εάν (ένθετο του 24grammata.com)/ Λαογραφία
κείμενο, φωτογραφία: Μανώλης Δημελλάς
“Ήθελα να ζήσω πεντακόσια χρόνια και πάλι δεν θα φτάναν για να χαρώ την ζωή”.
Το φωνάζει, με το χαμόγελο να σκίζει το ταλαιπωρημένο, πιο πάνω από ογδόντα χρόνια, δέρμα του.
Ο Μανώλης Χατζησπάνης, μάγειρας στο πανηγύρι της Αγίας Άννας στον Αφιάρτη Καρπάθου.
Εκεί που ό,τι παλεύει να σβήσει ο “καλλικράτης”, την μικρή κοινότητα, ανάβει στο φτερό, στο όνομα μιας κοινής μας συνεύρεσης.
Μαγειρεύει, ο κυρ Μανώλης, φροντίζει άοκνα για όλους όσοι βρέθηκαν και φέτος στην Χάρη της.
Δεν είναι για λίγο παιδί, για χρήμα, ούτε και φαίνεται θρήσκος που να κόβει φλέβες, δεν περιμένει από Αγιούς θάματα, ξεπερασμένα, λέει, αυτά από χρόνια, όποιος περιμένει από ψηλά, τότε με τον καημό θα απομείνει.
Στην διαδρομή του θυμάται πως το νησί του απελευθερώθηκε και με τα δικά χέρια του, αγράμματος μα δεν στάθηκε σε φωστήρες.
Μας καμαρώνει, μα τι λέξη κι αυτή στις μέρες μας!
Από νωρίς, λοιπόν, μαζεύεται κόσμος σε τέτοια ξομονάστηρα, μετά την λειτουργία, όλοι μαζί, γνωστοί και άγνωστοι, στρώνονται σε μακρόστενα τραπέζια, τα μεγάλα καζάνια έχουν κατσικίσιο ντόπιο κρέας και πιλάφι, σαλατικά, σαρδέλες, ντόπιο τυρί με λευκό κρύο κρασί που καταντά εθισμός.
Μόλις από-φάνε οι καλεσμένοι, εμείς όλοι, οι μουσικοί γυρνούν στο γρήγορο, στο τσάκισμα του πάνω χορού. Εκεί είναι που έμπειροι μα και ανίδεοι δίνουν ψυχή και καρδιά στην παρέα.
Τα μάτια του ταξιδιώτη, του τουρίστα, γεμάτα θαυμασμό φανερώνουν τους λόγους που επέλεξαν αυτόν τον τόπο, την Ελλάδα, για να περάσουν εδώ, τις πιο σημαντικές ημέρες του χρόνου τους.
Ούτε που φαινόταν το φεγγάρι και έβλεπες πιο καλά από πανσέληνο, τόσο φωτισμένη αυτή η νύχτα.
Όλοι εμείς που ζούμε στην πρωτεύουσα τα βλέπουμε και τα θαυμάζουμε, μιλάμε με στόμφο και ψάχνουμε τις δύσκολες λέξεις για το πιο απλό, την συνύπαρξη, την προσφορά, τον μοιραία κοινό χωροχρόνο που μας δένει και τον γεμίζουμε εμπόδια.
Στρατηγικές, μνημόνια, τεχνικές μάνατσμεντ και κινήσεις χαμηλού ή υψηλού ρίσκου.
Χρόνια ολόκληρα άνθρωποι σαν τον Μανώλη Χατζησπάνη μαζεύονται αθόρυβα, ξενυχτούν για να προσφέρουν,
ο καθένας ό,τι και όπως μπορεί.
Προσφορά, σαν τον σγουρό βασιλικό που στα σοκάκια που περνώ τις νύχτες δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει από τον άλλον τον αθάνατο, ο σγουρός ξέρει, είναι λίγα τα ψωμιά του, ας νιώθει πως το φθινώπορο θα του κόψει τα φτερά.
Εμείς πάλι, μάθαμε να μιλάμε για το αντίτοιμο, να δυσπιστούμε στην προσφορά και να γράφουμε για τον εθελοντισμό σαν να πρόκειται διδακτορική διατριβή ολυμπιακών αγώνων.
Φυσικά και κάποιοι επιτήδειοι στο όνομα του (εθελοντισμός) να στήνουν τρελά πανηγύρια κονόμας, αναζητώντας τα κορόιδα.
Αυτή η καθημερινότητα όμως δεν έχει πατέρα, είναι ορφανή, αλλά είναι η μάνα της διαδρομής μας, τόσο που την ξεχνάμε, και αναζητούμε εκείνα που ποτέ δεν μας ταίριαξαν.
Αν στην μεγάλη πόλη χάνεις το κουράγιο, αν δεν βλέπεις το αναμμένο φως και το τούνελ δείχνει να έχει τέρατα και δράκους η παρακάτω γωνιά, βγες μπροστά με περισσότερο θάρρος, άγγιξε, χόρεψε με την αυθεντικότητα που έχει σε πλεονασμό αυτός ο τόπος, ο τόπος μας.