24grammata.com/ οικονομία
γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος*
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΑ: Ο τεράστιος κίνδυνος για το βορειοευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, οι εξελίξεις στη μάχη της Ευρώπης, η μάστιγα της φοροαποφυγής των πολυεθνικών, οι βασικοί πυλώνες του ιρλανδικού μοντέλου, η άνοδος και η πτώση της κελτικής τίγρης
Η Ιρλανδία είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, παρά το ότι δεν υφίσταται ανάγκη χρηματοδότησης του δημοσίου της, έως τα μέσα του 2011 – ενώ οι τράπεζες της έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο δανεισμό τους από την ΕΚΤ. «Για ποιο λόγο αλήθεια;», θα μπορούσε κανείς εύλογα να ρωτήσει, «Γιατί να υποχρεωθεί στην απώλεια της Εθνικής της κυριαρχίας, όταν δεν είναι ακόμη απαραίτητος ο δανεισμός της; Γιατί να ανεχθεί μία μη δημοκρατικά εκλεγμένη, σκιώδη διακυβέρνηση, όταν η ίδια δεν φαίνεται να αναζητάει βοήθεια ;»
Τα ερωτήματα είναι ρητορικά φυσικά, αφού το μεγάλο πρόβλημα της Ιρλανδίας δεν είναι η ρευστότητα, ούτε η σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη διαχείριση της κρίσης δανεισμού, όπως συνέβη δυστυχώς με την Ελλάδα. Πρόκειται απλούστατα για την κατάρρευση του οικονομικού μοντέλου της, γεγονός που δεν πρόκειται να «επιτρέψει» στη χώρα την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της. Η «αγορά» βέβαια το γνωρίζει, «αποτιμώντας» ανάλογα το ρίσκο της ενώ, κατά τα φαινόμενα, στην Ιρλανδία πέφτει το πέπλο, αποκαλύπτεται δηλαδή η τεράστια κρίση του βορειοευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η οποία είναι αδύνατον πλέον να διατηρηθεί μυστική.
Το κράτος, η κυβέρνηση καλύτερα της Ιρλανδίας, εγγυήθηκε ανεύθυνα το 2008 για τις υποχρεώσεις των τραπεζών της, ύψους περί τα 350 δις € (πηγή: MM) – χωρίς φυσικά να ρωτήσει τους Πολίτες της, οι οποίοι έχουν κληθεί από καιρό τώρα να αναλάβουν οι ίδιοι τις ευθύνες του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος (ετεροβαρές ρίσκο). Παράλληλα, υποχρέωσε τους Ιρλανδούς σε μία άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, ήδη από τα μέσα του 2009, η οποία οδήγησε τη χώρα σε μία τρομακτική ύφεση.
Η ύφεση αυτή, σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη ανεργία, καθώς επίσης με την κρίση τραπεζών και ακινήτων, οδήγησε τη χώρα σε ένα αδιέξοδο που είναι αδύνατον πλέον να ξεπεραστεί. Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι, το 35% των εσόδων του προϋπολογισμού της Ιρλανδίας προέρχονται από τον οικοδομικό κλάδο, ο οποίος έχει πλέον ολοκληρωτικά καταρρεύσει, για να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι να θεραπευθεί η κρίση του χρέους της – όσο και αν ενταθούν τα εισπρακτικά μέτρα, καθώς επίσης οι μειώσεις των κρατικών δαπανών.
Ένα ακόμη θύμα λοιπόν του Καρτέλ, του χρηματοπιστωτικού «κτήνους» καλύτερα, στη λίστα των μελλοθανάτων – σε έναν κατάλογο που διαρκώς θα εμπλουτίζεται, «εντείνοντας» στη δύση τη μητέρα των κρίσεων. Ο πάλαι ποτέ «κελτικός τίγρης» είναι μία ακόμη υπερήφανη χώρα η οποία, αφού λεηλατήθηκε αλύπητα από τις πολυεθνικές, εγκαταλείπεται πλέον στη μοίρα της – με το ΔΝΤ, το γνωστό μας σύνδικο του διαβόλου καλύτερα, να εξασφαλίζει την ανώδυνη «αποχώρηση» των επενδύσεων τους από την «καμένη ιρλανδική γη». Θα ακολουθήσουν φυσικά πολλές άλλες χώρες, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξωτερικά χρέη των Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία. Ισπανία και Ιταλία προς τις Γερμανία, Γαλλία και Μ. Βρετανία, σε δις $ (2007)
Χώρες | Χρέος | Γερμανία | Γαλλία | Μ. Βρετανία |
Ελλάδα | 236 | 45 | 75 | 15 |
Ιρλανδία | 867 | 184 | 60 | 188 |
Πορτογαλία* | 286 | 47 | 45 | 24 |
Ισπανία | 1.100 | 238 | 220 | 114 |
Ιταλία** | 1.400 | 190 | 511 | 77 |
Σύνολα | 3.889 | 704 | 911 | 418 |
* Η Πορτογαλία οφείλει στην Ισπανία το ποσόν των 86 δις $
** Η Ιταλία οφείλει στην Ισπανία 47 δις $ και στην Ιρλανδία 46 δις $
Πηγή: Τράπεζα διεθνών διακανονισμών – New York Times
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
‘Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, στην πρώτη στήλη του οποίου αναγράφονται τα εξωτερικά χρέη των κύριων ελλειμματικών χωρών της ζώνης του Ευρώ, ο κίνδυνος μίας αλυσιδωτής «έκρηξης» στην Ευρωζώνη είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Στο γεγονός αυτό έχουμε ήδη αναφερθεί στο άρθρο μας «Δημοσιονομικές αναταράξεις», από τον Ιανουάριο του 2010, όπως επίσης και σε ένα επόμενο («Η Ευρώπη στις φλόγες», από το Φεβρουάριο του 2010). Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί αναφέρεται στα δάνεια, τα οποία έχουν παραχωρηθεί από την ΕΚΤ στις ιδιωτικές τράπεζες των τεσσάρων πλέον αδύναμων κρατών της Ευρωζώνης.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Δάνεια κεντρικής τράπεζας προς τις ιδιωτικές τράπεζες, σε δις €
Χώρες | Αύγουστος 2010 | Οκτώβριος 2010 | Δάνεια/ΑΕΠ 2010 |
Ελλάδα | 95,90 | 92,40 | 39,4% |
Ιρλανδία | 95,10 | 130,00 | 78,7% |
Πορτογαλία | 49,10 | 40,00 | 23,4% |
Ισπανία | 126,00 | 71,00 | 6,7% |
Σύνολα | 366,10 | 333,40 |
Πηγή: Bloomberg, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος. Σημείωση: Το σύνολο του Ισολογισμού της ΕΚΤ ανέρχεται σήμερα στα 1.850 δις € περίπου, από 1.150 δις € που ήταν το 2007 (αύξηση κατά 60%, όταν ο αντίστοιχος Ισολογισμός της Fed υπερδιπλασιάστηκε)
Περαιτέρω, ο μεγάλος ασθενής κατά την άποψη μας, η ωρολογιακή βόμβα καλύτερα στα θεμέλια της ΕΕ, είναι η Ισπανία – η οποία «ευθύνεται» για το 12% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης (περισσότερο από το τριπλάσιο της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας μαζί). Μόνο εντός του επομένου έτους, η Ισπανία θα χρειαστεί για την αναχρηματοδότηση του χρέους της το ποσόν των 175 δις €. Εάν τυχόν συμβεί κάτι, τότε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης θα έλθει αντιμέτωπος με ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα.
Έχοντας ουσιαστικά κεφάλαια ονομαστικού ύψους 500 δις € (χωρίς το ΔΝΤ), δεν ξεπερνούν στην πραγματικότητα τα 250 δις € – επειδή επιτρέπεται να εγγυηθούν για τις άλλες χώρες, μόνο εκείνα τα κράτη, τα οποία διαθέτουν ΑΑΑ αξιολόγηση (η Ισπανία έχει πλέον αξιολόγηση ΑΑ, αφού «υποτιμήθηκε» από την S&P τον Απρίλιο του 2010 – ακολούθησε το Μάιο η δεύτερη αδελφή, η Fitch, με ΑΑ+ και το Σεπτέμβριο η τρίτη, η Moody’s με Aa1).
Επομένως, το αργότερο όταν τυχόν χρειαστούν δανειακά κεφάλαια από την Ισπανία, τότε οι μοναδικές εναπομένουσες λύσεις θα είναι είτε η συμμετοχή του ΔΝΤ, είτε το «τύπωμα χρημάτων» από την ΕΚΤ. Φυσικά δεν είναι αμελητέος και ο κίνδυνος της Ιταλίας (η Πορτογαλία είναι μάλλον σίγουρη, ενώ φαίνεται ότι θα προηγηθεί της Ισπανίας), η οποία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ μετά την Ελλάδα, σε σχέση με το ΑΕΠ της (118,2%) – αν και το έλλειμμα της είναι σχετικά χαμηλό (5,2% του ΑΕΠ). Βέβαια, τόσο το Βέλγιο (δημόσιο χρέος περί το 100% του ΑΕΠ), όσο και η Γαλλία δεν είναι επίσης σε πολύ καλύτερη θέση – αφού το έλλειμμα της Γαλλίας είναι της τάξης του 8%, χάνει συνεχώς σε ανταγωνιστικότητα, ενώ δεν φαίνεται να έχει ξεπεράσει την ύφεση.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, ο κίνδυνος κατάρρευσης της Ευρωζώνης εμφανίζεται όλο και πιο βέβαιος, με τη Γερμανία να εξέρχεται από το κοινό νόμισμα, εάν θεωρήσει δαπανηρή, ασύμφορη ίσως την περαιτέρω συμμετοχή της, συνεργαζόμενη ευρύτερα με την Κίνα (κάποτε είχε «σύμμαχο» την Ιαπωνία) – αν και το «Καρτέλ» της μάλλον «συμπλέει» με το ΔΝΤ, επικρίνοντας καθημερινά πλέον την επίσημη κυβέρνηση της κυρίας Merkel.
Η ενδεχόμενη δε εκλογή του κ.Strauss–Kahn στην προεδρία της Γαλλίας το 2012, γεγονός που θα ενισχύσει τη θέση του ΔΝΤ (Η.Π.Α.) στην Ευρώπη, είναι εμφανές ότι θα λειτουργήσει προσθετικά σε ανάλογες εξελίξεις – με αποτελέσματα που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν σήμερα.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ
Έχουμε την άποψη ότι, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για όλους μας σήμερα είναι η απίστευτα μεγάλη φοροαποφυγή των πολυεθνικών – η νόμιμη αποφυγή πληρωμής άμεσων φόρων δηλαδή ή, καλύτερα, η «θεσμοθετημένη» φοροδιαφυγή. Ακριβώς επειδή οι άπατρις πολυεθνικές (lobbies) έχουν επιβάλλει στα κράτη τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι τους επιτρέπουν να πληρώνουν όλο και χαμηλότερους φόρους (για παράδειγμα, πολλές τράπεζες στις Η.Π.Α., Hedge funds κλπ, φορολογούνται με λιγότερο από το 1% επί των εισοδημάτων τους), υποχρεώνονται να αναπληρώνουν τα «διαφυγόντα έσοδα» του δημοσίου τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και όλες οι υπόλοιπες «εθνικές» επιχειρήσεις – ενώ οι Πολίτες επιβαρύνονται επί πλέον, κατά το «παράδειγμα» των Η.Π.Α., της Γερμανίας, της Ιρλανδίας και της Ισλανδίας, με τη διάσωση των πολυεθνικών φοροφυγάδων (έκτακτες εισφορές, μειώσεις μισθών, «διάρρηξη» του κοινωνικού κράτους κλπ).
Έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά το τεράστιο για όλους μας πρόβλημα της φοροαποφυγής (με ειδική αναφορά στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στη Γερμανία), στο τέλος του άρθρου μας «Η ιδανική υποψήφια χώρα», τον Απρίλιο του 2009. Θεωρούμε δε ότι, εάν δεν αντιδράσουν μαζικά οι Πολίτες όλων των χωρών, με κάθε τρόπο, η αδίστακτη φοροαποφυγή των πολυεθνικών, με τη βοήθεια της Πολιτικής, θα καταστρέψει όλα όσα έχουν επιτευχθεί στη «δύση», κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Πόσο μάλλον αφού είναι σχεδόν βέβαιο πως θα ενταθούν οι «φορολογικοί διωγμοί» των ελευθέρων επαγγελματιών, καθώς επίσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες θα θυσιαστούν από τα κράτη στο βωμό των αχόρταγων πολυεθνικών.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η Ιρλανδία έχει διαδραματίσει έναν «εξέχοντα ρόλο» στο συγκεκριμένο τομέα, αφού θεωρείται, από χρόνια τώρα, ως η «όαση της φοροαποφυγής» – της νόμιμης φοροδιαφυγής δηλαδή, εντός της Ευρωζώνης. Στηριζόμενη κυρίως στις ευρωπαϊκές ενισχύσεις (κοινοτικό Ταμείο), δημιούργησε έναν ασυναγώνιστο «φορολογικό παράδεισο» για τις πολυεθνικές ο οποίος, σε συνδυασμό με την ακανόνιστη (irregular) λειτουργία του ευρύτερου τραπεζικού της συστήματος, αποτέλεσαν τους δύο βασικούς πυλώνες της Οικονομίας της. Το «σύστημα» της Ιρλανδίας λειτουργεί επιγραμματικά ως εξής:
(α) Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές, αποφεύγουν συστηματικά χώρες με υψηλούς φόρους εισοδήματος, όπως οι Η.Π.Α. (35%) ή η Μ. Βρετανία (28%).
(β) Η αποφυγή της φορολόγησης ξεκινάει με την πώληση εκ μέρους τους των διεθνών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε θυγατρικές τους – οι οποίες ιδρύονται σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, όπως η Ιρλανδία (μηδέν κάποτε και 12,5% σήμερα). Αυτό σημαίνει ότι, τα κέρδη τους από τις διεθνείς αγορές δεν φορολογούνται πλέον στη μητρική εταιρεία, στις Η.Π.Α. ή στη Μ. Βρετανία για παράδειγμα, αλλά στην Ιρλανδία, στην οποία είναι εγκατεστημένες οι θυγατρικές τους.
(γ) Ενώ τα κέρδη από τις διεθνείς αγορές συγκεντρώνονται στην Ιρλανδία, μέρος των κερδών από τις εθνικές αγορές (Η.Π.Α.) «μεταφέρονται» επίσης εκεί – είτε διά μέσου της «τεχνητά» χαμηλής (υπο)τιμολόγησης των πωλουμένων προϊόντων από τη μητρική προς τις θυγατρικές, είτε με τη χρέωση διαφόρων εξόδων στη μητρική από τις θυγατρικές (εσωτερικές, «τριγωνικές» κλπ, υπερτιμολογήσεις).
(δ) Τα συγκεντρωμένα κέρδη στην Ιρλανδία απλά «καταγράφονται» εκεί και, αμέσως μετά, «αποφεύγονται» επίσης οι ιρλανδικοί φόροι, σε μεγάλο βαθμό – διά μέσου της «μεταφοράς» τους σε μία δεύτερη εταιρεία, η οποία όμως έχει έδρα σε έναν φορολογικό παράδεισο, όπως οι Βερμούδες ή τα Cayman Islands. Η δεύτερη αυτή εταιρεία απλά χρεώνει την πρώτη με διάφορα έξοδα, τα οποία μειώνουν την κερδοφορία της θυγατρικής από τη μητρική. Η δεύτερη εταιρεία μπορεί επίσης να είναι ιρλανδική αφού, εάν η διοίκηση της είναι εγκατεστημένη στις Βερμούδες, (δεν) φορολογείται εκεί.
Πολλές φορές, οι θυγατρικές των πολυεθνικών, αρκετές εκ των οποίων είναι ευυπόληπτα μέλη της Διεθνούς Διαφάνειας, ιδρύονται στο Δουβλίνο, όπου «καταγράφονται» τα κέρδη τους και, πριν ακόμη φορολογηθούν εκεί, διαφεύγουν στην Ολλανδία – σε μία δεύτερη θυγατρική. Από την Ολλανδία τα κέρδη από τις διεθνείς πωλήσεις και τα δικαιώματα κατευθύνονται, αμέσως μόλις εγγραφούν, στις νήσους Cayman. Έτσι, οι πολυεθνικές εξοικονομούν φόρους περισσότερους από το 32% αυτών που θα πλήρωναν, εάν δεν είχαν χρησιμοποιήσει τους παραπάνω τρόπους της νόμιμης φοροδιαφυγής.
Η μεθοδολογία αυτή χρησιμοποιείται ευρύτατα από εταιρείες όπως η Google, η IBM, η Apple, η Oracle, η Microsoft κλπ, με αποτέλεσμα να χάνουν οι Η.Π.Α. τεράστια ποσά ετησίως – τα οποία βέβαια καλούνται να αναπληρώσουν οι αμερικανοί Πολίτες. Ειδικά όσον αφορά την Google, το σύνολο των φόρων που πληρώνει για τα κέρδη από τις διεθνείς δραστηριότητες της υπολογίζονται μόλις στο 2,4% – ενώ, όταν για πρώτη φορά μετέφερε τις δραστηριότητες της εκτός Η.Π.Α., αύξησε την κερδοφορία της κατά 26% (2009), αποκλειστικά και μόνο από την αποφυγή της φορολόγησης της εκεί. Θεωρείται δε ότι, εάν πλήρωνε τους αμερικανικούς φόρους (35%), η μετοχή της δεν θα άξιζε πάνω από τα 100 $ (σήμερα κοστίζει τα πολλαπλάσια, ακριβώς λόγω της «ευεργετικής» αποφυγής πληρωμής φόρων).
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ιρλανδία «υπέπεσε» σε μία βαθειά ύφεση, σαν αποτέλεσμα της έντονης κρίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της. Οι τιμές πώλησης των κύριων εξαγωγικών προϊόντων της (γεωργικά) περιορίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκαν – ταυτόχρονα με την άνοδο των ενεργειακών τιμών, καθώς επίσης την αντίστοιχη των πρώτων υλών. Έτσι λοιπόν η χώρα δεν ήταν πια σε θέση να πληρώσει τις εισαγωγές της, οπότε αποφασίσθηκαν από την κυβέρνηση της δραστικά μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής» (φόροι, μειώσεις μισθών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων κα), με παράλληλο στόχο τον περιορισμό του πληθωρισμού και της κατανάλωσης. Τα «μέτρα» αυτά, αντίστοιχα ουσιαστικά με τα σημερινά, είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, η οποία οδήγησε πολλούς Ιρλανδούς Πολίτες στην αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες (οικονομική μετανάστευση).
Εν τούτοις, το πρόβλημα έλλειψης μίας ανταγωνιστικής εξαγωγικής βιομηχανίας παρέμενε, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων της χώρας ήταν προσανατολισμένη στη μικρή εσωτερική αγορά – με εισαγόμενα ως επί το πλείστον προϊόντα. Με στόχο λοιπόν την προσέλκυση ξένων επενδυτών, καθώς επίσης τη δημιουργία μίας εξαγωγικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση ίδρυσε μία ιδιαίτερη, ανεξάρτητη υπηρεσία (Industrial Development Agency), στην οποία μεταβίβασε όλες τις υπευθυνότητες.
Έτσι δημιουργήθηκε μία ισχυρή, εξαιρετικά αποτελεσματική «οργάνωση», η οποία ήταν εκτός των στενών πλαισίων της δημόσιας διοίκησης και απευθυνόταν μόνο στον υπουργό οικονομικών (κάτι ανάλογο φαίνεται να επιδιώκεται σήμερα και από την Ελλάδα, αν και σε εντελώς ερασιτεχνική βάση). Παράλληλα, προσφέρθηκαν στους ξένους ειδικά, μεγάλα επενδυτικά κίνητρα, όπως επιδοτήσεις επενδύσεων (ουσιαστικά με τη βοήθεια της ΕΕ), μεγάλες αποσβέσεις παγίων και δεκαετής απαλλαγή φορολόγησης. Η σχεδόν πλήρης αυτή απαλλαγή των εξαγωγικών επιχειρήσεων από τη φορολογία, διατηρήθηκε μέχρι την είσοδο της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη όπου, μετά από πιέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας (πολλές επιχειρήσεις των οποίων, ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, είναι επίσης εγκατεστημένες στην Ιρλανδία, φοροδιαφεύγοντας νόμιμα), αντικαταστάθηκε με φόρο 10,5% (στη συνέχεια με 12,5%) επί των κερδών.
Η Ιρλανδία αναπτυσσόταν λοιπόν συνεχώς από το 1993 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στη δεύτερη πλουσιότερη χώρα της Ευρωζώνης, μετά το Λουξεμβούργο – παρά το ότι στη δεκαετία του ’80 ήταν πάμπτωχη, εγκλωβισμένη στην παγίδα του χρέους (το δημόσιο χρέος της, σε σχέση με το ΑΕΠ της, ήταν το υψηλότερο όλων των χωρών του ΟΟΣΑ).
Μεταξύ των «αναπτυξιακών» ετών 1990 και 1998, το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 30%, στηριζόμενο στις εξαγωγές των εκεί εγκατεστημένων ξένων πολυεθνικών. Η κατά μέσον όρο αύξηση 7,5% ετησίως επί του ΑΕΠ της, συνοδεύθηκε από μία σημαντική μείωση της ανεργίας – από 15% στο 4%. Αν και από τη δεκαετία δε του ’60, μέχρι αυτήν του ’80, το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της αντιστοιχούσε μόλις στο 60% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, μεταξύ των ετών 1986 και 1999 αυξήθηκε κατά 47% – ξεπερνώντας όχι μόνο τις αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί, φαίνεται καθαρά η «συγκριτική» εξέλιξη της Ιρλανδίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Σύγκριση των μεγεθών του ιρλανδικού κατά κεφαλήν εισοδήματος 1974 – 2000, σε %
Χώρες | Κατά κεφαλή 1974-1986 | Κατά κεφαλή 1987-2000 | Παραγωγικότητα 1974-1986 | Παραγωγικότητα 1987-2000 |
Ιρλανδία | 1,6 | 5,6 | 2,7 | 3,0 |
Ισπανία | 1,2 | 3,0 | 3,1 | 1,2 |
Πορτογαλία | 1,1 | 3,6 | 3,0 | 2,6 |
Ελλάδα | 0,8 | 1,7 | 0,8 | 1,5 |
Μέσος ΕΕ | 1,7 | 1,8 | 2,0 | 1,8 |
Πηγή: Journal of common market studies
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα ΙΙΙ, δεν αυξήθηκε μόνο, σε μεγάλο συγκριτικά βαθμό, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιρλανδίας, αλλά και η παραγωγικότητα των εργαζομένων της – γεγονός που οφείλεται κυρίως στη «φορολογική» προσέλκυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες προέβησαν σε μεγάλες επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, «αριστοποιώντας» παράλληλα τις μεθόδους παραγωγής.
Από το έτος 1986 έως το 1999 διενεργούταν ετησίως ξένες επενδύσεις ύψους περίπου 7,6 δις € – ένα ποσόν που αντιστοιχούσε με το 2% του ΑΕΠ της. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το μέγεθος, οφείλουμε να προσθέσουμε πως, στην εικοσαετία 1960-1980, οι ξένες επενδύσεις (κυρίως από αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και φαρμακευτικές), ήταν του ύψους των 63 $ κατά κεφαλήν, ανερχόμενες στα 1.583 $ κατά κεφαλήν στη δεκαετία του ’90 – τριπλάσιες από το μέσον όρο της ΕΕ και 25πλάσιες από το 1960.
Η κυρίαρχη πλέον θέση των ξένων πολυεθνικών στην Ιρλανδία φαίνεται από το γεγονός ότι, το έτος 2005 στις θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών αναλογούσε το 50% της βιομηχανικής απασχόλησης της χώρας, το 86% της βιομηχανικής παραγωγής, καθώς επίσης το 93% των συνολικών εξαγωγών. Σύμφωνα δε με γνωστό ιρλανδό οικονομολόγο, οι ξένες επενδύσεις συνέβαλλαν κατά 2-3% στην τότε ετήσια ανάπτυξη της χώρας (7,5%). Ο Πίνακας IV που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Διαφορές μεταξύ ξένων και ιρλανδικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, το 2005
Δείκτες | Ξένες Επιχειρήσεις | Ιρλανδικές Επιχειρήσεις |
Μερίδιο των επιχειρήσεων | 12,48% | 87,52% |
Ποσοστά εργαζομένων | 49,68% | 50,32% |
Εργαζόμενοι ανά επιχείρηση | 202 | 29 |
Παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο | 781.600 € | 170.500 € |
Επενδύσεις ανά εργαζόμενο | 29.282 € | 7.828 € |
Μερίδιο στις εξαγωγές | 93% | 7% |
Κύριες εξαγωγικές αγορές | ΕΕ 70% | Μ. Βρετανία 46% |
Ένταση εξαγωγών | 95% | 46% |
Πηγή: Central Statistics Office, Forfas
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα IV, παρά το ότι οι ξένες επιχειρήσεις αποτελούσαν μόλις το 12,48% των συνολικών, απασχολούσαν τους μισούς περίπου εργαζομένους, με σχεδόν πενταπλάσια παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο από τις ιρλανδικές (προφανώς λόγω των τετραπλάσιων επενδύσεων ανά εργαζόμενο, αλλά και των εξελιγμένων παραγωγικών μεθόδων).
Επίσης διαπιστώνεται ότι, οι ξένες πολυεθνικές εγκαταστάθηκαν στην Ιρλανδία, αφενός μεν λόγω της μηδενικής φορολόγησης τους, αφετέρου ένεκα της επιδότησης τους, καθώς επίσης λόγω της αποφυγής των δασμών, αφού πλέον τα προϊόντα τους παράγονταν εντός της ΕΕ – η οποία απορροφούσε το 70% της παραγωγής τους, όπως συμβαίνει και με τα γερμανικά προϊόντα (ενδεχομένως οι επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα να εξυπηρετούν αντίστοιχους στόχους παράκαμψης δασμών και έντεχνης αποκόμισης ευρωπαϊκών ενισχύσεων).
Εν τούτοις, το ιρλανδικό μοντέλο της εξαρτημένης από ξένες επιχειρήσεις (πολυεθνικές) ανάπτυξης, η οποία ήταν εις βάρος των ιρλανδικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων που χρεοκόπησαν μαζικά, «παρήγαγε» πολλές «αντιξοότητες». Ειδικότερα, εάν διαχωρίσει κανείς το ιρλανδικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, από το ΑΕΠ δηλαδή που προκύπτει μετά την αφαίρεση των εισοδημάτων των ξένων επιχειρήσεων (ιδίως των κερδών των διεθνών επενδυτών) και την πρόσθεση των εισοδημάτων των Ιρλανδών διεθνώς, τότε θα καταλήξει σε ένα μέγεθος μικρότερο κατά ένα πέμπτο (-20%) από το ιρλανδικό ΑΕΠ. Με κριτήριο τώρα το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι το ΑΕΠ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ιρλανδικής οικονομίας ήταν αρκετά χαμηλότερος.
