δείτε τη συλλογή των έργων και των μελετών του Βιζυηνού στο 24grammata.com (συλλέκτης ιδεών)
Ηθογραφικά στοιχεία και αφηγηματικές τεχνικές στο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και στο «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» του Γ. Μ. Βιζυηνού
του Κώστα Κυριάκη (constantinoskyriakis.blogspot.gr)
Εισαγωγή
Αφετηριακό έτος της δημιουργικής πεζογραφίας του Γ. Μ. Βιζυηνού είναι το 1883. Από τα οκτώ διηγήματά του, τα επτά καλύπτουν ένα χρονικό άνυσμα περίπου δύο ετών. Το όγδοο θα δημοσιευτεί αργότερα – μετά τον εγκλεισμό του στο φρενοκομείο – τον Απρίλιο του 1895 και ακριβώς ένα χρόνο πριν από το θάνατό του. Η εναρκτήρια πράξη, λοιπόν, τοποθετείται τον Απρίλιο του 1883.[1] Ο Βιζυηνός βρίσκεται στο Λονδίνο και από εκεί – με τη συνδρομή του Βικέλα[2] – απέστειλε στο περιοδικό Εστία το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου». Το Μάρτιο του επόμενου έτους θα αναγκαστεί να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα, εξαιτίας του θανάτου του χρηματοδότη και προστάτη του Γ. Ζαρίφη. Το φάσμα του πρακτικού βίου είναι πια ορατό.[3] Στις 17 Ιουνίου και 1η Ιουλίου η Εστία θα δημοσιεύσει «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», με θέμα την επιστροφή του εγγονού για να προλάβει τον παππού του πριν πεθάνει και σε δεύτερο επίπεδο τη διάψευση του παιδιού που αποκαλύπτει πως τα παραμύθια δεν είναι αληθινά. Η ρητορική των συμπτώσεων[4]…
Η έννοια του ηθογραφείν και η ποιητική της ηθογραφίας
Η παρασύνθετη λέξη ηθογραφία αναφέρεται ταυτόχρονα σε θεματικά (ήθος-) και τεχνοτροπικά (-γράφω) χαρακτηριστικά ενός αφηγήματος. Το συνθετικό ήθος παρουσιάζει τη μέγιστη σημασιακή ελαστικότητα ανταποκρινόμενο στην ηθική, στις συμπεριφορές και στους χαρακτήρες, αλλά και στη λαογραφική σύλληψη των ηθών και των εθίμων. Το συνθετικό γράφω παραπέμπει στη διαδικασία της περιγραφής, στην αναπαράσταση. Δηλαδή, η ηθογραφία αποβλέπει στην αναπαράσταση των ηθών, στην απόδοση μιας σύγχρονης πραγματικότητας και έτσι συνδέεται με το κυρίαρχο ρεύμα του ευρωπαϊκού ρεαλισμού.[5]
Ο ρεαλισμός σημασιοδοτεί την προσωπική μαρτυρία και τη συνθετική αξιοποίηση του παρελθόντος, προκρίνοντας τη στροφή προς το πραγματικό, το επικαιρικό και το καθημερινό και προτείνοντας την αντικατάσταση της φαντασίας με την εμπειρία και την παρατήρηση, στοχεύοντας στο ξεπέρασμα της ρητορικής θρηνολογίας και αμετροέπειας. Ένας ξεχωριστός κλάδος του ευρωπαϊκού ρεαλισμού[6], που εκδηλώνεται περίπου την εποχή της πνευματικής οικοδόμησης του Βιζυηνού, και αρύεται το θεματογραφικό του υλικό από τις πηγές του ιστορισμού και της λαογραφίας, είναι ο ρεαλισμός που επικεντρώνεται στην περιγραφική αναπαράσταση με αληθοφανή[7] τρόπο των ανθρώπινων καθημερινών ασχολιών στο πλαίσιο των εθίμων, των ηθών και «εν γένει του συλλογικού τρόπου ζωής»[8] μιας, συνήθως κλειστής, κοινωνικής ομάδας (αγροτικής ή αστικής).
Το 1870[9], ο Ν. Γ. Πολίτης, μέλος της επιτροπής του συλλόγου «Παρνασσός», εργάζεται για τη συλλογή ανέκδοτων ηθών και εθίμων, μύθων, παροιμιών, αινιγμάτων και ποικίλης γλωσσογραφικής ύλης του λαού της Ελλάδας.[10] Ο λαογραφισμός, ήδη από το 1860, έτεινε «να εδραιωθεί στο πιο κεντρικό και βασικό σημείο της ελληνικής παιδείας».[11] Τώρα είχε έρθει και τυπικά η ώρα του: «ο άνεμος της λαογραφίας πνέει παντού».[12] Είναι η αποφασιστική στιγμή για τη γέννηση και στην Ελλάδα ενός νέου γραμματολογικού είδους: του ηθογραφικού διηγήματος.
