«ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ», ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

Ο προηγούμενος αιώνας αποτέλεσε μία περίοδο συνεχών δοκιμασιών για τον τόπο μας. Στα πλαίσια διαρκών πολιτικών αναταραχών και μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν φυσικό, χώρες πιο αδύναμες, λόγω ιστορικών και κοινωνικών συγκυριών, να παραμείνουν ουραγοί στη διαδικασία της μεταβολής και του επαναπροσδιορισμού των νέων  συνεργασιών, οι οποίες τώρα πια στόχευαν σε ένα υπερεθνικό μοντέλο. Η Ελλάδα, εσωστρεφής, χειμαζόμενη, με διαρκείς,πολιτικές παλινωδίες, οι οποίες εστοίχισαν στη σταθερότητα, το βασικότερο πυλώνα μιας αναπτυξιακής πορείας, παρέμεινε σταθερά στο περιθώριο των αλλαγών. Τούτο, φυσικά είχε αντίκτυπο στη μελλοντική πορεία του έθνους, στην ενσωμάτωση των νέων τάσεων, στην εξέλιξη μιας πολιτικής προσωπικότητας, ικανής να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις των καιρών. Φυσικά, ως αδύναμο μέλος μιας ένωσης με συμμαχική και μόνο προοπτική εδέχθη πολλές φορές τα πλήγματα ετούτης της αδυναμίας, αναγκαζόμενη να διαχειριστεί κορυφαίες κρίσεις, σε εθνικό επίπεδο, για τις οποίες δεν υπήρχε η απαιτούμενη κοινωνική οργάνωση, καθώς και μια οικονομική αυτονομία ή επάρκεια για τη στήριξη της παραγωγής και του ανεκμετάλλευτου, εργατικού δυναμικού, το οποίο συσσωρευόταν στα μεγάλα, αστικά κέντρα, εγκαταλείποντας τις μακρινές πατρίδες και θίγοντας έτσι βάναυσα τόσο το εύρος, όσο και την ποιοτική στάθμη του παροικιακού, ελληνικού πληθυσμού. Η μικρασιατική καταστροφή, όπως εξελίχθηκε συνιστά μια επιβεβαίωση των παραπάνω. Ο δεύτερος, παγκόσμιος πόλεμος, ο αποδεκατισμός του πληθυσμού, η απαξίωση της παραγωγής και η εκμετάλλευση της ανθρώπινης δυστυχίας, ανέδειξε μια Ελλάδα ανίκανη να διαχειριστεί τον πλούτο και τη δυναμική της, ανήμπορη να θρέψει την ελπίδα και το άσβηστο όνειρο ενός δοκιμαζόμενου λαού. Ακόμα πιο εσωστρεφή χρόνια ακολούθησαν με εσωτερικούς σπαραγμούς, πολιτική αστάθεια και οικονομική στασιμότητα, στοιχεία τα οποία επέφεραν ένα ακόμα βαθύτερο πλήγμα στον ασύνδετο και ανοργάνωτο, ελληνικό, κοινωνικό ιστό. Η αστάθεια στο εσωτερικό και οι παρεμβάσεις από χώρες του εξωτερικού δεν επέτρεψαν στο κράτος να αναπτυχθεί με ισορροπία, καθώς σε κάθε μεταβολή των κατόχων της εξουσίας, οι νέοι οδηγητές εξαργύρωναν τα φιλικά προσκείμενα, προς τον τάδε ή το δείνα, ξένο ηγέτη συναισθήματά τους, δίνοντας στην έννοια της κατεύθυνσης χαρακτήρα ανεμοδείκτη. Η είσοδος  μιας βαλκανικής χώρας στους κόλπους της ευρωπαϊκής ένωσης συνιστά ένα σπουδαίο κατόρθωμα με αξία εθνική, αφού μες στα πλαίσια ενός πολιτισμού συσχετισμών το ελληνικό κράτος ξεπέρασε πολλές από τις «εφηβικές ασθένειές» του και κατέστη οργανωμένο και σύμφωνο με την εποχή του. Η ανάπτυξη ενός ισχυρού πόλου με φιλοευρωπαϊκή θεώρηση, δεν ήταν αρκετή όμως για να εξασφαλίσει μια πορεία προόδου. Στο εσωτερικό της χώρας, ο διχασμός εξαπλώθηκε πέραν του πολιτικού πεδίου, δημιουργώντας αναχρονιστικές τάσεις σε πολλούς τομείς. Το ελληνικό έθνος είχε αποκτήσει την πολυπόθητη αυτοδιάθεση, είχε ξεπεράσει τις ιστορικές «αρρυθμίες» του παρελθόντος και τώρα σοφότερο,  ήταν ικανό μεν, αλλά απρόθυμο δε να διαχειριστεί την ελευθερία του. Στην εθνική συνείδηση η Ευρώπη φάνταζε ως μονόδρομος. Στο εσωτερικό της χώρας, όμως μία κραταιά, εθνικά αυτιστική μειοψηφία είχε επιλέξει την καθιέρωσή της, μέσα από την προσκόλληση σε ατελέσφορες και σκληρά διαψευσμένες ιδέες του παρελθόντος. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και οι φωνές του εκσυγχρονισμού δεν περίσσευαν, ούτε μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια ανεμπόδιστη πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η επικαιροποιημένη κρίση επιβεβαιώνει πως υπήρχε ήδη από το πρόσφατο παρελθόν ένα σημαντικό ανάχωμα, το οποίο δεν θα επέτρεπε στη χώρα να εξελίξει τα μέσα και τις δομές της.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς αποτέλεσε ανέκαθεν μία από τις πιο προηγμένες φωνές στον ελλαδικό χώρο, αποδεικνύοντας πως παρά τις εθνικές εμμονές και την προσκόλληση σε ματαιωμένες στοχοθετήσεις, υπήρχαν πάντοτε άνθρωποι με σκέψη εξελιγμένη, οι οποίοι διέκριναν πως η ευρωπαϊκή συμμετοχή αποτελούσε μονόδρομο ώστε η ελληνική πραγματικότητα να αποκτήσει ένα διεθνή χαρακτήρα, σύμφωνο με τις απαιτήσεις των καιρών. Με γνωστική επάρκεια, δέκτης των πολλαπλών, πολιτιστικών και πολιτικών κινήματων στα ευρωπαϊκά κέντρα, ο Θεοτοκάς επισήμανε και αξιολόγησε με ψυχραιμία και επιχειρηματολογία ατράνταχτη την πεπαλαιωμένη, ελληνική αντίληψη για κάθε πτυχή της κοινωνίας. Παρά τις αντιδράσεις από πλευράς κριτικών, ο Θεοτοκάς δεν δίστασε να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα και τη στρεβλή, εθνοκεντρική αντίληψη, η οποία επικρατούσε στη χώρα, αποδεικνύοντας μια πραγματικά γονιμοποιό, στοχαστική σκέψη που δεν ταμπουρωνόταν στις απαιτήσεις της μικροαστικής, ελληνικής πραγματικότητας. Ο επαρχιωτισμός, οι εθνικιστικές κορώνες, τα αλύτρωτα πάθη, όλα ετούτα έβρισκαν σφοδρά αντίθετο τον Θεοτοκά, ο οποίος πίστευε πως το μέλλον της χώρας ενυπήρχε σε άλλες δράσεις, πιο σύγχρονες, ικανές να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις, υψίσυχνα ρεύματα, αφορμές μεταβολής της αυτιστικής προδιάθεσης την οποία παρουσίαζε τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό η χώρα.
Τις επισημάνσεις του αυτές, τις οποίες με τόσο κόπο και επιμονή υποστήριξε καθ΄όλη τη διάρκεια του πνευματικού του βίου, φρόντισε να τις διατυπώσει ήδη από τα νεανικά του χρόνια, επεκτείνοντας τις πεποιθήσεις του σε μια ευρύτητα θεμάτων, από τα οποία δεν θα μπορούσε να εκλείψει η τέχνη. Ακριβώς σε τούτο τον τομέα, έναν από τους πιο ουσιώδεις για την ποιοτική στάθμη ενός λαού, ο Θεοτοκάς υπήρξε αυστηρός, αδέκαστος κριτής μιας στείρας, δημιουργικής πραγματικότητας, η οποία όχι μόνο δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα εθνικά όρια και να καταστεί ερεθιστική, μα ενέτεινε τη φαυλότητα και συντηρούσε με σκόπιμο τρόπο απαρχαιωμένες απόψεις, για τη γλώσσα και τη δημιουργία. Ο Πολίτης, ο Αποστολάκης, άνθρωποι οι οποίοι διήυθυναν την πνευματική ζωή του τόπου δεν θα μπορούσαν ποτέ να συγκαταθέσουν σε μια προσέγγιση λιγότερο εθνική. Η κριτική τους τοποθέτηση απαιτούσε από τον δημιουργό να σταθεί στο ύψος της εθνικής του παράδοσης, να ολοκληρωθεί μες σε αυτήν και να θρέψει το χαρακτήρα της με πνευματικά προϊόντα, ανατροφοδοτούμενα από τις αρχές της. Με άλλα λόγια, οι κριτικές φωνές επέβαλαν όρους «εθνικής ωφελείας», αποκλείοντας την εγχώρια δημιουργία από τις νέες τάσεις. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Θεοτοκάς στο κομβικό έργο του «Ελεύθερο Πνεύμα», οι πνευματικοί ταγοί της εποχής του φώτιζαν την τέχνη με το ίδιο φως, με το οποίο κανείς μπορεί να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα τομέων, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση. Μπορούμε να ισχυριστούμε δηλαδή, πως εκείνο, το οποίο κλόνιζε τον Θεοτοκά, ήταν κυρίως η απροθυμία των εγχώριων, πνευματικών κύκλων να υποστηρίξουν ένα φυσικό, υπαρξιακό χαρακτηριστικό σχεδόν, της τέχνης, την ελευθερία της την ίδια.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς πίστευε και στήριζε την πραγμάτωση των πεποιθήσεών του στους νέους ανθρώπους. Σε εκείνους δηλαδή, που με τη σοφία της εφηβικότητας και της αλλαγής είναι οι μόνοι ικανοί να μεταβάλουν την ελληνική πραγματικότητα. Τέτοιες θέσεις, οι οποίες συνεπάγονται την πίστη στη νέα γενιά σπάνια διατυπώνονται από ανθρώπους του πνεύματος, ακόμα και αν συνιστούσαν πάντοτε τη μόνη αλήθεια. Ο Θεοτοκάς, γράφει: «Η εφηβικότητα τούτου του Έθνους, τονωμένη από τη δοκιμασία της προηγούμενης εικοσαετίας και από την ορμή του αιώνα είναι η μεγαλύτερή μας αξία και η σπουδαιότερη εγγύηση του μέλλοντός μας.» Βέβαια με την ίδια θέρμη με την οποία υποστήριξε τις νέες ιδέες, ώριμα και δίχως δισταγμό, έτσι θεώρησε και τη φυσική πρόθεση όλων των καιρών για την πραγμάτωση της έννοιας του «μοντέρνου.» Ο Θεοτοκάς απαίτησε από την εποχή του τον εκμοντερνισμό των μέσων της τέχνης, διατηρώντας όμως πάντοτε μια ακλόνητη αισθητική του ωραίου, όπως αυτό καθίσταται αποδεκτό μέσα από τη συλλογική ματιά όλων όσων φέρουν μια κοινή, εθνική αφετηρία, μια κοινή φιλοσοφία της ωραιότητας, ως στοιχείου του φυσικού κόσμου.
Η στάση του Γιώργου Θεοτοκά απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα θα μπορούσε να σταθεί επίκαιρη, μες στο σημερινό ζόφο της κοινωνικής ζωής. «Μίλησα κάπου για μια ανόρθωση ψυχής. Η έκφραση αυτή είναι όμορφη μα πολύ αόριστη, το ξέρω καλά και κινδυνεύει να θεωρηθεί ένας ρητορισμός, δίχως περιεχόμενο. Το αισθανόμαστε όλοι πως η ψυχή είναι ξεπεσμένη σήμερα στην Ελλάδα, πως οι εξωτερικές μεταρρυθμίσεις των πολιτικών μας και τα επιφανειακά σχέδια ανασυγκρότησης που μας φέρνουν κάθε τόσο εμβριθείς διδάκτορες των Πανεπιστημίων της Δύσης δεν κατορθώνουν να θεραπεύσουν τίποτα γιατί το κακό είναι στα βάθη.» Με τούτο, λοιπόν τον τρόπο, αποδεικνύεται περίτρανα πως ο Θεοτοκάς υπήρξε ένας στοχαστής με ισχυρή σκέψη, ο οποίος είχε κατορθώσει να αποκωδικοποιήσει την ελληνική ψυχή και να της υποδείξει με παρρησία τα ελαττώματα, μα και τις διεξόδους από το ασφυκτικό, σε κάθε εποχή, όπως αποδεικνύεται παρόν. Ο Θεοτοκάς απλώνει το χέρι προς τη νέα γενιά, στηρίζοντας σε εκείνη το όραμα για την ανάδειξη των νέων, ψυχικών δυνάμεων που λείπουν για το δυνάμωμα της σκέψης και το πέρασμα, με όλα τα εφόδια προς μια νέα εποχή.
Φαντάζεται κανείς τον Γιώργο Θεοτοκά ως έναν άνθρωπο μες στη δίνη και τη γονιμότητα του ευρωπαϊκού κόσμου, να απλώνει το χέρι, να χαμογελά και να μας πιστεύει, μες σε κάθε εποχή, παρά τα λάθη και τις φοβίες μας. Ο Θεοτοκάς υποδεικνύει την επιβαλλόμενη, ελληνική οδό μες στη διαχρονικότητα του πολιτισμού. Το «Ελεύθερο Πνεύμα» του συνιστά ένα εγχειρίδιο του ελληνισμού, μες σε κάθε εποχή.