γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Έφθανε ο θόρυβος. Εμείς μετρούσαμε τα λεπτά, μ΄ένα αδιέξοδο κενό μπροστά στα μάτια μας. Πίσω μας ονομαστικές εορτές, βαθμοί κελσίου και η γυναίκα του Διστόμου. Με το κατάμαυρο κεφαλομάντηλο.
Τίποτε σχετικό με παράδοση και σύμβολα. Αυτή η γυναίκα και οι άλλοι νεκροί που πίσω της δοκιμάζονται και ζουν όλες τις εποχές μες στις στάχτες, εικονογραφούν την απανθρωπιά που γαλούχησε τις ψυχές μας. Νομίζω πάντα, έτσι πίσω μου που στέκει αυτό το αερικό, νομίζω πως με ρωτά για ποιο λόγο τα παιδιά της γίνανε για πάντα σταυροί. Πες μου, πόσο χρυσάφι είπε ο παραμυθάς ζήτησε το ξωτικό απ΄τον βασιλιά για να του χαρίσει τη ζωή. Πες μου πώς και με τι αντοχή μετράς τέτοιο φόβο.
Τέτοια πράγματα, τέτοιος παράλογος ρεαλισμός δεν κατορθώθηκε ποτέ. Μες στις αίθουσες καθορίζουν ελεύθερα τις καμπύλες του κόστους για το βαμμένο μ΄ αίμα Δίστομο, για τα Καλάβρυτα και την κλεισμένη πόρτα και πάνω απ΄όλα τη χαριστική βολή. Δίστομο, Μεσολόγγι, Σμύρνη, Αθήνα, Ελευσίνα, Γκουέρνικα. Ας είναι. Πίσω απ΄τις κλειστές πόρτες που είναι το σύνδρομο ολόκληρης της ανθρωπότητας γράφεται έτσι και αλλιώς η ιστορία. Σημαίνει πως τίθεται ένα οριστικό τέλος στον πόνο, έτσι όπως μονάχα οι ίδιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ. Ας είναι. Στις επαρχίες, σ΄όλες τις μεγάλεις πόλεις όλα τα γήπεδα κάποτε θα γεμίσουν απ΄ την αξιοπρέπεια που επιβάλλει η ίδια η μνήμη. Σ΄αυτούς τους τόπους και σ΄όλες τις καρδιές θα γραφτούν τα παλιά λάθη. Τίποτε δεν καίγεται. Καμιά φαντασίωση και καμιά ηθική βλάβη δεν επιτρέπει στον θύτη να μην υπόκειται στο περί δικαίου αίσθημα. Είναι φορτία που κουβαλούν μέσα τους οι άνθρωποι. Μαζί με τις μέρες θα κρατήσουν τον απαραβίαστο αυτό ρυθμό μες στην καθημερινή τους περιπέτεια. Η συνείδησή τους γεμάτη προσευχές, άσβεστη μνήμη για εκείνο το καλύτερο μέλλον των παιδιών που ποτέ δεν ήρθε.
Ύστερα ένα ποίημα, απρόσκλητο, με καταγωγή απ΄τη γνήσια, λαίκή ιστορία αυτού του τόπου, έρχεται ν΄αποδείξει πως τίποτε δεν αλλάζει. Ας είναι. Μέρος εκείνου του ελληνικού που δεν μεταφράζεται, του ανεπίδεκτου είναι κρυμμένο μες στην πικρή γραφή του ποιητή.
Το ζωγραφίζειν για το συγγραφέα είναι μεγάλο προσόν, μα και βάθος μιας καρδιάς. Ας είναι. Οι καινούριοι συρμοί, οι γρήγορες αποδράσεις, οι σταθερές τροχιές μας κάποτε θα διασταυρωθούν. Θα το δεις. Κοι καρδιές μας θα βρουν επιτέλους δικαίωση. Είναι ένα πλήρωμα του χρόνου που φτιάχνεται επιτέλους ένας λαός, ζωσμένος μ΄ανθρώπινο πνεύμα και ανάλογη φιλοδοξία. Λαός που δεν χρεώνει το θάνατο, που τίποτε δεν δέχεται να συμψηφιστεί. Κρατεί άσβηστο ένα ικανό μέγεθος διαυγές και έτσι μπορεί να διασώζει και να κατοχυρώνει το αίσθημα.
Θωμά, τίποτε δεν άλλαξε. Όμως, ας είναι. Άμα νιώσουμε εκείνη τη γυναίκα, αν λέω αν, τότε θα καταλάβουμε κάτι απ΄την ιδέα που προκύπτει απ΄ένα αίσθημα που αρμόζει περισσότερο σε συντριβή και περηφάνια.
Και αν πάλι ποτέ δεν συμμεριστούμε τον πόνο της, τίποτε καινούριο δεν θα΄χει συμβεί. Επειδή, η γαλανόλευκη σφίγγει ζωντανούς σαν φίδι, η γαλανόλευκη του ευζώνου η ματωμένη, η γαλανόλευκη του Παπάγου η χεσμένη, σημαία σύμβολο όπως οι τελείες στις υπογραφές μασόνων, όπως οι νεκροί των εργατικών αγώνων, όπως τα λάθη των κομμάτων, όπως τ΄αρώματα των αποπάτων, όπως οι ρυτίδες και τ΄άσπρα μαλλιά των αιώνων. Μπορούμε ακόμη να λησμονήσουμε, καθώς πάντα, πόνους, θυσίες και αίματα, μπορούμε αργόμισθοι να ξεχυθούμε μες στην πόλη, γαμώντας τα μοτοσακό τους, τα μηχανάκια τους, τις μηχανάρες τους, τ΄αυτοκίνητά τους πληρώνοντας την βεντζίνα σαν κατσικίσιο γάλα. Στο διάβολο οι ποιητές και οι εμμονές τους και τα οράματα που παίζονται τις νύχτες στα μοναχικά σινεμά των δωματίων και η ποίηση, ζητιάνα των ρυθμών που δεν υπάρχουν πια προδομένη των μαγικών λέξεων που μαγαρίστηκαν από τους μαγαρισμένους του κώλου. Όσοι φύγαν, κρατούσαν στα δόντια έναν καλύτερο καιρό. Άλλοι μείναν πίσω φοβισμένοι για τις μέρες που φτάνουν μαζεμένες στις σαθρές μας πόρτες χαράζοντας σχήματα σαν πηγαδίσια χείλια και φωτιές. Ας είναι. Σε κάθε εποχή, Θωμά, εξωτερικές μάσκες και εσωτερικές πληγές αναλλοίωτες και αγιάτρευτες και σημαίες σκατωμένες και αρχαία βεγγαλικά στη διάθεση των νικημένων.
Άμα θες να ξεχαστείς απόψε έλα πάρε με απ΄το σπίτι. Έλα να περπατήσουμε στα Χαυτεία, νύχτα που είναι σφραγισμένες οι πόρτες των αγορών και υπάρχουν μονάχα άνθρωποι αληθινοί, παθιασμένοι, έξαλλοι. Άμα θέλεις θα πιούμε ολόκληρο το βράδυ ασετυλίνες. Θα δεις που τα μάτια κάποτε Θωμά στεγνώνουν. Ας είναι. Εσύ Θωμά τραβάς για τις παλιές ανηφοριές, ταβέρνες και φίλοι στο δρόμο σου και χωμάτινοι ήλιοι. Εγώ κρατώ απόψε κάτι σκόρπια σήματα απ΄τα παλιά, τα ξεχασμένα σου λόγια. Τα παραμύθια που αγαπώ τελειώνουν πάντα μ΄ένα παιδί που δεν φτηναίνει τη ζωή του, που δεν παίζει στα ζάρια την αγάπη του.Αν υπάρχει ζάρια και αν βρούμε την αγάπη, έτσι δεν είναι Θωμά;
Καληνύχτα λοιπόν.Απόψε με πνίγουν τα γκρεμισμένα αετώματα, τα κιονόκρανα, τα κορίτσια καρυάτιδες που βαστούν τόσους αιώνες εκείνη τη στοά. Απόψε θα κοιμηθώ στους κήπους, στο βάθος μιας πολιορκούμενης πολιτείας.
Καληνύχτα Θωμά, καληνύχτα.