24grammata.com- ιστορία της Λογοτεχνίας
Μόσχος Μορφακίδης, (Πανεπιστήμιο Γρανάδας)
΄Ενας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γνωστής ως “Γενιά του 1900” των λατινοαμερικανών συγγραφέων, που έζησαν μεταξύ Μαδρίτης και Παρισιού[1], είναι ο γεννημένος στη Γουατεμάλα[2] Enrique Gómez Carrillo (1873-1927)[3]. Από το 1890 έζησε κυρίως στο Παρίσι, όπου συναναστράφηκε με τους κυριότερους εκπροσώπους των γραμμάτων, και στη Μαδρίτη[4], όπου συνεργάστηκε ως χρονικογράφος με διάφορες εφημερίδες[5]. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική, το δοκίμιο και το μυθιστόρημα[6], στο οποίο το 1917 διακρίθηκε με το βραβείο Montyon της Γαλλικής Ακαδημίας. Από τα ταξίδια του ανά την υφήλιο, προέκυψαν αρκετά έργα που εντάσσονται στον χώρο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας[7]. Κατά την παραμονή του στο Παρίσι, ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Jean Moréas, ο οποίος τον μύησε στον συμβολισμό και στον οποίο αναμφίβολα θα πρέπει να αποδοθεί ο φιλελληνισμός του και ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θέμα της διαχρονικότητας του ελληνισμού.
Η Ελλάδα, ο ελληνικός πολιτισμός και το Βυζάντιο συναντώνται σε αρκετές περιπτώσεις και σε όλα τα είδη του λόγου με τα οποία ασχολήθηκε:
στο αντιπροσωπευτικότερο μυθιστόρημά του, Το ευαγγέλιο του έρωτα[8], που διαδραματίζεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους.
Μεγάλο μέρος του Romer ías (1912) αναφέρεται συχνά στον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις[9].
Το Flores de penitencia (1913), που η Καθολική Εκκλησία ενέταξε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων, περιέχει διηγήματα με ιστορίες αγίων της Ανατολικής Εκκλησίας,[10], ορισμένα από τα οποία είχαν ήδη εκδοθεί το προηγούμενο έτος[11]. Τον συγγραφέα απασχόλησε και η παρουσία των Καταλανών στο Βυζάντιο τον ΙΔ΄ αι., όπως μαρτυρεί το διήγημα “Η Παναγία με τα πράσινα μάτια” (Nuestra Señora de los Ojos Verdes), που επανεκδόθηκε το ίδιο έτος σε άλλη συλλογή[12].
Με την καταλανική παρουσία στο Βυζάντιο σχετίζεται επίσης το εκτενέστερο διήγημα “Το ευαγγέλιο της αγάπης” (El evangelio del amor)[13], ο οποίος έχει ως πρωταγωνιστή ένα βυζαντινό μοναχό αριστοκρατικής καταγωγής, που υπακούοντας την θεϊκή βούληση εγκαταλείπει το ΄Αγιον ΄Ορος για να νυμφευτεί ένα μέλος της οικογένειας των Καντακουζηνών. Ο ζήλος του για να μεταδώσει την αποκάλυψή του στους υπόλοιπους μοναχούς τον μεταβάλλει σε μάρτυρα και τον οδηγεί στην αγιοποίηση.