Τον «εκλαογραφισμό της λογοτεχνίας»[13] υποβαθρώνουν η κυριαρχία του επιστημονισμού, του εμπειρισμού και του θετικισμού παράλληλα με τις νέες ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνται.[14] Έτσι, το πέρασμα από το καθολικό στο μερικό, από τη διαχρονία στη συγχρονία, από τη φαντασία στη μνήμη εκδηλώνεται με νέες αφηγηματικές εκτυπώσεις, με μια νέα οικονομία του λόγου, που αρχίζει να «λειτουργεί απομνημονευτικά περισσότερο παρά αυτοβιογραφικά (…) ο συγγραφέας είναι μάλλον αυτόπτης μάρτυρας και παρέχει πληροφορίες περιορισμένης εμβέλειας (…) προσβλέπει σε έναν αποδέκτη – συνομιλητή, άυλο αλλά νοερά παρόντα (…) ο λόγος (…) εξουσιάζει με τις συγκινησιακές του μεταπτώσεις όλο το υλικό πληροφόρησης, συμπεριλαμβάνοντας και την πλοκή της ιστορίας. Αυτή η συγκινησιακή κυριαρχία συντελεί στην «ποιητικότητα» του κειμένου».[15]
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Γ. Μ. Βιζυηνός θα δημοσιεύσει το πεζογραφικό του έργο συνείροντας τη λαογραφία με τη ψυχογραφία των προσώπων. Οι αφηγηματικές του τεχνικές τείνουν ουσιαστικά, αν και στο πλαίσιο ενός «ρεαλιστικού» τρόπου γραφής, να υπονομεύσουν τον ρεαλισμό, δείχνοντας τη ρευστότητα των στερεοτύπων: φύλο, έθνος, θρησκεία και τονίζοντας, παράλληλα, πως η αντικειμενική θέαση της πραγματικότητας στοιχειοθετείται από υποκειμενικές κατηγορίες. Η ρηματική διατύπωση της υποκειμενικότητας συνήθως σβήνεται σε μια σιωπή ή ακυρώνεται από το θάνατο. Η ιστορία κινείται με συνέχειες και ασυνέχειες: ο Φαναριωτισμός και ο Ρομαντισμός είναι ακόμη ισχυροί.
Ηθογραφικά στοιχεία και αφηγηματικές τεχνικές στο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και στο «Ο Μοσκώβ-Σελήμ»
Οι προγραμματικές αρχές του διηγηματογράφου Βιζυηνού βρίσκονται σε μια «εκ των υστέρων» ομολογία του στον κριτικό της Πόλης Νικόλαο Βασιλειάδη: «(…) κατορθώσας δια των εν τη Εστία διηγημάτων μου να υποδείξω (…) τι εστί διήγημα, τι εστί μελέτη και αναγραφή του εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων υπό τύπον διηγήματος και λογογραφίας, εν καθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει».[16] Η υπόδειξη του Βιζυηνού συμπίπτει με εκείνη της προκήρυξης της Εστίας που κάνει λόγο για «αναπαράστασιν σκηνών της ιστορίας ή του κοινωνικού βίου ενός λαού, ή εις ψυχολογικήν περιγραφήν χαρακτήρων».[17] Ή ο Βιζυηνός θυμάται, ένδεκα χρόνια μετά, τόσο καλά το περιεχόμενο της προκήρυξης ή πρόκειται για κοινή συνείδηση της εποχής.
Η διατύπωση της ομολογίας του Βιζυηνού υποδηλώνει την ηθογραφική κατεύθυνση του έργου του και την πρόθεσή του να εντάξει στο χώρο, κοινωνικό και φυσικό, και στο χρόνο, συγχρονικό, τους ήρωές του και τις πράξεις τους. Ταυτόχρονα, καθορίζει τις περιοχές από τις οποίες ο ίδιος άντλησε τις υποθέσεις των έργων του: α) ο ιστορικός βίος, β) η λαϊκή παράδοση και γ) η ψυχολογική διείσδυση στον κόσμο των ηρώων του. Η έμφαση, όμως, δίνεται στην ψυχολογική διάσταση του έργου του και που είναι η περιοχή της ώσμωσης της ελλαδικής εμπειρίας και της ευρωπαϊκής παιδείας του Βιζυηνού.
