24grammata.com/ από τη ζωή των λέξεων
Ετυμολογικά, το Δίπλωμα των ρούχων και το Δίπλωμα (τίτλος σπουδών) δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά.
γράφει ο Κώστας Κρητικός
Οι Ελληνικές λέξεις διπλόω,-ω (: διπλώνω) και δίπλωμα (: τσάκισμα), πέρασαν στα Λατινικά και απέκτησαν μία ιδιαίτερη σημασία. Η λέξη duplus (: διπλους) δήλωνε το διπλωμένο επίσημο έγγραφο που έδιναν σε όλους εκείνους που αποκτούσαν το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Επίσης, ο ορος diploma (<διπλους) δήλωνε το επίσημο διπλωμένο έγγραφο που διέθεταν οι αγγελιοφόροι (λατ. diplomarius) ή οι επίσημες πρεσβείες για να τους παρασχεθεί οποιαδήποτε βοηθεια. Έτσι, γεννήθηκε και η λέξη διπλωμάτης (διπλωματία, διπλωματικός). Ο διπλωμάτης, λοιπόν, ήταν ο κάτοχος του διπλώματος (του διαπιστευτηρίου). Στα Ιταλικά: diplomazia, diplomatico. Γαλλικά: diplomacie, doplomatie. Αγγλικά: diplomatic, diplomacy, diplomat, diplobrat. Γερμανικά: diplomatie, diplomaten, diplomatische
Πολύ αργότερα η λέξη δίπλωμα ήταν φυσικό να καθορίζει οποιoδήποτε επίσημο έγγραφο (βεβαίωση σπουδών, πτυχίο, κ.α.). Ιταλικά:diploma, Γερμανικά:diplom, Αγγλικά: diploma
Η παλιννόστηση της λέξης «διπλωματικός» έγινε μόλις στη δεκαετία του 1820. Μέχρι τότε για να δηλώσουμε όρους που σχετίζονται με τη διπλωματία χρησιμοποιούσαμε τις λέξεις : αποκρισάριος, σακελλάριος, αντιπρόσωπος, λεγάτος.
Η λέξη “δίπλωμα” έφυγε στη ξενιτιά, πριν πολλούς αιώνες, ως μία λέξη κοινή που δήλωνε ο,τιδήποτε το διπλωμένο και επέστρεψε αγνώριστη αριστοκράτισσα: «η τέχνη της Διπλωματίας», «πήρε το Δίπλωμα του» κ.α. Ακούγεται ότι είναι ακατάδεκτη και δεν αναγνωρίζει τις λέξεις του σογιού της, τους φτωχούς συγγενείς της : διπλώνω, διπλαρώνω, δίπλα (γλυκό), δίπλωμα (ρούχων).