Πολιτικός Λόγος (24grammata.com)
Η επικαιρότητα της πρότασης Μέρκελ για την οικονομική επιτροπεία μέσα από την αναδρομή στην πτώχευση του 1893 και στον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο. Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Ρωμαίου
Αμέσως μετά τη χρεοκοπία του 1893, η κυβέρνηση Τρικούπη ξεκίνησε τις δύσκολες, δίχως αμφιβολία, διαπραγματεύσεις με τους αντιπροσώπους των χωρών που είχαν επηρεαστεί στον μεγαλύτερο βαθμό από την αδυναμία πληρωμής των ελληνικών εξωτερικών δανείων. Ομως τον Αύγουστο του 1894, όταν ο συμβιβασμός που είχε συνάψει η κυβέρνηση Τρικούπη με τους ξένους αντιπροσώπους τέθηκε στο συμβούλιο των άγγλων ομολογιούχων, αυτοί τον απέρριψαν, με την αιτιολογία ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση να προσφέρει καλύτερες εγγυήσεις και όρους, καθώς και ότι η πτώχευσή της ήταν «δόλια», άποψη που αναπαραγόταν συνεχώς από μεγάλης κυκλοφορίας βρετανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπως οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και ο Εκόνομιστ.
Ανάλογες απόψεις εξέφρασαν και οι γάλλοι ομολογιούχοι, ενώ οι Γερμανοί, οι οποίοι, αν και κατείχαν το μικρότερο ποσοστό του ελληνικού χρέους από τους Αγγλους και τους Γάλλους, εμφανίζονταν ιδιαίτερα αδιάλλακτοι απέναντι στην Ελλάδα και αρκετοί αξιωματούχοι, αλλά και έντυπα, ζητούσαν να χρησιμοποιηθεί το ελληνικό εξωτερικό χρέος ως μοχλός για την αύξηση της επιρροής της Γερμανίας στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα.
Αλλαγή κυβέρνησης
Στις εκλογές του Απριλίου του 1895 ο Χαρίλαος Τρικούπης ηττήθηκε κατά κράτος (δεν εξελέγη καν βουλευτής και αποχώρησε για τη Γαλλία όπου και πέθανε ένα χρόνο αργότερα) και πρωθυπουργός αναδείχθηκε εκ νέου ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, το έτερον ήμισυ του εξασθενημένου, ωστόσο, πρώτου ελληνικού δικομματισμού.
Αν και ο Δηλιγιάννης, όντας στην αντιπολίτευση, είχε χαρακτηρίσει τη στάση πληρωμών της κυβέρνησης Τρικούπη πράξη «άτοπον και αν όχι ονειδιστικήν» και είχε υποστηρίξει, σε επιστολή του προς τις πρεσβείες των τριών ξένων Δυνάμεων, πως ο συμβιβασμός με τους δανειστές «ήτο καθήκον προς την Πατρίδα και τον Βασιλέα, όπερ επέβαλλεν ου μόνον το συμφέρον του κράτους και της κοινωνίας, αλλά και η τιμή του ελληνικού λαού». Εντούτοις, όταν ξεκίνησε, ως πρωθυπουργός πια, τις διαπραγματεύσεις με τους ξένους αντιπροσώπους για την επίτευξη ενός νέου συμβιβασμού, αρνήθηκε επανειλημμένως να υποχωρήσει σε καίρια ζητήματα. Κι αυτό γιατί φοβόταν τόσο την πίεση από το εσωτερικό του κόμματός του όσο και την κοινή γνώμη που είχε λάβει ξεκάθαρη θέση εναντίον των ξένων Δυνάμεων.
Ο Δηλιγιάννης δήλωσε στη Βουλή πως δεν υπήρξε συμφωνία καθώς τα μέτρα που πρότειναν οι ξένοι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων θα οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, σε νέα πτώχευση και θα απειλούσαν την εθνική κυριαρχία της χώρας. Η άρνηση συμβιβασμού της κυβέρνησης Δηλιγιάννη, στάση η οποία επρόκειτο να διαρκέσει καθ’ όλη τη διετή περίπου θητεία της, προκάλεσε τον εκνευρισμό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και αρνητικά για την Ελλάδα σχόλια στον ευρωπαϊκό Τύπο.
Το τηλεγράφημα που δεν έφτασε
Η τοποθέτηση, όμως, τον Οκτώβριο του 1896, του Στέφανου Στρέιτ στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος αντικατέστησε τον Παύλο Καλλιγά, είχε αρχίσει να μεταλλάσσει κάπως το κλίμα. Ο Στρέιτ, διπλωμάτης και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να χειριστεί την υπόθεση του δημοσίου εξωτερικού χρέους και η παρουσία του έδωσε νέα πνοή στις διαπραγματεύσεις.
Υστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις που επαναλήφθηκαν στο Παρίσι, στις 18 Φεβρουαρίου 1897, ο Στρέιτ κατάφερε να επιτύχει έναν συμβιβασμό. Αμέσως μετά την επίτευξη του συμβιβασμού, ο Στρέιτ έστειλε πρώτα ένα τηλεγράφημα αποδοχής των συμβιβαστικών προτάσεων προς τους δανειστές και αμέσως μετά έσπευσε να στείλει ένα ακριβές αντίγραφο προς τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη. Ωστόσο, αυτό το αντίγραφο δεν θα έφτανε ποτέ στην Αθήνα.
Οι «ατυχείς» χειρισμοί Δηλιγιάννη
Οπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, εκείνο τον Φεβρουάριο του 1897, η Ελλάδα είχε χάσει τη μοναδική ευκαιρία να επιτύχει έναν αμοιβαίο συμβιβασμό. Οι ατυχέστατοι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης στο κρητικό ζήτημα, οι τυχοδιωκτικοί χειρισμοί της εθνικιστικής οργάνωσης της «Εθνικής Εταιρείας», η άρνηση της επικύρωσης της συμφωνίας του Στρέιτ και η αναμενόμενη έκβαση του «ατυχούς» ελληνοτουρκικού πολέμου του Απριλίου – Μαΐου του 1897, επρόκειτο να καταδικάσουν τις όποιες πιθανότητες είχε η Ελλάδα να επιτύχει έναν αξιοπρεπή, δημοσιονομικά και ηθικά, συμβιβασμό με τους ξένους δανειστές. Ο σκληρός Διεθνής Ελεγχος ήταν πλέον προ των πυλών και η Ελλάδα είχε χάσει κάθε διαπραγματευτικό χαρτί σε αυτό το δημοσιονομικό «μπρα-ντε-φερ» με τις ξένες Δυνάμεις.
Η επιβολή του Διεθνούς Ελέγχου
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1897, δηλαδή λίγο μετά τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και την ντε φάκτο απόφαση της επιβολής του Διεθνούς Ελέγχου στην Ελλάδα, απόφαση που η Ελλάδα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, μετέβησαν στην Αθήνα αντιπρόσωποι των ξένων Δυνάμεων που θα συμμετείχαν στην επιβολή του ελέγχου (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ρωσία και Αυστρία) για να οριστικοποιήσουν τις λεπτομέρειες και τις τεχνικές εκκρεμότητες του ελέγχου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γνωστός Εδουάρδος Λω, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας. Από την πλευρά της Ελλάδας, τις διαπραγματεύσεις θα διεξήγαγε ο Στέφανος Στρέιτ, υπουργός Οικονομικών πια της κυβέρνησης Αλ. Ζαΐμη, η οποία είχε αντικαταστήσει την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη που είχε πέσει λόγω του περιεχομένου της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης.
Το νομοσχέδιο στη Βουλή
Στα τέλη του Ιανουαρίου 1898 οι ξένοι δανειστές και η ελληνική κυβέρνηση έφτασαν σε συμβιβασμό και σε συμφωνία για τις λεπτομέρειες του νομοσχεδίου το οποίο θα έπρεπε να υπερψηφιστεί από τη Βουλή εντός του Φεβρουαρίου. Πράγματι, στις 19 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Οικονομικών Στ. Στρέιτ υπέβαλε στη Βουλή το νομοσχέδιο του Διεθνούς Ελέγχου.
Την επομένη, κατά τη διάρκεια της οποίας συνεχίστηκε η συζήτηση για την ψήφιση του νομοσχεδίου του Διεθνούς Ελέγχου, ο Στρέιτ αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε ως υπουργός Οικονομικών στις διαπραγματεύσεις με τους ξένους αντιπροσώπους, ενώ τόνισε και την προκατάληψη και την έλλειψη εμπιστοσύνης που διακατείχε τη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα (στάση που θυμίζει σε πολλά σημεία την καχυποψία των Ευρωπαίων απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση το 2010 και το 2011).
Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου
Στο τέλος της αγόρευσής του και πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου ο υπουργός Οικονομικών Στρέιτ προειδοποίησε τους βουλευτές πως, αν η ελληνική Βουλή απέρριπτε και δεν υπερψήφιζε το νομοσχέδιο, ακόμη και κάποιο μεμονωμένο άρθρο, τότε οι ξένες κυβερνήσεις δεν θα ενέκριναν την παροχή δανείου προς τη χώρα.
Τα στελέχη του ΔΟΕ έφθασαν στην Αθήνα στις αρχές Απριλίου του 1898. Η Επιτροπή αποτελούνταν από τους Λο (Βρετανία), Τροϊάνσκι (Ρωσία), Νομπίλι (Ιταλία), Μουροάρ (Γαλλία), Βίγκλερ (Γερμανία) και Οπενχάιμερ (Αυστρία). Μία από τις πρώτες ενασχολήσεις της Επιτροπής Ελέγχου ήταν η οργάνωση της εγκατάστασης της επιτροπής και η επιλογή των γραφείων της και του προσωπικού. Αξίζει να τονιστεί ότι στις συνεδριάσεις της Επιτροπής δεν είχε δικαίωμα παρουσίας ή συμμετοχής ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών.
Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Γιώργου Ρωμαίου «Η περιπέτεια του κοινοβουλευτισμού την Ελλάδα». εφημερίδα Το Βήμα