24grammata.com/ ιατρική
Σημαντικό σταθμό στην επιβίωση των μοσχευμάτων αποτέλεσε η εφαρμογή της κυκλοσπορίνης-Α, τις ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες της οποίας απέδειξε για πρώτη φορά στον κόσμο ο έλληνας επιστήμονας Αλκιβιάδης Κωστάκης πραγματοποιώντας μεταμοσχεύσεις καρδιάς σε επίμυες, τη διετία 1975- 1977. Έκτοτε το φάρμακο αυτό χρησιμοποιείται επί 25 συνεχή χρόνια ως το κύριο ανοσοκατασταλτικό φάρμακο στις μεταμοσχεύσεις όλων των οργάνων με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα των μεταμοσχεύσεων, με την πάροδο των ετών, έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Αυτό οφείλεται στη χρήση νέων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, όπως της κυκλοσπορίνης, του tacrolimus, της ραπαμυκίνης, του mycophenolate mofetil (MMF), των μονοκλωνικών αντισωμάτων, της αντιθυμοκυτταρικής σφαιρίνης και των νέων αντισωμάτων έναντι των υποδοχέων της ιντερλευκίνης-2 (anti-IL2R antibodies).
Στην Ελλάδα, η πρώτη μεταμόσχευση νεφρού από πτωματικό δότη έγινε στη Θεσσαλονίκη από τον καθηγητή Κ. Τούντα και τους συνεργάτες του, το 1968, και στην Αθήνα από τον καθηγητή Γρ. Σκαλκέα και το συνεργάτη του Ι. Χωματά, το 1971. Η πρώτη μεταμόσχευση ήπατος έγινε στη Θεσσαλονίκη από τον καθηγητή Α. Αντωνιάδη, το 1990 και την ίδια χρονολογία στην Αθήνα από τον καθηγητή Ι. Παπαδημητρίου και τους συνεργάτες του. Η πρώτη μεταμόσχευση παγκρέατος, που ήταν διπλή ταυτόχρονη μεταμόσχευση νεφρού και παγκρέατος, έγινε από τους καθηγητές Γρ. Σκαλκέα και Α. Κωστάκη, το 1989, στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών.
Η πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς έγινε από τον καρδιοχειρουργό Γ. Τόλη στο Θεραπευτήριο ‘Υγεία’, το 1990 και λίγους μήνες αργότερα άρχισε το πρόγραμμα μεταμοσχεύσεων καρδιάς από τον καρδιοχειρουργό Χρ. Λόλα στο Νοσοκομείο ‘Ευαγγελισμός’ στην Αθήνα. Η πρώτη μεταμόσχευση πνεύμονα έγινε από τον καθηγητή Π. Σπύρου, στη Θεσσαλονίκη, το 1992, και η πρώτη ταυτόχρονη διπλή μεταμόσχευση καρδιάς-πνεύμονα έγινε το ίδιο έτος από τον καθηγητή Π. Σπύρου και τους συνεργάτες του.
Η πρώτη διπλή ταυτόχρονη μεταμόσχευση ήπατος και νεφρού έγινε από τον καθηγητή Ε. Χατζηγιαννάκη στο νοσοκομείο ‘Ευαγγελισμός’, το 1992, κι ένα έτος αργότερα έγινε από τον ίδιο καθηγητή διπλή μεταμόσχευση ήπατος και παγκρέατος.
Τέλος, η πρώτη εμφύτευση νησιδίων παγκρέατος έγινε από τον επίκουρο Καθηγητή Β. Παπανικολάου στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, το 1999.
Μέχρι το τέλος του 2002, σύμφωνα με το Διεθνές Αρχείο των Μεταμοσχεύσεων, είχαν γίνει 940.563 μεταμοσχεύσεις οργάνων σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ σήμερα ξεπερνούν το 1.000.000.
Συμβατότητα δότη – λήπτη
Η μεταμόσχευση οργάνων, ξεκινώντας αρχικά σαν πειραματική διαδικασία ανάγκης, έχει μετατραπεί τελικά σε έναν τεχνολογικά εξελιγμένο τρόπο θεραπείας. Ιδιαίτερα, η ανοσολογία της μεταμόσχευσης αποτελεί ένα νέο και ελκυστικό τομέα της ιατρικής με τεράστιο ερευνητικό ενδιαφέρον, που απορρέει από την προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας των μηχανισμών εκείνων της ανοσιακής απάντησης του ξενιστή, που τελικά οδηγούν στην καταστροφή του αλλομοσχεύματος.