Αναμφίβολα όμως, το σημαντικότερο έργο του E. Gómez Carrillo σε σχέση με την Ελλάδα ανήκει στα έργα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας του συγγραφέα. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1908 με τον τίτλο Ελλάδα ( Grecia ) και με πρόλογο του J. Moréas[14], ενώ ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε η γαλλική μετάφραση με τον τίτλο Η αιώνια Ελλάδα ( La Gr èce éternelle )[15]. Το βιβλίο ενώ γνώρισε αρκετή επιτυχία στην Ισπανία, αν κρίνουμε από τα σχόλια του ελληνολάτρη M. de Unamuno[16] και από τις συνεχείς του επανεκδόσεις[17], στη Γαλλία αντιμετώπισε αρκετά δυσμενή κριτική από μέρος της γαλλικής διανόησης. Το γεγονός ανάγκασε τον συγγραφέα να απαντήσει στα ειρωνικά σχόλια για τον παραλληλισμό των Ελλήνων της εποχής του με τους αρχαίους, και να υπερασπιστεί τις απόψεις του, με τρόπο όμως που θυμίζουν περισσότερο έλληνα οπαδό της Μεγάλης Ιδέας, παρά ισπανοαμερικανό εγκατεστημένο στο Παρίσι. Στον πρόλογο της επανέκδοσης του 1914, εκφράζεται με άκρατο ενθουσιασμό για τις ελληνικές νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους και προβλέπει ότι οι μελλοντικές νίκες των Ελλήνων θα αποσπάσουν από τους «βάρβαρους» όλα τα ιερά πάτρια εδάφη[18].
Ο πρόλογος του J. Moréas[19] αντιστοιχεί, όπως είναι φυσικό, σε ένα έργο με παρόμοια χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια απολογία της επιβίωσης του αρχαίου πνεύματος στον ελληνικό χώρο, με εκτενείς αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, στην ελληνική φύση, στο δημοτικό τραγούδι και στη νεότερη λογοτεχνία, με έμφαση κυρίως στον Ανδρέα Κάλβο. Επικρίνει όσους από τους νεοέλληνες αρνούνται ότι η αρχαία ελληνική ψυχή δεν έχει σχέση με την σύγχρονη Ελλάδα και αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα, ως αποκλειστική υπόθεση “των απογόνων του Σοφοκλή και του Ευριπίδη”, τους οποίους προτρέπει να βρουν μια άμεση λύση.
Η αιώνια Ελλάδα είναι προφανώς μια επιλογή από χρονικά και άρθρα, που ο Gómez Carrillo, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, έστελνε επί χρόνια, ως ανταποκριτής, στις εφημερίδες της Μαδρίτης[20], αν κρίνουμε από την θεματική ασυνέχεια και τον αυτοτελή χαρακτήρα των κεφαλαίων που το αποτελούν. Στο σύνολό τους αντικατοπτρίζονται οι ιδέες του συγγραφέα για την ταξιδιωτική λογοτεχνία σύμφωνα με το πνεύμα του Μοντερνισμού, με το οποίο διαποτίστηκε στο Παρίσι και που, με κάθε τρόπο, προσπάθησε να μεταφυτεύσει στην Ισπανία[21] με τα σχεδόν καθημερινά άρθρα του στον τύπο της Μαδρίτης[22]. Γράφει σχετικά στο δοκίμιο “Η ψυχολογία του ταξιδιού”: «εγώ ποτέ δεν ψάχνω στα ταξιδιωτικά βιβλία την ψυχή των χωρών που μ’ ενδιαφέρουν. Αυτό που ψάχνω είναι κάτι πιο λεπτό, πιο ζεστό, πιο θετικό: την αίσθηση. Στην πραγματικότητα, κάθε καλλιτέχνης ταξιδιώτης θα μπορούσε να βάλει στο βιβλίο του τον τίτλο: Αισθήσεις»[23].
΄Οπως και τα υπόλοιπα (κυρίως ταξιδιωτικά) του έργα, Η αιώνια Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική γλώσσα, διαποτισμένη από το πνεύμα της αισθητικής ανανέωσης του μοντερνισμού, η οποία απέχει πολύ από την κλασική ισπανική παράδοση[24]. Επικρατούν αρχαϊσμοί, εξωτικές λέξεις, μυθολογικά, ιστορικά και γεωγραφικά ονόματα, και κυρίως ένα αισθησιακό, ρυθμικό, μελωδικό ύφος.
Η εμφανής επίδραση του Jean Moréas[25], και συνεπώς του συμβολισμού, τον ωθεί προς μια διαρκή αναζήτηση των συναισθημάτων, και κυρίως και κυρίως νέων πηγών έμπνευσης, ενώ ένας έντονος κοσμοπολίτικος χαρακτήρας και η προτίμηση προς το εξωτικό, τους θρύλους και την ιστορία, καθορίζουν τις εικόνες των ανθρώπων και των τοπίων.
