιος που έφευγε. Ο αξιωματικός προσπαθούσε να διατηρήσει την τάξη, αλλά, όπως συνήθως, το πλήθος έριχνε πέτρες στον καταραμένο, φωνάζο­ντας: Ρακά [16]!…».

 

Υποσημειώσεις

[1] Ν. Ε. Κουράκη, Ποινική Καταστολή, Αθήνα: A. N. Σάκκουλας, 1997 (με συνεργασία – επιμέλεια Ν. Κ. Κουλούρη), § 287, σελ. 276 και του ιδίου, σχόλια στο ά. 50 Ποιν. Κώδικα άρ. 1 επ., στο συλλογικό έργο «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», έκδ. «Δίκαιο και Οικονομία», 2000.

[2] Πρβλ. Ν.Ε. Κουράκη, Προς κατάργηση της θανατικής ποινής, εις: του ιδίου, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, τ. Α’, Αθήνα: A. N. Σάκκουλας, 1991, 188-198: 194 επ.

[3] Βασ. Κ. Δωροβίνη, θανατική ποινή: Η πρώτη εφαρμογή και «υποδοχή» της στη νεότερη Ελλάδα, «Νομικό Βήμα» 29: 1981, 1459-1462.

[4] Διεξοδική περιγραφή αυτής της εκτέλεσης βλ. π.χ. στα έργα Δημ. Γατόπουλου, Ιωάννης Καποδίστρτας. Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, Αθήναι: Δημητράκος, 1933, σελ. 136 επ., και Τάσου Βουρνά, Η δολοφονία του Καποδίστρια. Το τίμημα της ανεξαρτησίας, σειρά: «Τα φοβερά ντοκουμέντα», Αθήνα: Φυτράκης, 1976, 20 επ.

[5] Για το θέμα αυτό, πέρα από τις πληροφορίες σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, βλ. επίσης τα όσα αναφέρονται από τον Α. Σ. Σκανδάμη στη μελέτη του «Οι τελευταίοι Έλληνες δήμιοι στο Μπούρτζι», περ. «Εκλογή», τ. Θ’, Ιούνιος 1953, 104-108:104.

[6] Βλ. ιδίως Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου, Περί λύχνων αξίας. Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αιώνας), Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1996, ιδίως σελ. 259-260 και Ν.Ε. Κουράκη, λήμμα «ληστεία» στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος – Λαρούς – Μπρπάνικα», τ. 38 (1989), 272 επ.

[7] Fr. Strong,Greece as a Kingdom or, a Statistical Description of that Country,London: Longman, 1842, σελ. 335 επ. Ενδιαφέρον είναι εδώ να σημειωθεί ότι κατά τnv περίοδο 1866-1874, δηλ. σε διάστημα 9 ετών, είχαν εκτελεσθεί 131 άτομα, άρα περίπου 15 κατ’ έτος: βλ. «Εφημερίς των Φυλακών», Μάιος 1877, σελ. 152.

[8] Για το βίο, την πολιτεία και το τραγικό τέλος αυτών των δημίων (βρέθηκαν δολοφονημένοι) βλ. ιδίως Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδη, Οι πρώτοι δήμιοι εν Ελλάδι, εις: Κ. Φ. Σκόκου, Εθνικόν Ημερολόγιον, έτος 31: 1916, 144-147.

[9] Ενιμ. Αμπού (Edm. About), Η Ελλάδα του Όθωνος ή «Η σύγχρονη Ελλάδα» 1854 (La Grèce contemporaine, 1855), μτφρ. Α. Σπήλιου, επιμ. Τάσου Βουρνά, Αθήνα: Αφοί Τολίδη, (1975;), 166.

[10] Η εκτέλεση των ληστών περιγράφεται στο από 8.6.1870 φύλλο της εφημ. «Αιών», σελ. 1 -πρβλ. αναδημοσίευση αυτής της περιγραφής στο έργο «Η σφαγή στο Δήλεσι. Αγγλοκρατία και Ληστοκρατία» του Τάσου Βουρνά, σειρά:«Τα φοβερά ντοκουμέντα», Αθήνα: Φυτράκης (1976;), σελ. 84-85 και εν μέρει στο δημοσίευμα του Γ. Α. Λεονταρίτη «Η σφαγή στο Δήλεσι», εφημ. «Η Καθημερινή» της 20ής 10.1996, σελ. 27 (άλλες συνέχειες αυτής της εργασίας δημοσιεύθηκαν στα φύλλα των 8ης, 15ης, 22ας 9.1996 και της 3ης 10.1996).

[11] G. Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα, Οδοιπορικό 1880. Ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη (La Grèce d’  aujourd’ hui, 1892), μτφρ. Α. Δαούτη, πρόλογος – σχόλια: Α. Νικολοπούλου, Αθήνα: Τροχαλία, 1992, 188 επ..

[12] Βλ. Άρη Κανατούρη, θανατικές εκτελέσεις στο νεότερο Λαύριο, Λαύριον: Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μελετών Λαυρεωτικής, αριθ. 2, 1986, 171-182, ιδίως σελ. 173 και 180. Για το δήμιο Δ. Μπεκιάρη υπάρχουν αναφορές και στη μελέτη του Β. Δωροβίνη, ανωτ. σημ. 3, σελ. 1462, σημ. 17.

[13] Για την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές «Μιλτιάδη» βλ. π.χ. Ν.Ε. Κουράκη, Ποινική Καταστολή, ό.π. (σημ. 1), σελ. 183.

[14] Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γι’ αυτήν την εκτέλεση παρέχονται από την εφημ. «Σύνταγμα» της 3ης 5.1898, σελ. 1, σε δημοσίευμά της με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η καρατόμησις των Βασιλοκτόνων» (το έθεσε στη διάθεσή μου – και τον ευχαριστώ – ο φίλος ιστοριοδίφης κ. Όθων Τσουνάκος).

[15] Αποκαλυπτικές πληροφορίες και σχόλια γι’ αυτές τις εκτελέσεις, αλλά και για τους δήμιους που τις πραγματοποίησαν, υπάρχουν στο γλαφυρό έργο του τότε προέδρου Εφετών Ι. Π. Πειρουνάκου, Αι Φυλακαί μας και η Δικαιοσύνη μας, Αθήναι: τύποις Αγγ. Κλεισιούνη, 1936, ιδίως σελ. 129 επ.

[16] Λέξη άκλιτη, υβριστική. Σημαίνει τον άμυαλο, τον ανόητο. Βλ. και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. 5 στ. 22: «ος δ’ αν είπη) τω αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω» (ΣτΜ).

Πηγή

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Τόποι εκτελέσεων», τεύχος 231, 8 Απριλίου 2004.