Ίσως οφείλουμε εδώ να επισυνάψουμε τον Πίνακα V, με σκοπό να αντιληφθούμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω δεικτών – εκ των οποίων εμείς θεωρούμε σημαντικότερο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (όχι το ΑΕΠ), τουλάχιστον για τις μικρότερες οικονομίες, αφού περιγράφει πολύ καλύτερα την πραγματική, καθαρή θέση τους:
ΠΙΝΑΚΑΣ V: Οι 10 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν τους το 2008, σε εκ. $ – σύγκριση με το ΑΕΠ τους
Χώρες | Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν | ΑΕΠ 2009* | Κατάταξη με ΑΕΠ |
Η.Π.Α. | 12.969.561 | 14.256.275 | 1 |
Ιαπωνία | 4.988.209 | 5.068.059 | 2 |
Γερμανία | 2.852.337 | 3.352.742 | 4 |
Κίνα | 2.263.825 | 4.908.982 | 3 |
Μ. Βρετανία | 2.263.731 | 2.183.607 | 6 |
Γαλλία | 2.177.670 | 2.675.915 | 5 |
Ιταλία | 1.724.894 | 2.118.264 | 7 |
Ισπανία | 1.100.134 | 1.464.040 | 9 |
Καναδάς | 1.051.873 | 1.336.427 | 10 |
Ινδία | 793.017 | 1.235.975 | **11 |
* Αν και συγκρίνουμε δύο διαφορετικά έτη, τα συμπεράσματα δεν αλλάζουν σημαντικά.
** Υπεισέρχεται η Βραζιλία στην 8η θέση
Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα (η πρώτη στήλη με τη μέθοδο Atlas)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Στις χώρες εκείνες, στις οποίες το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι χαμηλότερο από το ΑΕΠ, σημαίνει ότι οι επενδύσεις τρίτων στις οικονομίες τους, είναι υψηλότερες από τις δικές τους στις ξένες – το αντίθετο για τις υπόλοιπες (ουσιαστικά, αυτό συμβαίνει μόνο στη Μ. Βρετανία). Όσο πιο κοντά δε είναι ο πρώτος δείκτης στο δεύτερο, τόσο καλύτερα για τη χώρα. Ειδικά όσον αφορά την Κίνα (την Ινδία επίσης), η τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών, εμφανίζει μία σημαντική εξάρτηση της από τις ξένες επενδύσεις – ένα γεγονός που μπορεί να αποβεί μοιραίο, στην περαιτέρω εξέλιξη της υποψήφιας κυρίαρχης υπερδύναμης.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Η είσοδος της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη είχε σαν αποτέλεσμα, όπως αναφέραμε παραπάνω, την επιβολή φόρων ύψους 10,5% (αργότερα 12,5%) στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους του εργατικού δυναμικού, λόγω της ανάπτυξης (Ζήτηση), «ανάγκασε» πολλές ξένες επιχειρήσεις να μεταναστεύσουν στις χώρες της Α. Ευρώπης, στις οποίες οι συνθήκες ήταν κατά πολύ πιο συμφέρουσες – ενώ ήταν πλέον χώρες της ΕΕ (άρα μπορούσαν επίσης να παράγουν και να εξάγουν ευρωπαϊκά προϊόντα). Ο Πίνακας VI είναι αρκετά αποκαλυπτικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ VΙ: ΑΕΠ σε εκ. €, Αλλαγές στις εξαγωγές, στην εσωτερική κατανάλωση και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών σε ποσοστά – ξένες επενδύσεις σε εκ. €
Δείκτες | 2000 | 2001 | 2002 | 2003 | 2004 | 2005 | 2006 |
ΑΕΠ | 104.620 | 116.989 | 130.215 | 139.413 | 148.502 | 161.498 | 174.705 |
Εξαγωγές | 2,20 | 1,97 | 2,44 | 1,55 | 0,29 | -1,02 | -0,60 |
Εσ. κατ. | 7,80 | 2,60 | 2,01 | 1,43 | 1,92 | 3,42 | 2,72 |
Ισοζ.συν. | -0,41 | -0,70 | -1,03 | -0,02 | -0,60 | -3,51 | -4,16 |
Ξένες επ. | 22.957 | 6.241 | 19.444 | 15.270 | -23.095 | -36.992 | -12.492 |
Πηγή: Central Statistics Office, Forfas
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα VI, λίγο μετά την είσοδο της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη (μία εξαιρετικά ατυχής απόφαση της κυβέρνησης της, γεγονός που ισχύει και για την Ελλάδα, όπως επίσης για αρκετές άλλες χώρες), οι εξαγωγές της μειώθηκαν, η εσωτερική κατανάλωση αυξήθηκε, ενώ οι ξένες επενδύσεις έγιναν αρνητικές. Σαν αποτέλεσμα αυτών, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας (ιδιαίτερα το εμπορικό της ισοζύγιο) επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό (από -0,41% το 2000 στο -4,16% το 2006, σχεδόν κατά 15 φορές).