Η βάση για την έναρξη της ειδικής ανοσιακής απάντησης, μετά την είσοδο ενός αλλοαντιγόνου, είναι η αναγνώριση από το ανοσιακό σύστημα των ‘δικών’ του από τα ‘ξένα’ στοιχεία. Στις μεταμοσχεύσεις οργάνων ή ιστών ο βασικός αυτός βιολογικός ρόλος του ανοσιακού συστήματος διεγείρει τους μηχανισμούς απόρριψης, με αποτέλεσμα την απώλεια των μοσχευμάτων.
Τελευταία, με την κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονται στη διαδικασία της απόρριψης του ‘ξένου’ καθώς και με την ανακάλυψη αποτελεσματικών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, η μεταμόσχευση οργάνων και ιστών για θεραπευτικούς σκοπούς αποτελεί καθημερινή κλινική πρακτική. Για παράδειγμα, σήμερα μεταμοσχεύονται περισσότεροι από 10.000 νεφροί το χρόνο διεθνώς και με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας.
Επίσης, οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς, πνευμόνων, κερατοειδούς, ήπατος και μυελού των οστών αποτελούν συνηθισμένο κλινικό γεγονός. Η βελτίωση των χορηγούμενων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων έχει επηρεάσει ελάχιστα τη μακροχρόνια επιβίωση των μοσχευμάτων. Βασικός παράγοντας για τη μακροχρόνια λειτουργία του μοσχεύματος είναι ο βαθμός ιστοσυμβατότητας δότη-λήπτη ως προς τα δύο μείζονα συστήματα ιστοσυμβατότητας, που είναι:
* το σύστημα των ερυθροκυτταρικών αντιγόνων (ΑΒΟ) και
* το σύστημα ιστοσυμβατότητας ή HLA.
Η επαγωγή της ανοσολογικής ανοχής (tolerance), δηλαδή της ειδικής για το αντιγόνο μη απαντητικότητας, αποτελεί νέο πεδίο εντατικής έρευνας. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η επαγωγή της ανοσολογικής ανοχής (tolerance) στο λήπτη θα επιτρέπει τη μακροχρόνια επιβίωση του μοσχεύματος χωρίς την απαραίτητη HLA συμβατότητα, δίχως τη συνεχή χορήγηση ανοσοκαταστολής και με μειωμένη πιθανότητα ανάπτυξης λοιμώξεων.
Οι πρώτοι ερευνητές που παρατήρησαν τη βελτίωση της επιβίωσης του μοσχεύματος ύστερα από μεταγγίσεις αίματος ήταν οι Opelz και Terasaki.
Αυτή η παρατήρηση βοήθησε στο σχεδιασμό πρωτοκόλλων με βάση το αίμα ή τα παράγωγά του, αρχικά σε ζώα και αργότερα στον άνθρωπο. Πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι η προετοιμασία με διαλυτά ή συνδεόμενα με το κυτταρικό τοίχωμα τάξης Ι αντιγόνα του Μείζονος Συμπλέγματος Ιστοσυμβατότητας (Major Histocompatibility Complex, MHC) του δότη επάγουν την ειδική μη απαντητικότητα μετά τη μεταμόσχευση. Ορισμένοι ερευνητές αμφισβητούν την ανάπτυξη της ανοσολογικής ανοχής (tolerance) in vivo για τα τάξης ΙΙ HLA αντιγόνα.
Παράλληλα, η χρήση συνθετικών πεπτιδίων με αλληλουχίες παρόμοιες με εκείνες των τάξης ΙΙ HLA αντιγόνων, για τον καθορισμό των ανοσογονικών ή όχι επιτόπων, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Στο μέλλον, ο επιτοπικός χάρτης των HLA αντιγόνων θα είναι χρήσιμος για την επαγωγή της ανεργίας ή της ανοσολογικής ανοχής (tolerance) των Τ κυττάρων, υπερνικώντας πιθανώς τα πολλαπλά προβλήματα από την HLA ασυμβατότητα.
Πηγές: Ε.Ο.Μ/www.iatronet.gr