Για να διαβάσετε ολόκληρο το αφιέρωμα για τη Μέση Ανατολή, κλικ εδώ
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Νωρίς τα απογεύματα του Σαββάτου, οι νεαρές Περσίδες συνωστίζονται γύρω από το μεγάλο ρολόϊ της πλατείας. Ανταλλάσσουν διακριτικά βλέμματα με νεαρούς Χριστιανούς που ξεσηκώνουν το δρόμο και έχουν μια δίψα τρομερή για τον καπνό τριαντάφυλλου. Τα κορίτσια λύνουν τα πολύχρωμα μαντήλια, τα κορίτσια αφήνουν τα μαλλιά τους μες στον καιρό, η μικρή πλατεία γεμίζει χρυσάφι και μέλι, τα νεαρά κορίτσια έχουν εβένινο δέρμα, πολύ μεγάλα, σκούρα μάτια και τα χείλη τους μια σάρκα χυμώδη, αρκούντος πληθωρική. Προφέρουν δίχως τρόπο λέξεις γαλλικές και ονειρεύονται τα χρόνια εκείνα που ζούσαν στην πόλη οι στρατιώτες της λεγεώνας. Έπειτα, ξεσπούν σαν νερό μέσα από τις στοές, τα νεαρά κορίτσια πετούν τα μαντήλια και λύνουν τα πάθη τους. Αγκαλιάζονται ως αργά με αγόρια που έχουν σπασμένα φτερά στις πλάτες τους και μεγάλωσαν με το μαχαίρι καρφωμένο στο τραπέζι του σπιτιού. Και από το βράχο των περιστεριών, κυλούν οι έρωτες ως κάτω στη μεσόγειο. Πώς κουράζονται και γλυκαίνουν οι νεαρές Περσίδες, έπειτα από τον έρωτα, πώς μιλούν για τον ήλιο που πνίγηκε και είναι τα χέρια τους παγωμένα και πολύ λυπούνται. Και τα αγόρια που απόψε τις ερωτεύονται από την αρχή χαϊδεύουν τα μαλλιά τους, πλένουν με ουρανό τα μέτωπά τους, με δεμένα τα χέρια τα ζευγάρια περπατούν προς το δάσος των κέδρων. Προσεύχονται στον ξύλινο Χριστό, έπειτα θρηνούν τον κεραυνό και το δέντρο που αγαπήθηκαν μόνο για μια στιγμή. Η ερωτική πλάτη μιας γυναίκας, ένας άνδρας, τα αγόρια τις κρατούν μες στην αγκαλιά τους, γιατί τέτοια ώρα οι νύχτες γίνονται πολικές, όλο κρυστάλλους πολύτιμους οι νύχτες και τα μάτια μας.Ύστερα τα κορίτσια με τη σιωπή της μετάληψης, τυφλές και ερωτευμένες περπατούν θλιμμένες προς το ξημέρωμα. Με τα σπασμένα τους τακούνια, τα υγρά τους μάτια, τα κορίτσια γυρνούν προς τη θάλασσα. Τα αγόρια ανάβουν το τσιγάρο τους από ότι απέμεινε από το σπουδαίο, χθεσινό φεγγάρι. ΟΙ άνθρωποι των αγορών καθισμένοι έξω από τα εμπορικά μαγαζιά τις κοιτούν με επιθυμία και στοργή, είναι άνθρωποι αγάλματα, πέτρες αφημένες στις βροχές. Τα κορίτσια τώρα δεν θυμούνται τους φανταστικούς στρατιώτες της λεγεώνας και γύρω από το μεγάλο ρολόϊ οι οδοκαθαριστές σκυφτοί, σαν τάφοι ακίνητοι σβήνουν τα χνάρια.Ψηλά τα σπίτια στριμωγμένα πρόσωπο με πρόσωπο, η ξαφνική βροχή μπαίνει από όλες τις παλιές, λησμονημένες τρύπες. Τα κορίτσια δεν θα σταθούν ποτέ ξανά στο βράχο των περιστεριών, τις ιστορίες για την Τύρο δεν θα τις ακούσουν ποτέ ξανά, κραυγές θα ξερνούν από τα μάτια τους τα κορίτσια εκείνα, σκουριασμένες αλυσίδες, καπνός, χώμα, σκιά και τίποτε τα κορίτσια που περιφρονούν τον βασιλιά και ξυπόλητα διαλέγουν εκείνες ποια παιδιά θα αγαπούν. Στη Βηρυτό οι σοφές γριές, όταν ακούν τις βραδινές εκρήξεις προσεύχονται στον τυφλό θεό για τα κορίτσια τους. Ύστερα σφαλίζουν τα παράθυρα και τις πόρτες γιατί θα φανούν εκείνοι με τα νομίσματα στα μάτια που γυρεύουν μια συντροφιά για την τεράστια νύχτα τους. Όταν ρωτούν τα παιδιά στη Βηρυτό, γιατί τα κορίτσια είναι πνιγμένα στο αίμα, οι σοφές γριές με τα κυρτωμένα σώματα και τα ακίνητα, σαν ψάρια νεκρά, χέρια μιλούν αποφασιστικά και αδιάφορα. Λένε μια ιστορία για εκείνους που ευχήθηκαν να γίνουν ρόδα και τώρα σκορπούν τα πρώτα τριαντάφυλλα από το στόμα. Και έτσι σκορπιούνται τα χρόνια μες στη σιωπή και το μαρασμό. Στη Βηρυτό τα στόματα είναι γερασμένα, οι άνθρωποι μοιάζουν με παράξενους όγκους αγωνίας, στη Βηρυτό. Θυμίζουν κτίρια μοντέρνα που τα γέρασε γρήγορα η υγρασία οι άνθρωποι στη Βηρυτό. Και όλοι γνωρίζουν πώς είναι να ανατινάζονται τα καταφύγια σου μες στα ζεστά μεσημέρια. Οι άνθρωποι καταφύγια.
Αφιερωμένα στα θύματα της τρομοκρατικής επέμβασης στη Βηρυτό. Μια θλιβερή συνέχεια, ένα ανάλογος εμπλουτισμός στο αφιέρωμα του 24grammata.com
Η 1η φωτογραφία είναι από γκραφιτι της Παλαιστίνης, του Μ, Δημελλά