Στο βιβλίο απουσιάζουν τελείως οι αναφορές στα προσωπικά του βιώματα και στις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι τα τοπία, αυτά που αφήνουν πίσω τον ταξιδιώτη, προκαλώντας συναισθήματα τα οποία βρίσκεται στην υποχρέωση να περιγράψει. Τα χρώματα και οι εικόνες του τοπίου μπλέκονται με τις ιδέες του δημιουργώντας καινούρια συναισθήματα έκπληξης, ανακούφισης ή θαυμασμού. Γενικά, δίνεται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει ένα προκαθορισμένο σχέδιο ταξιδιού και ότι ο συγγραφέας επισκέπτεται ή ασχολείται με τα πράγματα που προκαλούν ή προσελκύουν περισσότερο την προσοχή του. Ενώ π.χ., είναι εμφανής η έλξη που του ασκεί η ελληνική αρχαιότητα και ενώ αφιερώνει διάφορα κεφάλαια για τον Κεραμεικό, τα αγαλματίδια της Τανάγρας, και τα μυστήρια της Ελευσίνας, για την Ακρόπολη αφήνει το τελευταίο κεφάλαιο, όπου επικρατεί αποκλειστικά ο αισθησιασμός: “Σαν ανοίγω τα παράθυρά μου το πρωί, το πρώτο που εμφανίζεται μπροστά μου είναι ο ιερός λόφος. Εκεί, πολύ μακριά, πάνω από την διάσπαρτη κιονοστοιχία του Ολυμπίου Διός, πάνω από τους πελώριους τοίχους του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού, πάνω από τα καινούρια σπιτάκια και από τα νεαρά κυπαρίσσια, τα αιώνια ερείπια αναδύονται στην δόξα του ήλιου που ανατέλλει”[26]. Αφού κατακρίνει προηγούμενους επισκέπτες όπως ο F. R. Chateaubriand[27], ο A. de Lamartine[28], ο Th. de Gautier[29] και ο Ε. Renán[30] για τον καθαρά ακαδημαϊκό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν το μνημείο, μας δίνει την δική του βερσιόν με τον πιο λυρικό και συναισθηματικό τρόπο, αποφεύγοντας όχι μόνο κάθε είδους περιγραφή, αλλά και οποιαδήποτε αναφορά στην επίσκεψή του στον αρχαιολογικό χώρο.
Ο αναγνώστης αντιμετωπίζεται περισσότερο ως συνταξιδιώτης και φίλος στον οποίο ο συγγραφέας, αποτινάσσοντας τον ρόλο του ξεναγού, εκφράζει τις γνώμες και τα συναισθήματά του. Ως συνταξιδιώτες αντιμετωπίζονται επίσης και οι συγγραφείς που ήδη αναφέρθηκαν στα μέρη που επισκέπτεται: Συμφωνεί με τον Maurice Barrés[31], που πάνω από μια φορά είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν στην Ισπανία”· με τον J. Moréas[32], ότι η Αττική είναι η Δύση, ενώ ο ουρανός και το τοπίο της Αθήνας θυμίζουν το Τολέδο· με τον J. Dagros, ότι η Αθήνα είναι σαν ένα μικροσκοπικό και περήφανο Παρίσι, κάτι σαν μια μακρινή Φλωρεντία, χωρίς περίεργο χαρακτήρα και γεύση”. Συνομιλεί σχετικά με τη συνέχεια του ελληνισμού με τους H. Taine[33], E. About[34], E. Reclus[35], F. R.Chateaubriand, J. Emerson[36], A. F. Villemain[37], Ε. Renan, και για διάφορα άλλα θέματα με τους H. Houssaye[38], Μ. de Unamuno και B. Valmer[39].