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ τις ανάλογες «επιδόσεις» της Ελληνικής Οικονομίας – γεγονός που τεκμηριώνει ότι, δεν ήταν μόνο οι «ανάλγητοι» Έλληνες Πολίτες ή οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, αυτοί που οδήγησαν την Ελλάδα στην αποβιομηχανοποίηση και στη χρεοκοπία, αλλά, κυρίως, η «φύση» της Ευρωζώνης (όπου οι ελλειμματικές χώρες μεταβάλλονται σε «εξαρτημένους-αιμοδότες» της περαιτέρω ανάπτυξης των πλεονασματικών).
Συνεχίζοντας, από το έτος 2001, μετά την είσοδο ουσιαστικά της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη, φαίνεται να σβήνει ο μύθος του «κελτικού τίγρη». Αν και η οικονομία της χώρας συνέχιζε να αναπτύσσεται, έστω με χαμηλότερους ρυθμούς, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα δυσμενή αποτελέσματα του χωρισμού των επιχειρήσεων της σε δύο κατηγορίες: στις ξένες επιτυχημένες πολυεθνικές, οι οποίες συνέχιζαν να απολαμβάνουν χαμηλή φορολόγηση, καθώς επίσης στις αδύναμες εγχώριες, οι οποίες επιβαρύνονταν με περισσότερους φόρους.
Η μείωση των εξαγωγών βέβαια αντισταθμίσθηκε από την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης (Πίνακας VI), η οποία όμως στηρίχθηκε στην έντονη άνοδο των τιμών των ακινήτων, στις φτηνές (χαμηλότοκες) πιστώσεις των τραπεζών, καθώς επίσης στο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιρλανδών – το οποίο όμως οδήγησε με τη σειρά του σε μεγάλες εισοδηματικές ανισορροπίες.
Το αποτέλεσμα της αυξημένης εσωτερικής κατανάλωσης ήταν η μεγέθυνση των εισαγωγών, καθώς επίσης ο περιορισμός των εξαγωγών – κάτι που οδήγησε σε αρκετά ελλειμματικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Εκτός αυτού, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ιρλανδικής οικονομίας υπέφερε από τη φούσκα της κερδοσκοπίας στην αγορά των ακινήτων, με επακόλουθο τη μείωση των ξένων επενδύσεων, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Αιτία της «υπερθέρμανσης» της ιρλανδικής οικονομίας δεν ήταν μόνο η μη ισορροπημένη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος αλλά, επίσης, η υψηλή προσέλευση μεταναστών, η οποία οφειλόταν στην αύξηση των προσφερομένων θέσεων εργασίας. Επί πλέον, η Ζήτηση εντάθηκε από την παροχή φθηνών πιστώσεων, αφού η είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη έγινε σε μία εντελώς ακατάλληλη περίοδο για την οικονομία της.
Ειδικότερα, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν χαμηλότερο από αυτό που είχε μέχρι τότε η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας, με αποτέλεσμα να έχουν πρόσβαση οι καταναλωτές, πολύ περισσότερο οι αγοραστές ακινήτων, σε φθηνότερη χρηματοδότηση. Εκτός αυτού, ο ελλειμματικός χειρισμός του προϋπολογισμού εκ μέρους της ιρλανδικής κυβέρνησης, υπερθέρμανε ακόμη περισσότερο την αγορά, ενισχύοντας περαιτέρω την κατανάλωση.
Όλα τα παραπάνω προκάλεσαν μία κερδοσκοπική φούσκα στην αγορά των ακινήτων, οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν κατά 260% μεταξύ των ετών 1995 και 2005. Μόνο το 2005 ο τομέας της οικοδομικής δραστηριότητας συμμετείχε με 20% στο ΑΕΠ της Ιρλανδίας, ενώ απασχολούσε το 10% των εργαζομένων της χώρας. Επί πλέον, αυξήθηκαν τα χρέη των νοικοκυριών, μέσω της αύξησης των πιστώσεων και των τιμών των ακινήτων, στο 130% των υφισταμένων εισοδημάτων τους. Παρά το ότι λοιπόν η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα εμπόδισε την είσοδο της Ιρλανδίας σε ύφεση μετά το 2001, επιδείνωσε τις δημόσιες υποδομές και κατέστρεψε το περιβάλλον, οδηγώντας ταυτόχρονα στην αύξηση του κόστους παραγωγής στη χώρα.
Οι υπερβολικές τιμές των ακινήτων έκαναν ακριβότερες τις επενδύσεις, ενώ αύξησαν τους μισθούς των εργαζομένων – κάτι που, σε συνδυασμό με την ανατίμηση του Ευρώ, είχε σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των αγαθών που παράγονταν στην Ιρλανδία, για τις εκτός Ευρωζώνης χώρες. Το γεγονός αυτό οδήγησε τις πολυεθνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις στη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους, σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος – είτε στην Ανατολική Ευρώπη, είτε στην Ασία.
Στη συνέχεια, το «σπάσιμο της φούσκας» των ακινήτων (το 35% των εσόδων του ιρλανδικού προϋπολογισμού προερχόταν από τα ακίνητα), οι τεράστιες απώλειες των ιρλανδικών τραπεζών στις Η.Π.Α., καθώς επίσης στο εσωτερικό της χώρας, όπως και η κλιμακούμενη ανεργία, προκάλεσαν μία καταστροφική ύφεση – η οποία φαίνεται να οδηγεί την Ιρλανδία στα νύχια του ΔΝΤ.
Παρά το ότι λοιπόν ένα τέτοιο ενδεχόμενο αντιμετωπίζεται εχθρικά, τόσο από τους Πολίτες, όσο και από την επίσημη κυβέρνηση της χώρας (η οποία «δήθεν» φοβάται, μεταξύ άλλων, τον εξαναγκασμό της από την ΕΕ σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών – γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση των ξένων επενδυτών, οι οποίοι έχουν απομείνει στη χώρα), η «εισβολή των κατακτητών» θεωρείται μάλλον δεδομένη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ιρλανδία, όπως τονίσαμε στην αρχή, αποτελεί έναν τεράστιο συστημικό κίνδυνο, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σύγκριση με την Ελλάδα. Το συνολικό χρέος της (δημόσιο και ιδιωτικό) ανέρχεται σε επίπεδα άνω του 1.100% του ΑΕΠ της (σχεδόν πενταπλάσιο από αυτό της Ελλάδας), οι τράπεζες της είναι υπερχρεωμένες, οι καταθέτες αποσύρουν διαρκώς μεγαλύτερα ποσά χρημάτων (13 δις € πρόσφατα από μία μόνο τράπεζα), η φούσκα των ακινήτων είναι τεράστια, η ανεργία αυξάνεται και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της θα επιδεινώνεται διαρκώς, εκτοξεύοντας στα ύψη το δημόσιο χρέος της – εφόσον η κυβέρνηση της έχει εγγυηθεί «αναίσχυντα» για όλα τα δάνεια των ιδιωτικών τραπεζών (περί τα 350 δις €).
Εν τούτοις, θεωρούμε εγκληματική την εισβολή των «εκτελεστών» του ΔΝΤ, όπως επίσης της τευτονικής Ευρώπης, απλά και μόνο για την προστασία των τραπεζών του διεθνούς Καρτέλ. Αντίστοιχα εγκληματική βέβαια, αν όχι πολύ πιο «κολάσιμη» ενέργεια, θεωρούμε την ανάληψη των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών, δια μέσου της κυβέρνησης, από τους Πολίτες της χώρας – χωρίς καθόλου να τους ζητηθεί η συμφωνία, μέσα από ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα.
Κατά την άποψη μας, οι Πολίτες της Ιρλανδίας οφείλουν να εξεγερθούν μαζικά, μη αποδεχόμενοι μία τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος τους, μία κατάφορη προδοσία καλύτερα εκ μέρους της ίδιας της εκλεγμένης κυβέρνησης τους – αφήνοντας τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν και εκδιώκοντας τους ξένους εισβολείς. Το ίδιο άλλωστε έκαναν και οι Πολίτες της Ισλανδίας, έστω την τελευταία στιγμή, δικάζοντας παράλληλα τον πρωθυπουργό τους για ένα έγκλημα που ευτυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Εάν θέλουμε να αποφύγουμε την τύχη της Αργεντινής, της Βραζιλίας και τόσων άλλων κρατών που έπεσαν στο παρελθόν στα νύχια των συνδίκων του διαβόλου, πληρώνοντας με το αίμα τους τις «επιλογές» των διεφθαρμένων, των στρατευμένων πολλές φορές κυβερνήσεων τους, το ίδιο ακριβώς οφείλουμε να κάνουμε και εμείς οι Έλληνες – πριν ακόμη λεηλατηθεί η χώρα μας, πριν χάσει ολοσχερώς, από τους ξένους εισβολείς, την εθνική της κυριαρχία και πριν ακόμη είναι πολύ αργά για το μέλλον των παιδιών μας.
Δεν πρέπει βέβαια σε καμία περίπτωση να υποτιμούμε ούτε τις ικανότητες, ούτε τις εξειδικευμένες μεθόδους των συνδίκων του διαβόλου οι οποίοι, με τη βοήθεια εξελιγμένων δημοσίων σχέσεων (έντεχνη προπαγάνδα, εξαγορά» συγκεκριμένων ΜΜΕ, χρηματισμός συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων πολιτικών, καθώς επίσης δημοσιογράφων ή λοιπών διαμορφωτών της κοινής γνώμης, εκβιαστικά διλήμματα, εξουδετέρωση των συνδικαλιστών, συνεργασία με τα μεγάλα, τοπικά επιχειρηματικά λόμπυ κλπ), έχουν την ικανότητα να «αποκοιμίζουν» τους λαούς, μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα είναι πλέον αργά για να αντιδράσουν – ειδικά αυτούς που δεν έχουν πολεμήσει ποτέ για την υπεράσπιση της ελευθερίας τους, προτιμώντας τη (βραχυπρόθεσμη) «βολή» τους και τον «αργό θάνατο» του βιοτικού τους επιπέδου, από την «κατά μέτωπο» αντιμετώπιση των εχθρών της πατρίδας τους.
Κλείνοντας, θεωρούμε σκόπιμη την προσθήκη της διαπίστωσης του Schopenhauer, η οποία ταιριάζει απόλυτα στην πολιτική του ΔΝΤ (αυτή που εφαρμόζει πιστά στην Ελλάδα η κυβέρνηση μας, το τελευταίο διάστημα). «Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα, για τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό η αξίωση να τα αποκτήσει….. Το γεγονός ότι, μετά την απώλεια πλούτου (εθνικής κυριαρχίας κλπ) και μόλις ξεπερασθεί η αρχική οδύνη, η συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, από τη στιγμή που η μοίρα περιόρισε τον παράγοντα της ιδιοκτησίας μας, μειώνουμε τώρα και εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας. Η προσαρμογή αυτή (μειώσεις μισθών, φορολογικά μέτρα, απολύσεις, «απελευθερώσεις» αγορών κλπ) είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού. Όταν όμως πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι τη στιγμή που τελικά παύει να γίνεται αισθητός και η πληγή επουλώνεται».
*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου