Η Αναστασία Γκίτση

Εάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο Γιώργος Πρίμπας

Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Υπ. Διδάκτωρ θεολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Chambésy/Ελβετία). Καθηγήτρια θεολογίας στη Β΄/μια Εκπαίδευση. Επιστημονική συνεργάτις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Μέλος των: Κέντρου Πολιτισμού και Βιβλίου Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης,  art club contACT, e-charity, WSCF). Αρθρογραφεί  σε ηλεκτρονικά (Βακχικόν,  e-Charity ) και έντυπα περιοδικά.  Άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις, ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, εφημερίδες, (e-)περιοδικά (ελληνικά και ξένα), ανθολογίες.  Έχει δημιουργήσει το καλλιτεχνικό τρίπτυχο SYGORMA όπου ποίηση, εικαστικά, μουσική και νέες τεχνολογίες αλληλοπεριχωρούνται κι εναρμονίζονται. Η ομάδα desThess έχει οπτικοποιήσει ποίησή της. Στο θέατρο έχει  μεταφερθεί μονόλογός της από την ομάδα Κontact Ensemble και ποιήματά της από τις ομάδες  Trickortreat  και  PERSONA non grata.

Βιβλία:
a)  «Κορίτσι των σκοτεινών δασών», εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θες/κη 2010.
b) «Ξέρω! Είναι κάπως αργά…» εκδ. Παρατηρητής, Θες/κη 2000
c) «Λόγια ελπίδας», εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη 2011 (Τα έσοδα των πωλήσεων δίδονται στην Πανθεσσαλική Ένωση Ατόμων άτομα με Σ.κ.Π.)

Ιστοσελίδα: www.anastasiagkitsi.com

_________________________________________________________

Τ’ ΑΝΟΜΟΛΟΤΗΤΑ (είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται είτε έντυπα είτε στο διαδίκτυο)

I
Νύχτωσε…
την αλήθεια σώζουμε στιγμές στιγμές
γυμνής
αβοήθητης
αναχώρησης.
σσσ
την αλήθεια να σώζουμε στιγμές στιγμές.

ΙΙ
Νύχτωσε
Τη νύχτα όμως
θα τραγουδώ
ακόμη
με φωνή δική μου
κι ένα σιτάρι συντροφιά.

ΙΙΙ
Προσμονή τυφλή
πόθος μουγγός.
τις σελίδες γυρίζω
σκοντάφτει το νύχι
στην εσοχή της λέξης.

IV
Μέσα σου
έσπασα
μέσα σου.

V
Δεν ξημέρωσε.
Ρυτίδα αίμα αλλοπρόσαλλης νύχτας
Στου δακτύλου μου τους ρόζους
Δεν ξημέρωσε.
Στην άκρια της γλώσσας
γδάρθηκε η πρώτη λέξη.

—————————————————————————–

(από την ποιητική συλλογή «Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών»)


Βιαστική, γρήγορη, ανυπόμονη,  όπως θες πες το
-σου χαλάω εγώ χατήρι!
η παρουσία σου, αμήχανη απουσία σχημάτιζε
παρά σάρκινη εικόνα.
Τι βιαστικά να ονειρευτείς!
Τι να ματαγαπήσεις!
Τι να μάθεις να ψελλίζεις σε καιρούς μουγγούς!
Τι ν’ακούσεις σε ξένες θάλασσες που τίναξες τα κύματα σου;
Κομματάκια ψωμιού που μοιραζόμασταν μήνες ψημένου πυρετού.

Ιχνηλατούσες έλεγες την ψυχή μου.
Αφουγκράζομαι ακόμη τα θλιμμένα πρωινά της στερημένης καλημέρας σου
που ανήλια μαραζώνουν το κορμί μου.
-Κατέβασα τα παραθυρόφυλλα μην κουτσομπολεύει η γειτονιά –
Όχι αγάπη μου γλυκιά, εσύ δεν με ιχνηλατούσες
με περπατούσες κανονικότατα με τα μυτερά μαύρα τακούνια της θεάς απόλαυσής σου.

Για μένα όμως δε ρώτησες…

Και τόσο εσύ μου ‘λεγες καλημέρα όσο εγώ ποθούσα την καληνύχτα σου.
Σε ποια συγχρονία της στιγμής επιτέλους θα σημάνουμε!
Ξεγλιστρούσες όμως επιδέξιος ακροβάτης των άκρων που
τέντωνε το σχοινί στων ακονισμένων μου αισθήσεων τις χορδές.
Γι’αυτό λοιπόν συμπονάς τους ακροβάτες.

EΛΑ ΜΟΥ                     

Άκου… άκου… άκου με…

Έλα μου,
Έλα μου να με κατοικήσεις.
Αδειανό σαρκίο απόκαμε η επιθυμία μου…

ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ

Την ζηλεύω τη γωνία εκείνη της Θεσσαλονίκης
που κράτησε το βλέμμα σου
λίγο πριν το κατεβάσεις να σταυρωθεί με το δικό μου…

Σε κάθε σου χάδι
μεριζόμουν αμερίστως
και όσο εσύ με σπαταλούσες
– σαν τους σπόρους από τα ρόδια αρχαίων εραστών –
άλλο τόσο εγώ περίσσευα
να σου ματώνω τα χείλη με το κόκκινο των καρπών μου.
Ώσπου σταμάτησες…

Και εγώ περίσσεψα τόσο που δε με χώραγε πια
ούτε η ίδια μου η ψυχή…

ΤΑΜΕΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ        

Όλα σου τα έταξα
Σαν Αγίου ταμα
Που δεν εκπληρώθηκε ποτέ!

Να διακλαδίζεται η σκέψη μου
-αναρριχώμενο φυτό που ευδοκιμεί πάνω σου-

Να στεγανοποιείς την ψυχή μου.
-σπασμωδική ανάσα πού δανείζεται την αναπνοή σου-

Και το ταπεινό κορμί
-ό,τι πολυτιμότερο έχω κρατήσει για μένα-
να στο προσφέρω θυσία ολοκαυτώματος.

Προτίμησες τη νηστεία
πάραυτα!

ΑΝΔΟΡΡΑ        

Λέξεις δεν κράτησα για σένα.
Τις όσμωσες όλες με τις αισθήσεις σου.

Μύριζες
χίλια στόματα
και μια φωνή.
Μα απ’όλα περισσότερο
τ’αστέρια σου νοστάλγησα,
έτσι όπως τρυφερά
τυλίγαν
το κορμί μου.

—————————————————————————–

(από την ποιητική συλλογή «Ξέρω, Είναι Κάπως Αργά…»)

ΣΑΝ ΠΛΑΓΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί…
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!

ΕΥΧΗ

Και εκεί στην αιωνιότητα
που θα πορεύεσαι
φύλαξέ  μου λίγα χαλίκια.
Μην μπερδευτώ και πάψω
να υπάρχω.

—————————————————————————–

(από το βιβλίο «Λόγια Ελπίδας»)

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ

Κι όσο ο γλάρος το μπλε βαθύ θα θρέφεται σε βράχους αιωνόβιους
Θα ‘ρθω… πάλι θα ‘ρθω,
ανάλαφρος άνθρωπος θα ‘ρθω.
Ναι. Σώμα δεν θα μ’ ορίζει
περίγραμμα ουδέν, μήτε ανάγκη
φλοιός κανείς, ίχνος δέρματος
τριγμός ανάλαφρος
ανελέητα θα ‘ρθω!
Φλογισμένη αύρα σ’ ασκέπαστο ουρανό,
κύκλος χωρίς α-γωνίες.
υπόσχομαι…