Οι σπουδές του στη Γερμανία, όπου από το 1858 ο W. Riehl είχε προσδιορίσει τις προγραμματικές αρχές της επιστήμης της λαογραφίας (Volkskunde), η οποία έθετε ως βασική επιδίωξη να ανακαλύπτει τα συστατικά στοιχεία της λαϊκής ψυχής (Volksgeist), έτσι ώστε να επιτρέπουν την αυτοεπίγνωση της εθνότητας,[18] σε συνδυασμό με το ισχυρό πρόταγμα της ανεύρεσης και εδραίωσης της εθνικής ταυτότητας,[19] που κυριαρχούσε στην Ελλάδα, θα οδηγήσει τον Βιζυηνό να προσθέσει το δικό του επιχείρημα, ώστε να στοιχειοθετήσει αποτελεσματικά τη θεωρία της «συνέχειας» αλλά και να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια.[20]
Η λαογραφική προσέγγιση των παραδόσεων σε επίπεδο λογοτεχνικής έμπνευσης προϋποθέτει μια ισχυρή συναισθηματική σχέση, μια διαλεκτική με το περιβάλλον, που, τουλάχιστον, στον Βιζυηνό αποτελεί conditio sine qua non. «Το χωμάτινο τοπίο»[21] της Βιζώς λειτουργεί σε συνάρτηση με τους ανθρώπους, τη μικρή αγροτική κοινωνία της και, κυρίως, με το μικρόκοσμο της οικογένειας. Ο Βιζυηνός έχει στο αίμα του την παράδοση, τα συλλογικά αρχέτυπα και τους μύθους με τις μεγάλες διάρκειες, την ευστάθεια των δομών και την αίσθηση της επανάληψης. Παράλληλα, η προσπάθεια καταγραφής αναμνήσεων από το λαϊκό περιβάλλον της Θράκης, βρίσκει και μια άλλη τυπολογική κατάταξη σε σχέση με την ιδεολογία της ελληνικής λογοτεχνίας της εποχής: ο λαός εγγράφεται ως υπόσταση μονίμως παρούσα αλλά και διαρκώς απωθούμενη. Η λαϊκότητα, έτσι, εμφανίζεται ως επιθυμητή διάσταση, ωστόσο δεν επιδιώκεται το αναποδογύρισμα της ιστορίας. Η όλη προσπάθεια εκτονώνεται στην αναπόληση των πραγμάτων που ελλοχεύουν στις σιωπές και στις παύσεις του επίσημου λόγου.[22]
Η αφήγηση είναι πράξη που αφορά τη γλώσσα και δεν έχει σχέση με τη μίμηση των πράξεων: τα πράγματα νοούνται και αποκτούν σημασία μόνο μέσα από τις σχέσεις τους, δηλαδή η ταυτότητα και η ιδιαιτερότητά τους προκύπτει από τη διαφορική αλληλεξάρτησή τους.[23] Η εντύπωση του πραγματικού είναι η εντύπωση του κειμένου. Στη θέση της πραγματικότητας έχουμε σημειολογικά μια νοητική της εικόνα, που προσδιορίζεται από τη γλωσσική έκφραση και τους τρόπους εκφοράς της.
Για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της πλοκής, αφού η αφήγηση συνθέτει την ιστορία,[24] ο Βιζυηνός υιοθετεί μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση εσωτερικά εστιασμένη, που εξυπηρετεί την περιορισμένη προοπτική που επιδιώκει ο συγγραφέας–αφηγητής (: το εγώ – υποκείμενο – της αφήγησης), μια και ο αφηγητής στην περίπτωση της εσωτερικής εστίασης ταυτιζόμενος με ένα πρόσωπο περιορίζεται να πει εκείνο που το πρόσωπο αυτό (: το εγώ – αντικείμενο – της αφήγησης) γνωρίζει, σκέπτεται, αντιλαμβάνεται. Παράλληλα, καταφεύγει στη χρήση ελεύθερου πλάγιου λόγου που υπηρετεί την εσωτερική εστίαση της αφήγησης, ωστόσο συνιστά παράθεση του λόγου του αφηγητή. Έτσι, ο λόγος του παιδιού ή του Μοσκώβ-Σελήμ (ή ακόμα και του Σακήρμπαμπα) είναι δομικά δευτερογενής λόγος, διπλά διαμεσολαβημένος και εγκιβωτισμένος μέσα στον προσωπικό λόγο του αφηγητή-μάρτυρα, που εγγυάται για την εγκυρότητα του παρατιθέμενου λόγου. Όμως, η εσωτερική εστίαση απομακρύνει το λόγο από το ηθογραφικό, ντοκουμενταρίστικο και περιγραφικό ύφος.[25]
Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν και οι εγκιβωτισμένες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του παιδιού (σ. 168-184) και του Μοσκώβ-Σελήμ (σ. 213-247), που με τη σειρά της εγκιβωτίζει άλλες, και που δημιουργούν σχέσεις αιτιολογικής εξήγησης ανάμεσα στις ακολουθίες στο αφηγηματικό επίπεδο, διαμορφώνοντας τη φωνή του κειμένου, δηλαδή τη μεταγενέστερη αφήγηση του εξωδιηγηματικού-ομοδιηγηματικού αφηγητή σε παρελθόντα χρόνο.
Και στα δυο διηγήματα, η αφηγηματική διαδικασία στηρίζεται στη μνημονική αναπαράσταση μιας πραγματικότητας με τη «ζωγραφική» ή «φωτογραφική» περιγραφή προσώπων και σκηνογραφικής πλαισίωσης της δράσης, με «φωνογραφική» καταγραφή του λόγου και χρήση του τοπικού ιδιώματος και με την άρθρωση των γεγονότων πάνω στην αιτιακή βάση της χρονικής διαδοχής τους. Το λαογραφικό στοιχείο είναι αναπόσπαστο μέρος της αφηγηματικής κυκλικής δομής, αφού, τουλάχιστο, στο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», η εξήγηση του τίτλου προϋποθέτει τη γνώση μιας ελληνικής λαϊκής δοξασίας,[26] «πεθαίνω με τα μάτια ανοιχτά»,[27] που η σημασιοδότησή της θα σημάνει και το πέρασμα από το μυθικό στο πραγματικό και θα λύσει το αίνιγμα του τίτλου.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όμως, είναι η ψυχογραφία των προσώπων: η πλοκή κλιμακώνεται με την αποκάλυψη της αιτιότητας που καθορίζει τη συμπεριφορά κάποιου χαρακτήρα και κλείνει με την αποδοχή αυτής της αιτιότητας ως αναπότρεπτης και μοιραίας. Η αφηγηματική αποκάλυψη αυτής της αιτιότητας επιχειρείται με την εξήγηση και ο τρόπος αυτός φέρνει την μυθοπλασία κοντά στην επιστημονική ανάλυση.[28] Ωστόσο, οδηγώντας τη ψυχογραφία στις ακραίες συνέπειές της αποκαλύπτεται η απουσία μιας ασφαλούς συνείδησης της πραγματικότητας και έτσι λειτουργεί ως καταλύτης της συνείδησης του πραγματικού: «το μόνο σταθερό στοιχείο στα διηγήματα είναι η παρουσία της αβεβαιότητας, της αμφισημίας και της σχετικότητας».[29]
Verum Factum
Στα διηγήματα έρχονται σε σύγκρουση σχεδόν όλες οι νόρμες της εποχής: θρησκευτικές, εθνικές, κοινωνικές, οικογενειακές.[30] «Η αποστασιοποιημένη-ειρωνική στάση του αφηγητή,[31] που αρκείται να επισημαίνει την αδυναμία σαφούς διάκρισης ανάμεσα σε συναφείς νόρμες (π.χ. οι αρσενικοί χαρακτήρες έχουν θηλυκές πλευρές, όπως συμβαίνει και αντιστρόφως) καταργεί την ίδια την αυτόνομη σημασία και ύπαρξή τους».[32] Πρόκειται για παραλλαγές γύρω από το βασικό θέμα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της πλασματικής πραγματικότητας. Το έργο κινείται στο χώρο του δίσημου, του διώνυμου, του δίφυλου και του διεθνικού.
Ο Μοσκώβ-Σελήμ και ο παππούς, για διαφορετικούς λόγους, μητρική επιθυμία ο πρώτος, ιστορική αναγκαιότητα[33] ο δεύτερος, μοιράζονται μια κοινή παιδική εμπειρία: μέχρι τα δώδεκα ο ένας και έως τα δέκα ο άλλος μεγαλώνουν σαν κορίτσια που «έξαφνα» (σ. 215) και «δια μιας» (σ. 197) γίνονται αγόρια.[34] Φαίνεται – και οι μεταλλάξεις του φαίνεσθαι ρυθμίζουν τη ζωή[35] – πως το βιολογικό φύλο «άνδρας» ή «γυναίκα» δεν είναι το καθοριστικό γεγονός, αλλά μια κατασκευή. Η συγκρότηση ταυτότητας, κοινωνικού φύλου, είναι το προϊόν συμπεριφορών και κοινωνικών σχέσεων αλλά και της διαδικασίας της αναπαράστασης και της αυτοαναπαράστασης.[36]
Ο παππούς δεν θα μπορέσει τελικά να ενδυθεί το νέο ρόλο που του επιβάλει το φύλο/γένος του και να χειριστεί το νέο χώρο του: «Ακόμα δεν έμαθα πώς να δένω το καινούριο μου καβάδι, και μ’εδωσαν και γυναίκα για να κυβερνήσω!» (σ. 195) και έτσι οι παραδοσιακοί όροι συγκρότησης οικογένειας θα αντιστραφούν και η αντιστροφή αυτή θα δοθεί από τον ίδιο τον παππού με ευστοχία: «Αντί να με πάρη κανένας Γιανίτσαρος – μ’ επήρεν η γιαγιά σου» (σ. 195) σημαίνοντας ταυτόχρονα και τις διαφορετικές[37] λειτουργίες γένους που θα επιτελέσει η γιαγιά Χρουσή.
Για το Μοσκώβ-Σελήμ η διαπλοκή είναι μεγαλύτερη έτσι ώστε να μην αναζητά μόνο τη συγκρότηση της «φυλικής» του ταυτότητας αλλά και της «φυλετικής» και «θρησκευτικής» του. Η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας ανάγεται σε ζητήματα πίστης και αφοσίωσης: πρώτα στον πατέρα και μετά στην πατρίδα. Ο κλυδωνισμός των εννοιών αυτών – με μια σειρά διαψεύσεων, όπως το περιστατικό με τη σημαία (σ. 221-223), η στάση του πατέρα (σ. 215 και 233-234), η συμπεριφορά των Ρώσων[38] (σ. 238-242) – στον άξονα της σχέσης «ταύτιση-επιθυμία» θα αποσταθεροποιήσει τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, προσγράφοντας τον Σελήμ στην τάξη των τρελών, ουσιαστικά εξουδετερώνοντάς τον.
Αυτό όμως που έχει σημασία, τελικά, είναι πως ο αντικειμενικός κόσμος στοιχειοθετείται από υποκειμενικές κρίσεις: «Ο Σελήμ, εδημιούργησεν εαυτώ ρωσσικόν εν τη ελληνική εκείνη χώρα βίον, διότι η ζωηρά αυτού φαντασία, δεκαζομένη υπό της ρωσσικής αδυναμίας, συνεπλήρου τας ελλείψεις του βίου εκείνου ούτως, ώστε να αίρεται προ των οφθαλμών αυτού το κωμικόν δι’ ημάς τους άλλους και γελοίον, ακριβώς όπως η αγαθή εκείνη χανούμισσα έπλαττεν εν εαυτή κατά φαντασίαν θήλυ τέκνον ενδύουσα και βάφουσα τον ανδρικώτατον Σελήμ ως θυγάτριον» (σ. 248).
Ωστόσο, στον Μοσκώβ-Σελήμ επειδή «μεγάλως των διαφερόντων καθεστώτων»[39] φαίνεται τελικά πως το αίμα θριαμβεύει και η εθνική και θρησκευτική ταυτότητα καθορίζεται βιολογικά και επομένως η τάξη, ως είθισται, αποκαθίσταται.[40]
Σύνοψη
Οι δημιουργικοί πυρήνες της τέχνης του Βιζυηνού είναι οι παραδόσεις – ό,τι θα ονομάζαμε «λαογραφικό υπόστρωμα» – οι σπουδές του στο εξωτερικό – φιλοσοφικές και ψυχολογικές – και τέλος η αναδρομική λειτουργία της μνήμης. Με τη σύζευξη, τη συμπλοκή και την υπέρβαση των υποστρωμάτων αυτών προκύπτουν νέες ποιότητες, όπως η μετακίνηση, μεταξύ άλλων, προς ευρείς ψυχογραφικούς ορίζοντες, και συνεπώς η κατάθεση μιας νέας ποιητικής τού μεταξύ, του ανάμεσα, που συντελεί στον συγκερασμό των ορίων, δηλώνοντας τη ρευστότητα στερεοτύπων, τα οποία αφορούν ζητήματα φύλου, εθνότητας και θρησκείας. Το έργο του λειτουργεί ως σημείο αιχμής, ένα τέλος και συγχρόνως μια αρχή, όμως, πάντα, μέσα στα όρια της παράδοσης.
http://www.tovima.gr/files/1/migratedData/D2003/D1130/1neb46a.jpg
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. Αθανασόπουλος, Γ. Βιζυηνός. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1996 (γ΄ έκδ.).
Β. Αθανασόπουλος, «Είναι δυνατή μια «πανεπιστημιακή» αφηγηματική πεζογραφία; (Η περίπτωση του Γ. Βιζυηνού)», στο Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998.
Ευ. Γρ. Αυδίκος, «Εννοιολογικές διαστάσεις της παράδοσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού», Εξώπολις, τχ. 5, καλοκαίρι 1996.
Ν. Ι. Βασιλειάδης, Σελίδες του Δρομοκαϊτείου, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, εν Αθήναις, τυπογραφείον «Εστία» Κ. Μάϊσνερ και Ν. Καργαδούρη, 1910.
Κ. Βεργόπουλος, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αι. (Η ελληνική κοινωνία 1880-1895), Αθήνα: Εξάντας 1978.
Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Αθήνα: Ερμής 1991 (γ΄ έκδ.).
Π. Βουτουρής, Ως εις καθρέπτην… Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αι., Αθήνα: Νεφέλη 1995.
Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός ρομαντισμός, Αθήνα: Ερμής 1985.
Φ. Α. Δημητρακόπουλος, Ο νεοελληνισμός στη λογοτεχνία 19ος-20ος αι., Αθήνα: Επικαιρότητα 1990.
Μ. Κακαβούλια, «Η λογική της αφήγησης και η επιθυμία της ερμηνείας στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998.
Π. Καρπούζου, «Οι περιπαίκται και είρωνες: η ποιητική της ειρωνείας στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998.
Α. Κυριακίδου-Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας, Αθήνα 1978.
Γ. Μελισσαράτου, «Ο Καραβέλας, η ηθογραφία και κάποια προβλήματα αφηγηματικής ορολογίας», Διαβάζω, τχ. 281, 19/02/1992.
Μ. Μικέ, «Μετ(αμφίεση) και ποιητική στον Βιζυηνό», στο Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998.
Ι. Μ. Μπακιρτζή, «Οι ιστορικές συνιστώσες της ιδεολογίας και του έργου του Γ. Βιζυηνού και η οθωμανοκρατία στη Θράκη το Β΄ μισό του 19ου αι.», Αθήνα 1999 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή).
Π. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός», στο: Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Αθήνα: Ερμής 1991 (γ΄ έκδ.).
Γ. Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα 1982.
Π. Παπαχριστοδούλου, «Ο Γ. Βιζυηνός Λαογράφος», Ελληνική Δημιουργία, 1949, αφιέρωμα στο Γ. Βιζυηνό.
Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα: Εστία 1989 (γ΄έκδ).
Δ. Τζιόβας, Μετά την αισθητική, Αθήνα: Γνώση 1987.
Δ. Τζιόβας, «Η μελαγχολία του Μοσκώβ-Σελήμ», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998.
Δ. Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Αθήνα: Οδυσσέας 2002 (β΄έκδ.).
Μ. Χρυσανθόπουλος, Γ. Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αθήνα: Εστία 1994.
R. Beaton, «Realism and folklor in 19th century Greek Fiction», στο Byzantine and modern Greek studies, τχ. 8, 1982-1983.
R. Beaton, «Ο Βιζυηνός και ο ευρωπαϊκός ρεαλισμός», Διαβάζω, τχ. 278, 08/01/1992.
Μ. Peri, Δοκίμια αφηγηματολογίας, επιμ. Σ. Ν. Φιλιππίδης, Κρήτη: ΠΕΚ 1994.
Μ. Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα: Κέδρος 1991 (γ΄ έκδ.).
Σημείωση: οι αριθμοί δίπλα στις παρενθέσεις στο κείμενο αυτό παραπέμπουν στις σελίδες της έκδοσης: Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Αθήνα: Ερμής 1991 (γ΄ έκδ.).
[1] Ένα μήνα περίπου πριν από την προκήρυξη του περιοδικού Εστία για τη συγγραφή διηγήματος.[2] Βλ. Μ. Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα: Κέδρος 1991 (γ΄ έκδ.), σ. 84.
[3] Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, Αθήνα: Ερμής 1991 (γ΄ έκδ.), σ. 174: «Η αηδής και ανιαρά μονοτονία του πρακτικού βίου».
[4] Βλ. Μ. Κακαβούλια, «Η λογική της αφήγησης και η επιθυμία της ερμηνείας στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, Κομοτηνή: Δήμος Κομοτηνής – Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων 1998, σ. 128: «η σύμπτωση και οι εκδοχές της στα διηγήματα του Βιζυηνού (…) συσχετίζουν την γραφή του με μια προμοντερνιστική γραφή και μας θυμίζουν συνειρμικά κατά κάποιον τρόπο την υπερρεαλιστική σύμπτωση της αυτόματης γραφής».
[5] Βλ. Γ. Μελισσαράτου, «Ο Καραβέλας, η ηθογραφία και κάποια προβλήματα αφηγηματικής ορολογίας», Διαβάζω, τχ. 281, 19/02/1992, σ. 16-17.
[6] Ο κλάδος αυτός του ρεαλισμού έχει την αφετηρία του στη Ρωσία με τον Τουργκένιεφ, «Τα χαρτιά ενός ανθρώπου που αγαπούσε τα σπορ» (1852) και λίγο αργότερα θα εκδηλωθεί στη Γαλλία με τους Φλωμπέρ, Μωπασάν, στην Αγγλία με τους Τζ. Έλιοτ, Τ. Χάρντυ, στην Ιταλία με τον Τζοβ. Βέργκα, βλ. R. Beaton, «Ο Βιζυηνός και ο ευρωπαϊκός ρεαλισμός», Διαβάζω, τχ. 278, 08/01/1992, σ. 22-25.
[7] Για την έννοια της αληθοφάνειας βλ. Μ. Vitti, ό.π. σ. 145 κ. εξ.
[8] Π. Βουτουρής, Ως εις καθρέπτην… Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αι., Αθήνα: Νεφέλη 1995, σ. 259.
[9] Τη λαογραφική έρευνα στον οθωμανοκρατούμενο ελληνισμό σηματοδοτεί ένα γεγονός που συνέβη στην Πόλη το 1872. Ο Αν. Χουρμουζιάδης, από τις Δελλιώνες των Δέρκων, που ήταν καθηγητής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή εκφωνεί τον πανηγυρικό την ημέρα της γιορτής των γραμμάτων με θέμα: «Περί των αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων», όπου ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «(…) περί αναστεναρίων να είπω επεχείρησα τούτο μεν, διότι το πράγμα, προς τους θεσμούς της μητρός εκκλησίας απάδον, συντόνου χρήζει επιμελείας και ενεργείας, ίνα μη τα τέκνα αυτής εν σκότει και πλάνη εμπορεύωνται, τούτο δε ίνα και εκ των παραδόξων εθίμων των εν γωνία της Θράκης μέχρι τούδε διατηρουμένων, οι των της Εσπερίας Ευρώπης σοφών νοθείαν ημών καταγνόντες και την εκ των αρχαίων Ελλήνων καταγωγήν κίβδηλον κηρύξαντες, κατάδηλοι γίνωνται ότι άγνοιαν του καθ’ ημάς βίου έφθησαν οφλισκάνοντες», στο: Π. Παπαχριστοδούλου, «Ο Γ. Βιζυηνός Λαογράφος», Ελληνική Δημιουργία, 1949, αφιέρωμα στο Γ. Βιζυηνό, σ. 611.
[10] Το έργο του: Μελέτη περί του βίου των νεοτέρων Ελλήνων: Νεοελληνική Μυθολογία, θα εκδοθεί το 1871 και θα συμπληρωθεί το 1874 με έναν δεύτερο τόμο.
[11] Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός ρομαντισμός, Αθήνα: Ερμής 1985, σ. 297.
[12] Π. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός», στο: Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήμτα, ό.π., σ. λε΄.
[13] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας, Αθήνα 1978, σ. 84.
[14] Βλ. Φ. Α. Δημητρακόπουλος, Ο νεοελληνισμός στη λογοτεχνία 19ος-20ος αι., Αθήνα: Επικαιρότητα 1990, σ. 158 και 187.
[15] Μ. Vitti, ό.π., σ. 170. Βλ. και Π. Μουλλάς, ό.π., σ. μθ΄ κ.εξ.
[16] Ν. Ι. Βασιλειάδης, Σελίδες του Δρομοκαϊτείου, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, εν Αθήναις, τυπογραφείον «Εστία» Κ. Μάϊσνερ και Ν. Καργαδούρη, 1910, σ. 330.
[17] Δελτίον της Εστίας, αρ. 333, 15/05/1883. Περισσότερα βλ. Γ. Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα 1982, σ. 76 κ. εξ. Για τη σχέση περιοδικού τύπου και διηγήματος βλ. πρόχειρα Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα: Εστία 1989 (γ΄έκδ.), σ. 13 και Π. Μουλλάς, ό.π., σ. κς΄- κζ΄ και λα΄- λβ΄.
[18] Βλ. Ε. Γρ. Αυδίκος, «Εννοιολογικές διαστάσεις της παράδοσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού», Εξώπολις, τχ. 5, καλοκαίρι 1996, σ. 174.
[19] Βλ. R. Beaton, «Realism and folklor in 19th century Greek Fiction», στο Byzantine and modern Greek studies, τχ. 8, 1982-1983, σ. 103-122.
[20] Βλ. Ε. Γρ. Αυδίκος, ό.π., σ. 172-173.
[21] Π. Μουλλάς, ό.π., σ. νγ΄.
[22] Βλ. Κ. Βεργόπουλος, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αι. (Η ελληνική κοινωνία 1880-1895), Αθήνα: Εξάντας 1978, σ. 177-178.
[23] Βλ. Δ. Τζιόβας, Μετά την αισθητική, Αθήνα: Γνώση 1987, σ. 42.
[24] Βλ. Δ. Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Αθήνα: Οδυσσέας 2002 (β΄έκδ.), σ. 75.
[25] Βλ. Μ. Κακαβούλια, ό.π., σ. 128 σημ. 12.
[26] Βλ. Μ. Peri, Δοκίμια αφηγηματολογίας, επιμ. Σ. Ν. Φιλιππίδης, Κρήτη: ΠΕΚ 1994, σ. 26.
[27] Βλ. «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», στο: Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, ό.π., σ. 61 και επίσης Μ. Peri, ό.π., σ. 37 σημ. 53.
[28] Βλ. Β. Αθανασόπουλος, «Είναι δυνατή μια «πανεπιστημιακή» αφηγηματική πεζογραφία; (Η περίπτωση του Γ. Βιζυηνού)», στο Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, ό.π., σ. 180.
[29] Β. Αθανασόπουλος, Γ. Βιζυηνός. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1996 (γ΄ έκδ.), σ. 160.
[30] Ένδειξη προς αυτή την τάση είναι και η προτίμηση του συγγραφέα Βιζυηνού να παρουσιάζει στα διηγήματά του αποκλίνοντες χαρακτήρες ή αφελείς.
[31] Βλ. Π. Καρπούζου, «Οι περιπαίκται και είρωνες: η ποιητική της ειρωνείας στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, ό.π., σ. 78-93.
[32] Π. Καρπούζου, στο ίδιο, σ. 85.
[33] Για την ιστορική ή μη βάση του παιδομαζώματος την εποχή γέννησης του παππού βλ. Ι. Μ. Μπακιρτζή, «Οι ιστορικές συνιστώσες της ιδεολογίας και του έργου του Γ. Βιζυηνού και η οθωμανοκρατία στη Θράκη το Β΄ μισό του 19ου αι.», Αθήνα 1999 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή), σ. 327-335.
[34] Για το θέμα της παρενδυσίας και τον μετωνυμικό ρόλο των ρούχων στο έργο του Βιζυηνού βλ. πρόχειρα Μ. Μικέ, «Μετ(αμφίεση) και ποιητική στον Βιζυηνό», στο Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, ό.π., σ. 102-122.
[35] Βλ. Δ. Τζιόβας, «Η μελαγχολία του Μοσκώβ-Σελήμ», στο: Γ. Βιζυηνός. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του, ό.π., σ. 94.
[36] Βλ. Μ. Μικέ, ό.π., σ. 115.
[37] Η διαφορά συμβολίζεται από το γεγονός πως η γυναίκα κάνει πολλά ταξίδια μακριά από τον τόπο της, βλ. και Μ. Χρυσανθόπουλος, Γ. Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αθήνα: Εστία 1994, σ. 27: «Η αντιπαράθεση άρρενος – θήλεως εκφράζεται ως μεταφορά της αντιπαράθεσης πραγματικού – φανταστικού».
[38] Για την συμπεριφορά των Ρώσων στη μάχη της Πλεύνας βλ. Ι. Μ. Μπακιρτζής, ό.π., σ. 427-453.
[39] Θουκυδίδης, Α 70.1.
[40] Βλ. Μ. Χρυσανθόπουλος, ό.π., σ. 29 και 137.