Η ελληνική παρουσία στον Λίβανο και τη Συρία
γράφει ο Τάσος Χατζηαναστασίου
Άρδην τ. 61
Η ισραηλινή επιδρομή στον Λίβανο έφερε στην επιφάνεια την ξεχασμένη ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή. Έκπληκτοι οι περισσότεροι Έλληνες παρακολούθησαν στις ειδήσεις την περιπέτεια αρκετών δεκάδων συμπατριωτών μας που εγκατέλειψαν τα κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς σπίτια τους και βρήκαν καταφύγιο –είτε μόνιμο είτε προσωρινό– στην Ελλάδα. Το πραγματικά εκπληκτικό όμως είναι το γεγονός πως η ελληνική παρουσία στον Λίβανο και τη Συρία, όπως άλλωστε και σε όλη την ελληνιστική περίμετρο της νοτιανατολικής Μεσογείου, παρά τη δραματική συρρίκνωση που υπέστη, συνεχίζεται αδιάλειπτη από την αρχαιότητα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιβίωσαν οι ίδιοι πληθυσμοί από το 300 π.Χ., έτος ίδρυσης της Αντιόχειας από τον Σέλευκο. Η τελευταία υπήρξε για αιώνες μία από τις σημαντικότερες πόλεις του κόσμου. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας έπαιζε –και εξακολουθεί να παίζει– σημαντικότατο ρόλο ευνοώντας την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών, προερχόμενων κυρίως από τη Μικρά Ασία. Την επιρροή του Πατριαρχείου φανερώνει και το σημαντικό ποσοστό των Αράβων ελληνορθοδόξων. Την παρουσία Ελλήνων και ελληνορθοδόξων στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας ευνόησε άλλωστε και το καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας και ανεκτικότητας που επικρατεί στην περιοχή από τα μέσα του 19ου αι. και μέχρι τις μέρες μας.
Η ακτινοβολία του Πατριαρχείου Αντιοχείας, καθ’ όλη τη διάρκεια της αραβικής και οθωμανικής κατάκτησης, είναι γνωστή. Γνωρίζουμε επίσης ότι, στις αρχές του 18ου αιώνα, ιδρύθηκαν στη Συρία τρεις ελληνικές σχολές: στην Αντιόχεια, στο Χαλέπι και την Τρίπολη. Η επιρροή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, προφανώς αναντίστοιχη του πληθυσμού του, μαρτυρείται και τον 19ο αι. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο δωδεκαμελές συμβούλιο που ορίστηκε να πλαισιώνει το ημιανεξάρτητο σαντζάκι της Συρίας στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1864, μετείχαν τρεις ελληνορθόδοξοι, οι δε υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες εκπροσωπούνται ως εξής: τέσσερις Μαρωνίτες, τρεις Δρούζοι και από ένας σουνίτης και σιίτης. Σε ό,τι αφορά το αριθμητικό μέγεθος των Ελλήνων της Συρίας, οι γαλλικές αρχές, το 1936, τους υπολόγιζαν σε 3.000. Όπως όμως σημειώνει ο Έλληνας Πρόξενος Π. Δασκαλόπουλος, στον αριθμό αυτό δεν υπολογίζονται οι Έλληνες που είχαν ξένη υπηκοότητα, (π.χ. οι Δωδεκανήσιοι που είχαν την ιταλική, οι Κύπριοι τη βρετανική, ορισμένες κατηγορίες Μικρασιατών την τουρκική υπηκοότητα κλ.π.). Πιο σημαντική είναι οπωσδήποτε η παρουσία των Σύρων ελληνορθοδόξων, για τους οποίους όμως διαθέτουμε στοιχεία μόνο όσον αφορά την περιοχή της Αλεξανδρέττας, που το καλοκαίρι του 1938 υπολογίζονταν από το ελληνικό Προξενείο Βηρυτού σε 22.000 ενώ οι γαλλικές αρχές, το 1936, υπολόγιζαν ότι ο χριστιανικός, πλην των Αρμενίων, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά ελληνορθόδοξος, πληθυσμός της Αλεξανδρέττας έφτανε τις 17.600 άτομα, το 8% του συνολικού πληθυσμού.
Τη δεκαετία του 1930, η ελληνική παρουσία στον Λίβανο και τη Συρία θα ενισχυθεί από την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων. Το μαρτυρεί η ίδρυση ελληνικών κοινοτήτων και σχολείων σε πολλές πόλεις. Συγκεκριμένα, ιδρύονται και λειτουργούν σχολεία στη Βηρυτό, την Τρίπολη, τη Δαμασκό και το Χαλέπι ενώ η ελληνορθόδοξη σχολή της Αλεξανδρέττας, που είχε ιδρυθεί το 1895, συνέχισε τη λειτουργία της στο κτίριο του σχολείου των Αράβων Ορθοδόξων. Στα σχολεία αυτά δίδασκαν δάσκαλοι από την Ελλάδα και την Κύπρο και η διδασκαλία αφορούσε κυρίως τη γλώσσα με τη χρήση σύγχρονων βιβλίων στη δημοτική. Σημαντικό μέρος αφιερωνόταν, όπως ήταν φυσικό, στην εθνική και θρησκευτική κατήχηση, αλλά και στην αριθμητική και τις ξένες γλώσσες. Μάλιστα, τα ελληνόπουλα της Βηρυτού διδάσκονταν, εκτός από τα ελληνικά, άλλες τρεις ξένες γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά και αραβικά)! Το ίδιο και αυτά της Αλεξανδρέττας που διδάσκονταν γαλλικά, αραβικά και τουρκικά. Να σημειωθεί ότι, στο ελληνικό σχολείο της Αλεξανδρέττας, τη δεκαετία του 1930, δίδαξε ο απόφοιτος του Παγκυπρίου Ιεροδιδασκαλείου Λάρνακος, Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, ο ιερωμένος που όρκισε τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια του κυπριακού ενωτικού αγώνα 1955-1959. Τα σχολεία χρηματοδοτούνταν από πόρους των ελληνικών κοινοτήτων –των οποίων τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν χαμηλό εισόδημα–, του ελληνικού κράτους και, για την περίπτωση της Δαμασκού και της Αλεξανδρέττας, και από πόρους της κυβέρνησης της Συρίας. Η προσάρτηση της Αλεξανδρέττας από την Τουρκία σηματοδότησε και την αρχή του τέλους για την παρουσία των ελληνορθοδόξων στην περιοχή. Ωστόσο, οι κοινότητες της υπόλοιπης Συρίας και του Λιβάνου συνέχισαν τη δράση τους ακόμη και την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς όμως να έχουμε περισσότερα στοιχεία. Γνωρίζουμε απλώς ότι οι ελληνορθόδοξοι αποτέλεσαν τον πιο αδύναμο κρίκο στη διάρκεια των πολέμων μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκευτικών ομάδων, ειδικά στην περιοχή του νοτίου Λιβάνου κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μια ιστορία που φαίνεται πως επαναλήφθηκε και στη διάρκεια της τελευταίας ισραηλινής επιδρομής. Αν όμως το ελληνικό κράτος θέλει να αποκτήσει επιτέλους πολιτική για τη Μέση Ανατολή, θα πρέπει πρώτα-πρώτα να στηρίξει τους ομοεθνείς του που ζουν εκεί, έναν πληθυσμό που διατήρησε την ταυτότητά του κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες.