«ΚΑΘΕΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΡΕΙΕΣ»
Εις μνήμην Αλέκου Παναγούλη, ήρωα.
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Τους αγώνες απειλούν οδοφράγματα, στημένα πάντα κάθετα στις οδούς. Πρόκειται για αυτοσχέδιες κατασκευές από τσιμέντο ή μπετόν, κάτι σκληρές γεωμετρίες που σέρνουν οι σκιές τις πιο σκοτεινές από τις νύχτες. Τέτοια εμπόδια λοιπόν, σταματούν παιδιά όπως ο Αλέκος, η Ηρώ, η Λένα, εκείνος ο ξεριζωμένος με την καταγωγή από τη Δραπετσώνα, που ήξερε καλά και εγνώριζε προτού τραγουδηθεί το θάνατο του γερανιού και άλλα τέτοια τραχιά πράγματα.
Τους αγώνες τους σταματούν σπασμένα φρένα, απειλές ανωνύμων στασιαστών, επιθέσεις βομβιστικές. Μα εκείνο που κατορθώνουν μονάχα, είναι να θρέψουν το ήθος των αγώνων, να φτιάξουν ήρωες, που επιζούν πέρα από χρόνια, που επιζούν μες στα σπίτια και στους σφυγμούς των συλλαλητηρίων. Τέτοια πράγματα κατορθώνουν όσοι θέτουν εμπόδια σε βέβαιους χειμάρρους και είναι οι πρώτοι, εκείνοι που απομακρύνουν τους ήλιους, που θα παρασυρθούν από την ξυλεία, το ποτάμι που στέκει σιωπηλό στον ήχο των κυνηγών, ετούτους θα κυνηγήσει με το μέγιστο, δυνατό μένος.
Είναι μακριά, πολύ μακριά εκείνη η πρώτη μέρα του Μάη. Και είναι λίγοι, εκείνοι που θυμούνται ακόμα τους βασανισμούς, τα μαύρα ποιήματα των απομονώσεων, το φαινόμενο της συντριβής και την πλήρη εφαρμογή του σε μέτρα ανθρώπινα. Είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται τον Αλέκο Παναγούλη. Περνούν κουρασμένοι από τις πλατείες με το όνομά του, οδηγούν παραληρηματικά, με εκκωφαντικές ταχύτητες στους δρόμους που φέγγουν με το όνομά του. Μα δεν θυμούνται, γιατί πράγματα όπως οι ήρωες είναι πια εκτός εποχής, εκτός πνεύματος, καθώς λένε όσοι ορίζουν τα χρόνια που ξοδεύουμε. Και έτσι κανείς δεν σιωπά για μια στιγμή όταν ακούει το όνομά του, κανείς δεν στέκει στην άκρια των μεγάλων λεωφόρων για να θυμηθεί εκείνον που δοκίμασε τη φρίκη των καθεστώτων. Είναι η εποχή μας, είναι τα χρόνια μας καιρός λησμοσύνης. Οι αρχές απαγορεύουν σταδιακά τις αναφορές σε ονόματα ηρώων, τις επετείους των πτώσεών τους, την ερμηνεία των εφαλτηρίων τους. Τούτα δεν χωρούν μες σε καιρούς υπερεθνικούς και είναι εκτός μόδας, εκτός εποχής οι εκφορές ματωμένων λέξεων, όπως Αλέκος, Ηρώ, Λένα.
Ο Αλέκος Παναγούλης, ο ποιητής και επαναστάτης, γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1939. Βασανίστηκε, τώρα τον θυμούνται σαν κύμα σαρωτικό, τώρα όλοι σκύβουν ευλαβικά, με δέος εμπρός στην ασπρόμαυρη μορφή του. Ο Αλέκος Παναγούλης, γεννηθείς εις Γλυφάδα Αττικής, δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού στρατού ξηράς σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα την Πρωτομαγιά του έτους ΄76. Έκτοτε ουδείς αμφισβητεί το ήθος του. Ουδείς αμφισβητεί πως τα κύματα, οι ποταμοί, οι ήρωες ανακόπτονται με κυματοθραύστες, με φράγματα, με φόνους.
Σε καιρό τάσεων επαναστατικών, ας μνημονεύονται οι ήρωες, οι άξιοι. Ως τέτοιο, μνημόσυνο ανθρώπινο μονάχα, ηθικό, ας ληφθεί ετούτο το σχόλιο.