Χορηγός αφιερώματος:
Φιλολογικό Φροντιστήριο
Γιώργος Δαμιανός
Πεντέλης 25A, Βριλήσσια,
τηλ 210 600 87 50 , πληρ. κλικ εδώ
Όρος Πεντελικόν
24grammata.com- Βυζάντιο
Η Μονή Ταώ Πεντέλης (Νταού Πεντέλης)
Ιστορία της μονής
Άποψη από τον προαύλιο χώρο της μονής
Στην βορειοανατολική πλαγιά του Πεντελικού όρους και σε υψόμετρο 270 μ. στα ενδότερα της Ραφήνας, σε απόσταση 30 χλμ. από την Αθήνα, δεσπόζει η Ι.Μ. Παντοκράτορος Ταώ.
Η Μονή Ταώ, υπήρξε την περίοδο της βραχείας ακμής της, το πλουσιότερο μοναστήρι της Αττικής και ως τέτοιο, βρέθηκε και μεγάλος αντίζηλος της Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου, η οποία την εποφθαλμιούσε και η οποία τελικώς επέτυχε να την προσαρτήσει στις «κτήσεις» της.
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή έχει βυζαντινές καταβολές. Υποστηρίζεται -αναπόδεικτα μέχρι στιγμής- ότι ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα και καθώς δεν απέχει πολύ από την θάλασσα, ότι καταστράφηκε από Σαρακηνούς, οι στόλοι των οποίων μάστιζαν τότε το Αιγαίο πέλαγος.
Η μονή επανιδρύθηκε (ή πρωτοϊδρύθηκε) τον 12ο αιώνα, από τον άρχοντα Νικόλαο Καματηρό του οποίου η οικογένεια -κατά τον Γεώργιο Σωτηρίου- είχε σχέση με την Ιβηρία του Καυκάσου (σημερινή Γεωργία) και ο οποίος αφιέρωσε τη μονή στο Χριστό Παντοκράτορα. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από επιγραφή του 12ου αιώνα, στην οποία επίσης φαίνεται η μυστηριώδης ονομασία Ταώ (ταών/ταώς = παγώνι, που στη χριστιανική τέχνη συμβολίζει την αθανασία όταν ανοίγει την μεγαλόπρεπη ουρά του, και τη Θεία Κοινωνία όταν πίνει από φιάλη, αλλά και Χώρα Ταώνων = Ιβηρία), για την οποία πολλά εγράφησαν, και η οποία παραφθαρείσα τους κατοπινούς αιώνες από το αλβανόφωνο στοιχείο της περιοχής, έδωσε τη σύγχρονη ονομασία Νταού Πεντέλης. Η επιγραφή αυτή, είναι χαραγμένη σε μάρμαρο, και σώζεται σε δυο τμήματα εντοιχισμένα σε δεύτερη χρήση στον τοίχο του Καθολικού της μονής. Το πρώτο τμήμα βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού της μονής, στο δεξί άκρο της μεγάλης κόγχης, προς το Ιερό Βήμα. Συμπληρούμενη, καθώς είναι χαραγμένη ελλειπτικά, δίνει το όνομα:
«Νίκος ο Καμ(α)τιρός».
Το δεύτερο τμήμα βρίσκεται στην νότια πλευρά της εκκλησίας, προς το Ιερό Βήμα. Διακρίνεται ένας σταυρός επί κλιμακωτής βάσεως, και στη συνέχεια συντετμημένα η επιγραφή:
«ο κτίς(ας) τα(η)ν Τ(αώ) τα(αύτην) Αμίν».
Ενώνοντας τα δυο τμήματα της επιγραφής, καταλήγουμε στην εξής απόδοση:
«Νίκος ο Καμ(α)τιρός + ο κτίς(ας) τ(η)ν Τα(αώ) τ(αύτην), Αμίν».
Πρόκειται πιθανότατα, για την κτητορική επιγραφή της μονής του 12ου αιώνα, η οποία μάλλον ήταν τοποθετημένη, είτε στο υπέρθυρο του ναού, είτε σε εκείνο της εξωτερικής πύλης. Κατά την καταστροφή της μονής η επιγραφή έπεσε και έσπασε στα δύο. Τα κομμάτια της τοποθετήθηκαν αδιάφορα και χωρίς επίγνωση της σημασίας τους για την (προ)ιστορία της μονής, στον τοίχο του νέου καθολικού όταν το μοναστήρι, τον 16ο αιώνα, επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο της Ιστορίας.
Ο αρχαιολόγος Παύλος Λαζαρίδης που διεξήγαγε την δεκαετία του 1960 ανασκαφές στη Μονή Ταώ, εντόπισε κάτω από το Ιερό Βήμα του μεταγενέστερου Καθολικού, μία τρίκογχη αψίδα χωρίς όμως να μπορέσει να προσδιορίσει αν ανήκε σε παλαιότερο τρίκογχο ναό ή μαρτύριο ή αν αποτελούσε μία πρώτη απόπειρα ανέγερσης του νεώτερου Καθολικού που εγκαταλείφθηκε για να συνεχισθεί βάσει διαφορετικού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Οι αυτές ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης, δυο κιονόκρανα του βυζαντινού Τέμπλου, καθώς και ένα επίθημα.
Στα 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας, περιέρχεται από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ στον λατινικό κλήρο -αναφερόμενη στην σχετική παπική βούλλα ως μονή Hu!- συμμεριζόμενη την μοίρα όλων των ορθοδόξων μοναστηριών στις φραγκοκρατούμενες περιοχές. Ως λατινικό πλέον μοναστήρι, θα παρακμάσει έως ότου σβήσει ή κατ’ άλλους καταστραφεί κατά την Τουρκική κατάληψη των Αθηνών και της Αττικής, στα 1456.
Η μονή επανιδρύθηκε το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, περί το 1570, σε μία περίοδο ακμής της τουρκοκρατούμενης πλέον Αττικής. Η επανίδρυσή της μας είναι γνωστή από σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Τιμοθέου Β’ του έτους 1614, το οποίο ανανέωνε παλαιότερο σιγίλλιο του oικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Γ’ του έτους 1572 και στο οποίο αναφέρεται. Το πρώτο αυτό σιγίλλιο, παραχωρούσε το καθεστώς σταυροπηγιακής μονής στο μοναστηριακό καθίδρυμα που ίδρυσαν Αθηναίοι προύχοντες στην μνήμη του Χριστού Παντοκράτορα. Στο ίδιο αυτό κείμενο, πέραν του αυτοδεσπότου της μονής, ορίζεται ο τρόπος, τόσο της εκλογής ηγουμένου, όσο και της εκπτώσεώς του από την ηγουμενία σε περίπτωση που δεν αποδεικνυόταν άξιος αυτής:
«…Η θεία και ιερά μονή του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού της Ταώ, ως πατριαρχική και σταυροπηγιακή, είη και μένη ελευθέρα και αδούλωτος και ασύδοτος και ατελής, και έχει πάσαν αυτονομίαν και αυτοδεσποτείαν (…) μνημονεύουσα ακαταπαύστως του ονόματος του κατά καιρούς οικουμενικού πατριάρχου, μη τολμώντος του κατά τόπον μητροπολίτου Αθηνών, του τε νυν και των μετ’ αυτόν εσομένων εναντιωθήναι τη ελευθερία και αδουλωσία αυτής και ζητήσαί τι νοσφίσασθαι άχρι οβολού ούτε από των της μονής, ούτε από των αυτής μετοχίων (…) διοικείται δε και κυβερνάται παρά του κατά καιρούς ηγουμένου αυτής (…) τον δε κατά καιρόν ηγούμενον της μονής ταύτης εκλέγεσθαι και προβάλλεσθαι θέλομεν υπό των εν αυτή προκρίτων, γερόντων και ηγουμένων και εφοράν την μονήν μέχρις αν εαυτόν παέχη ορθόν και ανέγκλητον, μετά γαρ τούτο άδειαν έχειν τους γέροντας εξωθείν αυτόν της Ηγουμενίας και έτερον καθιστάν αντ’ αυτού επί τω συμφέροντι της Μονής…».
(Για το πλήρες κείμενο του σιγιλλίου, βλέπε: Αλβανάκης Σ. Διονύσιος Ιστορία των Ιερών Μονών του κράτους, Α’ Μοναί μητροπόλεως Αθηνών: τ. Α’ Ιερά Μονή Πεντέλης σελ. 42-46, Αθήνα, 1905).
Οι Αθηναίοι πρόκριτοι, κτήτορες της μονής, ήσαν οι κάτωθι:
Δημήτριος Αναδρομάρης (ή επί το λογιώτερον Αναδρομεύς),
Ιωάννης Ντούζης-Αλεξινάς,
Σωφρόνιος μητροπολίτης Αθηνών,
Λαυρέντιος επίσκοπος Σισανίου,
Θεοφάνης Καρύκης (πρόκειται για τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Θεοφάνη Α’) και
παπά Νεκτάριος.
Σχετικώς με τον Δημήτριο Αναδρομάρη, γνωρίζουμε ότι υπήρξε συνκτήτορας επίσης της Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Καλησίων, καθώς και κτήτωρ της Ι.Μ. Γεννεσίου της Θεοτόκου στο βορειοανατολικό άκρο του Πεντελικού όρους, όπου σήμερα βρίσκεται η γυναικεία Ι.Μ. Αγίου Εφραίμ. Γνωρίζουμε επίσης, ότι το 1610, έγινε μοναχός ονομασθείς Δαυίδ.
Ο Ιωάννης Ντούζης-Αλεξινάς, υπήρξε επίσης κτήτωρ των Καλησίων.
Ο μητροπολίτης Σωφρόνιος εποίμανε την Αθήνα από το 1565 έως το 1574.
Όσο για τον Θεοφάνη Καρύκη, υπήρξε γόνος αρχοντικής αθηναϊκής οικογένειας, ιερομόναχος και κτήτωρ της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου της επωνομαζομένης Καρύκη (ή Καρύτση) στις βόρειες παρυφές της τότε Αθήνας (σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος). Ιδιαιτέρως καλλίφωνος, υπηρέτησε στο πατριαρχείο ως πρωτοψάλτης και για βραχύ διάστημα ως μέγας λογοθέτης λόγω της σημαντικής του μορφώσεως. Διετέλεσε μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως από το 1585 έως το 1593 και στη συνέχεια για δυο χρόνια, μητροπολίτης Αθηνών έως το 1595. Το 1596, ορισμένος τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, κατόρθωσε να αναρριχηθεί στον πατριαρχικό θρόνο, στον οποίον όμως δεν παρέμεινε λόγω του ότι η εκλογή του κρίθηκε αντικανονική και παράνομη από την πλειοψηφία της Συνόδου, ως οφειλόμενη στην ανοικτή παρέμβαση ισχυρών Οθωμανών. Αρνούμενος να παραιτηθεί, πέθανε ξαφνικά το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου του 1597, την ώρα που ενδυόμενος για να προσέλθει στον ναό, έλεγε την ευχή «Ουρανία ρομφαία πληγείς…». Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο. Φίλος ων της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, μελοποίησε πολλούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Στην διάρκεια της σύντομης και ταραχώδους πατριαρχίας του, εισήγαγε στη Μεγάλη Εκκλησία την μετά Χριστό χρονολογία, εγκαταλείποντας την από κτίσεως κόσμου βυζαντινή.
Τέλος, ο παπά Νεκτάριος υπήρξε ο ιδιοκτήτης και ο κύριος κτήτωρ της μικρής Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Καλησίων στην φάση αυτή της ιστορίας της.
Χάρη στο σταυροπηγιακό καθεστώς και στον αξιοκρατικό και συνάμα απαιτητικό τρόπο εκλογής των ηγουμένων της, η Ι.Μ. Παντοκράτορος Ταώ γνώρισε ταχύτατα μεγάλη ακμή. Ο αριθμός των μοναχών της ανήλθε, κατά τα λεγόμενα, στους 180, μεταξύ των οποίων συναριθμούσε τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα, ο μετέπειτα μητροπολίτης Αθηνών Σαμουήλ. Ταυτόχρονα, συνεχώς πλήθαινε ο αριθμός των μετοχίων της, με αποτέλεσμα να επέλθει αντιζηλία με την επίσης δυναμικά ανερχόμενη μεταξύ των μεγάλων χριστιανών γαιοκτημόνων της Αττικής, Μονή Πεντέλης. Ως μετόχια, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μνημονεύονται στις πηγές το Χοιροσακκούλι και η Έτοσις.
