Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)
Αντιλαϊκισμός, το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού
γράφει ο Χρήστου Σίμου
Ο Φουκώ, μιλώντας για την συγκρότηση των επιστημών, ισχυρίζεται ότι αναδύθηκαν μέσα από τους διαχωρισμούς που προέκυψαν (και προκύπτουν) από τη συμμόρφωση ή την παρέκκλιση, συμβάλλοντας στην εμπέδωση αυτών. Ουσιαστικά, ο Φουκώ υποστηρίζει ότι στις σύγχρονες κοινωνίες επιδιώκονται η νομιμοποίηση και η αποδοχή των συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας μέσω την αυθεντίας της γνώσης.
Για τον Φουκώ, επομένως, ο άνθρωπος γίνεται ταυτόχρονα το αντικείμενο της γνώσης και το υποκείμενο της εξουσίας. Ο συνδυασμός των ανθρωπιστικών επιστημών και των τεχνολογιών της εξουσίας, παράγει μια μορφή αντικειμενικότητας, που αναγνωρίζεται ως τέτοια από τους φορείς της εξουσίας, δηλαδή από τους πάντες. Αυτή η αντικειμενικότητα αναγνωρίζεται με όρους κανονικότητας και αποτελεί το πρότυπο για τη διαδικασία χαρακτηρισμού κάποιων κοινωνικών φαινομένων ως προβληματικών (λ.χ. παρέκκλιση, έγκλημα, εγκληματικότητα) ή φυσιολογικών (συμμόρφωση, νομιμότητα).
Συνεπώς, για τον Φουκώ η συνεχής ανακάλυψη παρεκκλίσεων από το πρότυπο της κανονικότητας -που με βάση ένα απλό λογικό σχήμα θα σήμαινε την αποτυχία των τεχνολογιών της εξουσίας να “κανονικοποιήσουν” τον πληθυσμό- αποτελεί το λειτουργικό συστατικό στοιχείο της διείσδυσης των τεχνικών της εξουσίας, της διείσδυσης των πειθαρχικών τεχνικών και του ελέγχου σε όλο και περισσότερες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας («πειθαρχική κοινωνία»). Η ανακάλυψη προβληματικών καταστάσεων είναι αναγκαία προϋπόθεση της διάχυσης της εξουσίας σε όλες τις λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε μορφή επιστημονικού λόγου, δε μπορεί να ειδωθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι σχέσεις εξουσίας που τον συνθέτουν, και στη συνέχεια, την εξουσία που ο ίδιος ο λόγος ασκεί (Michel Foucault, Power/Knowledge, Vintage, 1980).
Το κείμενο του Ανδρέα Πανταζόπουλου, «Η νοσταλγική σύγκλιση των λαϊκισμών», Σύγχρονα Θέματα, τ. 114, 2011, σελ 10-11, δεν εντάσσεται βέβαια στην κατηγορία «Άρθρα-Μελέτες» στην οποία δημοσιεύονται τα αμιγώς επιστημονικά κείμενα του περιοδικού, αλλά στην κατηγορία «’Επεα Πτερόεντα». Ωστόσο ο συγγραφέας υπογράφει το κείμενο με την ιδιότητα του διδάσκοντα στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης. Το δίπολο «γνώση-εξουσία» και μάλιστα θεσμοθετημένη γνώση, συνιστά κρίσιμο κόμβο για την ανάγνωση του εν λόγω κειμένου.
Στο παρόν κείμενο, θα σχολιάσω τόσο τα επιχειρήματά του Πανταζόπουλου σε σχέση με το θέμα που το κείμενό του θίγει, όσο και την ίδια την πολιτική στόχευση του κειμένου αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η στόχευση αυτή αποκρύβεται. Με βάση τα παραπάνω περί Φουκώ, θεωρώ πως ο Πανταζόπουλος επιχειρεί, μέσα από την ταύτιση της αριστεράς με την άκρα δεξιά ως ανορθολογικές ή «μη κανονικές» δυνάμεις, να διεμβολίσει τον χώρο της αριστεράς και στη συνέχεια να την θέσει στο περιθώριο, ως απομεινάρι του παρελθόντος που αντιστέκεται ιδιοτελώς στην αδιαμφισβήτητη και υπεράνω όλων πολιτική των Μνημονίων.
Εννοιολογικές ακροβασίες
Ο Πανταζόπουλος ξεκινάει την ανάλυση του επιχειρώντας να δείξει την ιδεολογική συμπόρευση άκρας αριστεράς και άκρας δεξιάς, φτιάχνοντας την απαραίτητη ιστορική συνέχεια, ώστε να μη πιστέψει κανείς ότι πρόκειται περί τυχαίου ή συγκυριακού φαινομένου. Στόχος του είναι να ερμηνεύσει την «ελληνική αντιστασιακή εκδοχή των τελευταίων μηνών, εν μέσω κρίσης», όπως ο ίδιος λέει. Στον Μεσοπόλεμο, στη δεκαετία του ’90 αλλά και στις μέρες μας, λοιπόν, οι αριστερές και οι δεξιές «ευαισθησίες», όπως ο ίδιος τις ονομάζει, συγκλίνουν στο «εθνικο-λαϊκιστικό μέτωπο της άρνησης». Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Πανταζόπουλος ισχυρίζεται σ’ αυτό το σημείο ότι η αριστερά είναι η πολιτική δύναμη που ευθύνεται για τα ναζιστικά πογκρόμ: με τα λόγια του, «…όπως για παράδειγμα στον Μεσοπόλεμο, γύρω από την αντικαπιταλιστική, συνωμοσιολογική και αντισημιτική ταυτόχρονα φόρμουλα των «200 οικογενειών που μας κυβερνούν». Δε χρειάζεται να σχολιαστεί κάτι παραπάνω για το συγκεκριμένο σημείο. Από ‘κει και πέρα, μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή της σειράς των επιθετικών προσδιορισμών με τα οποία χαρακτηρίζει την εν λόγω «φόρμουλα». Πότε ακριβώς ειπώθηκε, από ποιον και με ποιον τρόπο ότι συνέκλιναν οι εν λόγω δυνάμεις, ο Πανταζόπουλος δεν κάνει τον κόπο να το αναφέρει. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η φράση «οι 200 οικογένειες που μας κυβερνούν» ταυτίζεται με τις αναλύσεις και τα συνθήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς τότε, τώρα και πάντοτε; Σιγά μην ασχοληθεί με τα αυτονόητα…
Κατά τη δεκαετία του ’90, ο λαϊκισμός των ακραίων συγκροτήθηκε γύρω από τον «αντιιμπεριαλισμό», μέσω της εκμετάλλευσης και της καθοδήγησης διαφόρων πρωτογενών κοινωνικών αντιδράσεων. Οι αντιδράσεις αυτές προέκυψαν ως αντίδραση στη μετανάστευση, στην παγκοσμιοποίηση και στη «ντεφάκτο πολυπολιτισμικότητα». Με άλλα λόγια, δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά ο Πανταζόπουλος φροντίζει να μας θυμίσει ότι μαζί με τον Σημίτη, που κάθε δεύτερη μέρα έστελνε τα ΜΑΤ για «επιχειρήσεις-σκούπα» εναντίον των μεταναστών, συμπορεύονταν και οι ακροαριστεροί… Επίσης, είναι γνωστό πως η πολυπολιτισμικότητα (εναντίον της οποίας δεν σταματά ποτέ να βάλλει η άκρα αριστερά) είναι μια έννοια αυθύπαρκτη, η οποία υπάρχει στο λεξικό των ανθρωπιστικών επιστημών -κι όχι μόνο- από την Γαλλική Επανάσταση και μετά, ίσως κι από την πολιτεία του Πλάτωνα. Από ‘κει και πέρα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως η κοινωνία είναι «αθώα»: η πολιτική έρχεται να πλαισιώσει την κοινωνική δράση σε δεύτερο χρόνο, ως κακός δαίμονας. Άλλωστε, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι πολιτική: είναι μια «φυσική πραγματικότητα», την οποία αρνούνται διάφοροι «περίεργοι και αντιδραστικοί».
Οι μη κανονικοί
Έχοντας στήσει αυτό το πραγματικά ακλόνητο και, βεβαίως, επιστημονικά πλήρως θεμελιωμένο επιχείρημα, ο Πανταζόπουλος προχωράει αποκαλύπτοντας τις δυνάμεις που δρουν στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό ως ακροδεξιές και ακροαριστερές. Πρόκειται για το ΛΑΟΣ και τον ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα. Το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο στοιχειοθετείται η σύγκλιση, αν και η -εκ των υστέρων- συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου (το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε πριν τη συγκρότηση του παρόντος κυβερνητικού σχήματος) θεωρώ πως είναι ισχυρό τεκμήριο, με βάση το επιχείρημα του Πανταζόπουλου πάντοτε, για την απαγκίστρωση του κόμματος αυτού από την κατηγορία του ακροδεξιού λαϊκισμού και την είσοδο του στις «εκσυγχρονιστικές» δυνάμεις. Παρακάτω θα πω κάποια πράγματα για την θεωρία της σύγκλισης των άκρων. Ο λαϊκισμός των πολιτικών δυνάμεων αυτών ορίζεται με βάση τη «ριζοσπαστική παλινδρόμηση σ΄ ένα λαϊκιστικό παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει.». Το παρελθόν αυτό είναι το «λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ», με το οποίο φλερτάρουν τόσο ο Αλ. Τσίπρας όσο και ο Γ. Καρατζαφέρης. Το πώς ακριβώς ορίζεται ο λαϊκισμός είναι κάτι που το εν λόγω κείμενο αποφεύγει να κάνει με σαφή τρόπο. Για τον Πανταζόπουλο, ο λαϊκισμός ορίζεται μέσω της νοσταλγίας για τον εθνικο-λαϊκισμό της Μεταπολίτευσης. Τι είναι αυτός ο λαϊκισμός, πέρα από την επίκληση της πατρίδας; Τι άλλο πέρα από την υπεράσπιση της προνοιακής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων δεκαετιών, η οποία στοχεύει στο θυμικό, πράγμα απαράδεκτο προφανώς, καθώς οι εκσυγχρονιστές είναι φορείς του ορθού λόγου και μόνο, χωρίς ποτέ να απευθύνονται στα «κατώτερα ένστικτα». Γι’ αυτό άλλωστε και δεν επικαλούνται ποτέ τη σωτηρία της πατρίδας. Επίσης, είναι πασίγνωστο πως η επιστήμη είναι απαλλαγμένη από το θυμικό, ως ουδέτερη διαδικασία, πέρα κι έξω από την κοινωνική και πολιτική συγκυρία: το ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν ξεπεραστεί εδώ και καμιά πενηνταριά χρόνια ακόμα και στις φυσικές επιστήμες, είναι τριτεύον στοιχείο.
Πέρα από την παράθεση δηλώσεων του Αλ. Τσίπρα και του Γ. Καρατζαφέρη, οι οποίες εφόσον και οι δύο επικαλούνται το «παλιό ΠΑΣΟΚ» θεωρούνται αυτομάτως ομόλογες και συγκλίνουσες (άλλωστε στον ορθό λόγο δεν υπάρχει η έννοια της μεταφοράς: όλα είναι κυριολεκτικά όπως η γλώσσα που είχε σχεδιάσει ο G. Frege), η σύγκλιση τεκμηριώνεται και από τη «διθυραμβική παρουσίαση του αριστερίστικου μπεστ-σέλερ της Ναόμι Κλάιν, Το Δόγμα του Σοκ, από την ακροδεξιά Ελεύθερη Ώρα». Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως ο όρος «αριστερίστικο» δεν χρειάζεται ανάλυση για να εξηγηθεί ότι οδηγεί στην κόλαση. Στον κόσμο της υπεύθυνης πολιτικής αυτά είναι αυτονόητα. Επίσης, στον κόσμο της υπεύθυνης πολιτικής, δεν υπάρχουν παρερμηνείες με σκοπό το πολιτικό όφελος. Τα στρατόπεδα είναι εκ προοιμίου οριοθετημένα, όπως ακριβώς και στην θεωρητική παράδοση της Τρίτης Διεθνούς.
