Επιμέλεια αναμνήσεων

 γράφει ο Απόστολος θηβαίος

[…Στην παρέα το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι παλιές τάσεις της μόδας. Τα κορίτσια λάτρεψαν το fancy look. Πολύχρωμες μίνι φούστες και μεγάλα γυαλιά ηλίου. Έτσι περιγράφεται η μόδα σήμερα για τις μικρές Λονδρέζες. Έρχεται ξανά και ξανά με μια λεπτή διαφοροποίηση στο στρίφωμα, το χρώμα ή το πατρόν. Ποτέ συντριπτική, διαλέγει το φόντο της προσεκτικά, καταργώντας κάθε απαγόρευση. Πάντα ήσυχα και διακριτικά.

Οι δρόμοι γύρω από την Bond Str προσελκύουν όλη την καλή κοινωνία. Τραπεζίτες, ευεργέτες, ζιγκολό, πανάκριβοι δικηγόροι που μπορεί να σου γλιτώσουν μερικά χρόνια με τ΄αζημίωτο φυσικά, συρρέουν για ένα καινούριο κοστούμι. Αναζητούν το ύφασμα με την αγωνία του συλλέκτη και δεν συμβιβάζονται αν τ΄αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό.

Κάποιοι από αυτούς που τριγυρίζουν αυτές τις συνοικίες, έχουν ξένα ονόματα. Εργάζονται για τον διεθνή τύπο. Φωτογράφοι, συντάκτες, κινηματογραφιστές, ένα απίθανο λεφούσι μελλοθανάτων. Στο σύντομο πέρασμά τους από τα ξενοδοχεία τα αγόρια έχουν να λένε για το ζεστό τους φέρσιμο. Ορισμένοι μεταφραστές συχνάζουν στο λόμπυ. Πίνουν και λένε ιστορίες από τον πόλεμο. Περιμένουν διαρκώς μια καινούρια αποστολή. Η μαρτυρία τους δεν φτάνει τη φρίκη του πολέμου…]

 

 

 

Ο Σάσα με ήρεμη,

με σταθερή φωνή

τραγουδά έναν σκοπό.

Ο Σάσα πετά τώρα

πάνω από τους λόφους,

σκύβει,

δίνει νερό στα 1100 παιδιά,

συμπληρώνει ατέλειωτους καταλόγους ονομάτων

μες στη μοναξιά

της Σρεμπρένιτσα.

Ο νόμος λέει,

 μην θυμάσαι.

Ο Σάσα αγροικάει τα χάλκινα

και πάει.

 

 

 

Σκέφτεται κανείς πώς είναι δυνατόν για τους Σέρβους και τις χώρες των Βαλκανίων να σβήσει ένας μύθος, όπως αυτός του Μάρκο Κράλι. Πώς θα μπορούσε ο Διγενής να πάψει την ασκητική του μάχη, πώς θα μπορούσε να γονατίσει και εκεί, στο στίβο του απάνω να συνθηκολογήσει. Το φορτίο που τον καθορίζει υπάρχει πια στα βάθη μας, αναγνωρίζεται ως υλικό γεννετικό. Ένα σπάνιο άνθος που δούλεψε με υπομονή, αιώνες τώρα όλες τις πιθανότητες των χρωμάτων και σήμερα περήφανα κατέχει τη μία, την αμετάφραστη.

 

Στις διαρκείς στροφές της ιστορίας όσα σώζονται δεν είναι παρά σπαράγματα αρχαίων αισθήσεων. Κάτι σαν τους προβολείς των αυτοσχέδιων κινηματογράφων που μες στους καπνούς και τις βενζίνες αποκάλυπταν καινούριες ζωές εμπρός στα παιδικά μας μάτια. Με αυτά τα καρέ όμως πασχίζουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας, ισορροπώντας πάνω σε έρωτες, φιλίες, δόγματα και μνήμες. Εκείνες οι μηχανές έχουν παλιώσει πια. Τα σινεμά κλείνουν το ένα μετά το άλλο.Τις αποστάσεις απ΄τα γεγονότα και τα πράγματα υπερκαλύπτει πια η ιστορία. Νωπή, με το νόμισμα κάθε εποχής ανάμεσα στα δόντια της μοιάζει μ΄οφειλή και μοναδική δυνατότητά μας, καθώς όλο και βαθύτερα φέγγει το είδωλό μας στους καθρέφτες.

 

Το πρόσφατο κάλεσμα της σερβικής κυβέρνησης για διαγραφή της ιστορίας απ΄τα σχολικά βιβλία επιβεβαιώνει πως όλα τα παραπάνω μπορούν να συμβούν. Μπορούν όταν οι λαοί αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τα λάθη του παρελθόντος, γιορτάζοντας τη λήθη, την πιο εύκολη λύση. Όταν έθνη ολόκληρα θάβουν ακόμη βαθύτερα τους νεκρούς τους, βάζοντας τον κίνδυνο ως μοναδική παρακαταθήκη για το μέλλον.

 

[…Ο Σάσα λέει πως εκείνη η εποχή ο κόσμος μύριζε ανθρώπινο αίμα. Λέει πως ο πόλεμος ήταν φοβερός, πιο σκληρός από ποτέ. Σαν να ΄χε λείψει αυτό το ένστικτο του θανάτου και τώρα ο πολιτισμός μας το επιζητούσε εναγωνίως. Στρατιώτες που αυτομολούσαν αναλάμβαναν δράση στις επαρχίες. Σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν. Στο τέλος ύψωναν πάνω στα συντρίμια μια σημαία και αργά, χορτασμένοι γυρνούσαν πίσω στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ο πόλεμος είναι μια πολύ απαιτητική εργασία, λέει όλο ειρωνεία ο Σάσα, λιώμα απ΄το ποτό. Αυτοί οι άνδρες επέστρεφαν περήφανοι, σίγουροι για τον αριθμό των νεκρών, για τα κορίτσια που ποτέ δεν θα ξεχάσουν.Στη μηχανή του έχει φωτογραφίες από εκείνα τα γεγονότα. Ένα ακρωτηριασμένο παιδί, σωροί σκεπασμένες, τόσο σιωπηλές, σχεδόν ξένες γι΄αυτόν τον έξαλλο κόσμο που σκοτώνεται κατά εκατοντάδες πίσω από το γυαλί. Μισοδιαλυμένα κτίρια που κρατιούνται απ΄ένα ανεξήγητο κουράγιο.

Η ώρα είναι περασμένη.Ο Σάσα τραγουδά ξανά σκοπούς του ποταμού. Λουφάζει πάνω στο μπαρ και με κομμένη την ανάσα του περιμένει την καινούρια αποστολή. Ως το πρωί θα΄χει ξεχάσει…]