Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (5η στάση, αφιέρωμα εν προόδω – Bob Dylan)

dylan 24grammata24grammata.com/Αμερική (αφιέρωμα  εν προόδω)

The songs of Bob Dylan (free ebook)
24grammata.com/ free ebook
[download] free ebooks on Classical Literature and History click here

Bob Dylan – Τραγούδια 1962-2001. εδώ 

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (5η στάση, αφιέρωμα εν προόδω)

έχουν  προηγηθεί κλικ εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Απόστολος Θηβαίος θα είναι ο οδηγός και ο ξεναγός μας σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι στην Αμερική του ωραίου, του έρωτα και της φαντασίας.

πέμπτη στάση του οδοιπορικού

ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ

«Πόσοι θάνατοι θα χρειαστούν, μέχρι κανείς να γνωρίζει,
    Πως τόσοι πολλοί έχουν πια χαθεί.»
Bob Dylan
Κρατήθηκαν γερά απ΄τα χέρια και τις καρδιές και περπάτησαν τον κόσμο. Ο γέρος ήταν όλο πληγές, το γένος του ήταν χαμένο μες στους αιώνες. Το παιδί πλάι του είχε όστρακα για μάτια και νεαρά χέρια κλωνιά. Και όλο ρωτούσε για τον κόσμο και τα οράματά του. Ο γέρος ποτέ δεν μιλούσε, μόνο μουρμούραγε έναν ωραίο, απελευθερωτικό σκοπό και μέτραγε τον ορίζοντα. Τραβούσαν κατά κει που οι σκέψεις είναι τίποτε και άνεμος.
Τα μεσημέρια βρέχουν τα πρόσωπά τους στις ήσυχες λίμνες, τα μεσημέρια όταν πνίγεται ο ήλιος ο γέρος αποκοιμιέται στις φυλλωσιές. Μοιάζει με εκείνους τους Βρετανούς σκλάβους που πέρασαν κάποτε στις καναδικές ακτές, ελεύθεροι, γυμνοί, σαν πρώτοι άνθρωποι. Τις αλυσίδες τους κατατρώνε τώρα τα νερά. Ύστερα, άμα πέσει η θέρμη της μέρας τραβούν κατά τις μεσοδυτικές πολιτείες που έχουν ψηλά βουνά με απίθανες ηλικίες και ακραίους σταθμούς. Ο γέρος γνωρίζει εκεί όλους τους φύλακες. Κάτι μελαγχολικά παιδιά από την Καλιφόρνια και την Νέα Υόρκη που αρνήθηκαν τον πόλεμο και ανταλλάζουν σήματα με φωτιές και γέλια σπασμένα σαν καθρέφτες. Ο γέρος κάποτε σκορπίζει σ΄όλους τους καιρούς, ο γέρος λευκαίνει απ΄τις προσευχές τα γόνατά του. Πελεκάει τρυφερά ξύλα καρυδιάς και όλο προσεύχεται υψώνοντας τα σπαραχτικά του χέρια προς τον καιρό, προς τον καιρό. Και το παιδί όλο ρωτά, γιατί, γιατί, γιατί και είναι τα μάτια του τότε καταγάλανα όστρακα, σαν φανταστικοί ουρανοί  ή το φως μέσα από τα χρωματιστά ενός ευλαβικού βιτρώ. Το παιδί ρωτά γιατί, γιατί, γιατί και πίσω απ΄τα όστρακα οι θύελλες που θ΄αγαπιούνται πάντα απ΄τα νερά. Το παιδί ρωτά σε ποιον θεό προσεύχεται ο γέρος με την ινδιάνικη κατατομή και εκείνος δείχνει τους άπειρους δρόμους και τους δυνατούς άνδρες που τους χαράζουν. Δείχνει τα θαλασσοπούλια και ζωγραφίζει τις ακτές που τα σκεπάζουν όταν ύστερα από χρόνια γίνονται κύμα και άμμος. Το παιδί μ΄αίματα στα χέρια, το παιδί μες στην έξαψη των πρωινών βομβαρδισμών, στις στέγες και τ΄ άσπρα σπίτια κρυμμένο για πάντα το παιδί, ματωμένο και θαρραλέο στον άνεμο και στις κορφές των βουνών. Το παιδί, πάνω στα ερείπια του κόσμου. Ο γέρος δείχνει θανάτους, παλιά οστά απ΄τις μεταναστεύσεις των ειδών και ανθρώπους δείχνει με τις ψυχές στα δόντια κρατημένες. Ο Οδυσσέας, οι σταυροφόροι, οι στρατιώτες του άξονα και ο σοφός της ερήμου. Τόσοι θάνατοι, κάποτε θα ερμηνευθούν.
Τα μάτια του παιδιού είναι μονάχα παράπονα, μεγάλες, ανθρωπιστικές νύχτες στους τροπικούς, το Βερολίνο, την Παλαιστίνη και αλλού. Στον άνεμο προσεύχομαι, στον άνεμο που κουβαλά τις κραυγές και τη σκοτεινή, τη συντελεσμένη μας μοίρα. Ο γέρος και το παιδί χάνονται μες στ΄απόφωνα. Πίσω χύνονται οι ήπειροι μες στα νερά, ήσυχα ταξιδεύουν, σαν άνθρωποι.