Για ποιο λόγο συνιστά λαϊκισμό η επίκληση των προνοιακών πολιτικών επίσης δεν διευκρινίζεται. Από το συγκείμενο, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτού του τύπου οι πολιτικές ήταν για το παρελθόν. Δεν ταιριάζουν αυτά στις σύγχρονες συνθήκες, με την αυστηρή -και πάντοτε άρρητη- προϋπόθεση ότι όσοι και όσες προωθούν τη σύγχρονη πολιτική για τις σύγχρονες συνθήκες, με κάποιο μαγικό τρόπο, εξαιρούνται από αυτές. Ενώ λοιπόν οι προνοιακές πολιτικές αποτελούν πια παρελθόν, η αριστερά δεν σταματά να λαϊκίζει όταν τις επικαλείται για να στηρίξει «κραυγαλέες συντεχνιακές συγκρούσεις», οι οποίες δεν ονοματίζονται, μάλλον για να αποφευχθεί ο λαϊκισμός και να διασωθεί ο εκσυγχρονισμός.
Η νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν, η νοσταλγία του εθνικο-λαϊκισμού, τεκμηριώνεται περαιτέρω με την επίκληση από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ στην παράδοση του ΕΑΜ. Εδώ είναι σαφές το λαϊκιστικό στοιχείο τουλάχιστον: η φράση «Όπως τότε με το ΕΑΜ, το Μέτωπο ενάντια σε κυβέρνηση και Μνημόνιο» είναι όντως μια φράση λαϊκιστική κατά Λακλάου (βλ. Ernesto Laclau, On Populist Reason, Verso, Λονδίνο, 2007), καθώς είναι προφανής ο χωρισμός της κοινωνίας σε δύο διακριτά στρατόπεδα που επιχειρεί το εν λόγω απόσπασμα. Αυτό που δεν είναι σαφές και δεν μπορεί βεβαίως να καταστεί σαφές είναι το γιατί η «πραγματικότητα», η τρέχουσα συγκυρία δηλαδή ταυτίζεται με το Μνημόνιο, το οποίο εκτός από μορφή υπεύθυνης πολιτικής, είναι και μια πολιτική που σχεδιάστηκε με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας συνολικά κι όποιος νομίζει ότι ο μισθός και η κοινωνική ασφάλιση είναι στοιχεία προόδου, είναι ανορθολογικός και συντηρητικός. Πρόκειται μάλλον για έναν ιδιόμορφο ντεσιζιονισμό: εφόσον το λέει ο Πανταζόπουλος και μια σειρά ακόμα πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές, έτσι είναι. Το ότι η κίνηση αυτή, δηλαδή η επίκληση της μίας και μοναδικής «πραγματικότητας» η οποία δεν είναι κάτι άλλο από την ιδεολογική και πολιτική τους τοποθέτηση, συνιστά πολιτικαντισμό του χειρίστου είδους, δεν φαίνεται να τους στεναχωρεί, καθώς «η ιδεολογία δε βλέπει τα μη αντικείμενά της», όπως έλεγε ο Αλτουσέρ. Επιπλέον, οι ακραίοι συγκλίνουν στο ότι και οι δύο δεν έχουν προγραμματικό λόγο. Θα περίμενε κανείς κάτι παραπάνω από κάποιον που δηλώνει καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης. Μια επιχειρηματολογία, λόγου χάρη, για το ίδιο το πρόγραμμα θα έκανε το επιχείρημα πιο πειστικό, αλλά σε περιόδους κρίσης αυτά, όπως φαίνεται, συνιστούν περιττές πολυτέλειες.
Τέλος, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η κριτική σε σχέση με την επίκληση του ΕΑΜ από την πλευρά της αριστεράς ως «εργαλειοποίηση συλλογικών μορφών μνησικακίας που τίθεται στην υπηρεσία πολιτικό-κομματικών στρατηγικών». Με άλλα λόγια, ήταν η μνησικακία αυτή που ώθησε τότε στη συγκρότηση του ΕΑΜ κι αυτή εξακολουθεί να ωθεί τους αριστερούς ενάντια στο Μνημόνιο. Η επιστροφή της ρητορικής περί Εαμοβούλγαρων σε συσκευασία Πολιτικής Επιστήμης: όσοι δεν είναι μαζί μας, δεν είναι απλώς εχθροί, είναι «εκτός». Αν κάτι μας μένει πάντως, είναι πως από τον λαϊκισμό δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς, άκόμα κι αυτός που νομίζει πως φέρει το κοκαλάκι του αντιλαϊκισμού. Τα στρατόπεδα ορίστηκαν, λάβετε θέσεις.