Στην Μονή της Ταούς επίσης, ενσωματώθηκε το μικρό οικογενειακό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Καλησίων, προκειμένου να προστατευθεί από τις πιέσεις και τις προσπάθειες καταπάτησης των κτημάτων του εκ μέρους της Μονής Πεντέλης, με την οποία συνόρευε προς δυσμάς. Την προσάρτηση των Καλησίων στη Μονή Παντοκράτορος, αναγνωρίζει και επικυρώνει τον Φεβρουάριο του 1612, το πατριαρχικό σιγίλλιο του Τιμοθέου Β’.
Στα 1648, εξ αιτίας πιθανώς της ανασφάλειας που άρχισε να επικρατεί στην ύπαιθρο λόγω της προϊούσας αποσύνθεσης της οθωμανικής διοίκησης, πραγματοποιείται, μέσω εκτεταμένων εργασιών, η οχύρωση της μονής που δεν ήταν κτισμένη σε θέση φυσικά οχυρή. Ανεγείρεται τότε κατά πάσα πιθανότητα ο πύργος στα ανατολικά της κυρίας εισόδου, κυρίως όμως υπερυψώνεται το δυτικότερο τμήμα του καθολικού, με την προσθήκη ενός επί πλέον ορόφου που περιβάλλει τον τρούλλο του εξωνάρθηκα, δίνοντάς του την κάπως παράδοξη μορφή πύργου. Οι οικοδομικές εργασίες του έτους 1648 ήσαν τόσο σημαντικές ώστε η χρονολογία αυτή να χαραχθεί στο μαρμάρινο τοξωτό ανώφλι της πύλης του περιβόλου της μονής, με αριθμούς μεν στα αριστερά του συμβόλου του σταυρού, άνωθεν του συμβόλου Ταώ (δηλαδή ενός μικρογράμματου γράμματος Ωμέγα του οποίου η μεσαία κεραία επεκτεινόμενη προς τα πάνω σχηματίζει το γράμμα Ταυ) και δεξιά του σταυρού με ελληνικούς χαρακτήρες μέσα σε κύκλο. Το μέγεθος και η ποιότητα των εργασιών οχύρωσης της μονής προδίδουν στα μέσα του 17ου αιώνα, αναμφισβήτητη ακμή.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ξαφνικά επήλθε η καταστροφή, της οποίας η μνήμη, σύμφωνα με τα όσα γράφουν ο Αλβανάκης και ο Καμπούρογλου, παρέμενε ζωντανή στους περίοικους αλβανόφωνους πληθυσμούς της γενιάς τους. Την παράδοση αυτή διέσωσε και αποκρυστάλλωσε στα Απομνημονεύματά του, που συνέταξε την περίοδο 1861-1884, ο λόγιος ηγούμενος της Μονής Πεντέλης, Κύριλλος Β’ Δέγλερης. Η καταστροφή της Μονής Παντοκράτορος, την οποία οι τελευταίες έρευνες χρονολογούν με σχετική ακρίβεια περί το 1680, πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο των ταραχών που προκλήθηκαν από τον Ενετο-Τουρκικό πόλεμο, την ενετική κατοχή, συνεπεία της οποίας επί τριετία εκκενώθηκε η Αθήνα. Η παράταση της κρίσης, η αδυναμία των τοπικών αρχών να επιβληθούν και να διασφαλίσουν την τάξη, ευνόησε την πραγματοποίηση ληστρικών επιθέσεων, είτε από ομάδες ατάκτων στη στεριά, είτε από πάσης φύσεως πειρατές στη θάλασσα. Την ίδια ακριβώς περίοδο υφίσταται επίθεση και η Μονή Πεντέλης, γεγονός που μαρτυρείται στο πατριαρχικό σιγίλλιο του έτους 1692 του πατριάρχη Καλλινίκου, ως σχετικώς πρόσφατο.
Την καταστροφή της Μονής Παντοκράτορος προκάλεσαν πειρατές, τη νύχτα της Αναστάσεως, ορμηνευθέντες σύμφωνα με μία εκδοχή, από έναν εκδιωχθέντα υπηρέτη του ηγουμένου με καταγωγή από την Κάρυστο που ήθελε να εκδικηθεί τον πρώην κύριό του. Οι πειρατές αιφνιδίασαν τους μοναχούς τους οποίους βρήκαν συναγμένους στην εκκλησία για την αναστάσιμη ακολουθία. Η σφαγή υπήρξε καθολική, όπως και η λεηλασία που ακολούθησε. Κανένας δεν θα είχε διασωθεί, αν, λόγω του Πάσχα, δεν τύχαινε να απουσιάζει στο Χοιροσακκούλι ένας από τους ιερομόναχους της μονής. Αυτός, επιστρέφοντας το απόγευμα του Πάσχα στο μοναστήρι, είδε σε μικρή απόσταση από αυτό, μέσα στο δάσος, κατακρεουργημένα πτώματα μοναχών, και αντελήφθη τι είχε συμβεί. Όπως επίσης είδε, κοιτώντας προς τον όρμο της Ραφήνας, πειρατικά καράβια (φούστες) να απομακρύνονται στο πέλαγος. Έσπευσε λοιπόν στη Μονή Πεντέλης για να μεταφέρει την είδηση και να ζητήσει βοήθεια. Οι προστρέξαντες Πεντελιώτες μοναχοί, έθαψαν τα πτώματα που βρήκαν σε μεγάλους κοινούς τάφους κάτω από το δάπεδο ή στα πέριξ της λεηλατημένης εκκλησίας. Το δε μοναστήρι τους, έσπευσε να προσαρτήσει την Μονή Παντοκράτορος, η οποία συναριθμείται στα μετόχια της Μονής Πεντέλης στο προαναφερθέν πατριαρχικό σιγίλλιο του έτους 1692. Την τύχη της Μονής Ταώ, ακολούθησαν και τα μετόχια της, που όλα έγιναν μετόχια της παντοδύναμης πλέον Μονής Πεντέλης.
Επί 280 περίπου χρόνια, το μοναστήρι έμεινε ακατοίκητο. Διάφορες δε φήμες περί του σφαγιασθέντος ηγουμένου που στοίχειωσε και που ζητούσε τάχα εκδίκηση, εμπόδισαν την επαναχρησιμοποίηση της μονής, η οποία περιέπεσε σε λήθη. Τα κελιά και η τράπεζα κατέρρευσαν, ενώ ο εξωνάρθηκας του καθολικού μετατράπηκε σε καταφύγιο των κοπαδιών τον χειμώνα, μέσα στο οποίο οι βοσκοί άναβαν φωτιά, όπως μαρτυρούν τα ίχνη καπνού στη γυμνή πέτρα των τοίχων και του θόλου, μετά την είσοδο του ναού. Ακόμη και οι περιηγητές που κατευθύνονταν στο Μαραθώνα, δεν παρέκκλιναν από τον δρόμο τους για να επισκεφθούν τη μονή, πλην του Dodwell, που θα της αφιερώσει μία παράγραφο στο οδοιπορικό του.
Αυτή η κατάσταση έλαβε τέλος το 1963, έτος κατά το οποίο με την συμπαράσταση του τότε αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, εγκαταστάθηκε στην Ταώ, μια γυναικεία αδελφότητα. Έχομε έτσι την δεύτερη κατά σειράν επανίδρυση της Μονής Ταώ, ίσως δε και την τρίτη αν η μονή του 9ου/10ου αιώνα αποτελεί ιστορική πραγματικότητα. Επί μία δεκαετία, η νέα μονή ήταν μετόχι της Μονής Πεντέλης. Απέκτησε όμως με βασιλικό διάταγμα στις 18 Μαρτίου 1973 την ανεξαρτησία της, προικοδοτούμενη ταυτόχρονα από την Μονή Πεντέλης με έκταση 200 στρεμμάτων. Στις εξελίξεις αυτές, συνέβαλε καθοριστικά ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος. Στο διάστημα 1961-1964, πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, έργα προστασίας του καθολικού από την υγρασία και καταστρώθηκε πρόγραμμα ανασκαφών που διεξήχθη ανάμεσα στο 1964 και το 1970 υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Παύλου Λαζαρίδη. Οι ανασκαφές, πέραν των θεμελίων των κτισμάτων που είχαν καταρρεύσει, αποκάλυψαν κάτω από το κατεστραμμένο δάπεδο του ναού, ομαδικούς τάφους, η ύπαρξη των οποίων επιβεβαίωσε την προφορική παράδοση για την καταστροφή της μονής και την σφαγή των μοναχών της.http://www.vrilissia.gr