Στα είκοσι δύο κεφάλαια που αποτελούν το βιβλίο Η αιώνια Ελλάδα[40], γίνεται φανερή η προσπάθεια του συγγραφέα να συνδέσει το αρχαίο παρελθόν με τους σύγχρονους ΄Ελληνες, ενώ η Αθήνα, που αποτελεί τον κατ΄εξοχήν χώρο της περιγραφής του, γίνεται συνεχώς πεδίο σύγκρισης και περισυλλογής. Η επιμονή του για τη συνέχεια του ελληνισμού διακρίνεται σε όλες της πτυχές της καθημερινής ζωής, ενώ εξαίρεται η προσπάθεια των σύγχρονων Ελλήνων να συνδέσουν την ύπαρξή τους με την αρχαιότητα, χωρίς όμως να παραβλέπουν την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις εποχής τους. Στο κεφάλαιο «Η αιώνια φυλή» [41] αφού θέσει το ερώτημα αν αυτός ο λαός μπορεί να θεωρείται απευθείας απόγονος του αρχαίου, αναλύει τη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με το θέμα και φτάνει τελικά στο συμπέρασμα ότι «Η αιώνια Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ζωντανή».
Αναφέρεται με θαυμασμό στον ηρωισμό των κλεφτών, στο ανήσυχο πνεύμα των νησιωτών, στη μόρφωση των Φαναριωτών και στο σημαντικό ρόλο του ελληνισμού της διασποράς. Το πάθος των Ελλήνων για την μόρφωση, η αγάπη τους για τον λόγο, το εμπορικό τους πνεύμα, οι εθνικοί ευεργέτες, η τάση τους προς την κοινωνική ισότητα, και το πνεύμα της Μεγάλης Ιδέας τον κάνουν να πιστεύει ότι αργά ή γρήγορα θα είναι ο κυρίαρχος λαός της Ανατολής και των Βαλκανίων.
Παραλληλίζει το ασήμαντο πόλισμα της Αθήνας των αρχών του ΙΘ΄ αι. με την κλασική αρχαιότητα, για να δείξει την υπεράνθρωπη προσπάθεια που καταβάλλουν οι ΄Ελληνες σε όλους τους τομείς για να αποτινάξουν το θλιβερό πέρασμα της Τουρκοκρατίας: Αποφαίνεται ότι “αν οι Τούρκοι βρέθηκαν κάποια μέρα εδώ, από το βαρύ πέρασμά τους δεν μένει πλέον ούτε το ίχνος”. Βλέπει την Αθήνα σαν ένα «Μικρό Παρίσι», “κομψή, ζωντανή, πολυτελή, καθαρή, πλούσια και αξιοπρεπή” … ενώ την “Ρώμη περισσότερο Ανατολή”. Ακόμη και η περιγραφή ενός παπά στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου δεν τον εμποδίζει να κάνει έναν παραλληλισμό με την αρχαιότητα. Στην σύγχρονη Αθήνα βλέπει συμμετρία και λευκότητα. Και αν όλα είναι καινούρια, φτιαγμένα από αρχιτέκτονες από την καθολική Γερμανία, διακρίνει την αίσθηση της συνέχειας τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη γλώσσα. ΄Ολα γενικά τα βλέπει μέσα από το πρίσμα του Jean Moréas: την ομορφιά της ακαταστασίας των βιτρινών, το ότι στα καταστήματα με ενθύμια εμπνευσμένα από την αρχαιότητα δεν γίνονται παζάρια!: “΄Οσοι συγκρίνουν τους ΄Ελληνες με τους Τούρκους ας έρθουν να θαυμάσουν την άγνωστη στην Ανατολή αξιοπρέπεια”. Βλέπει τις Αθηναίες ως κόρες της Ελένης αλλά και ως Παριζιάνες της Ανατολής. ΄Ολα συνηγορούν για την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού![42]
Τον γοητεύει η αίσθηση της συνέχειας, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη γλώσσα, ενώ η επίδραση του J. Moréas είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι επίσης εμφανές ότι γνωρίζει προσωπικά και τον Γ. Ψυχάρη και το έργο του. Σε διάφορα κεφάλαια κάνει μνεία σε νεοέλληνες συγγραφείς όπως ο Δ. Σολωμός, ο Δ. Αστεριώτης, ο Σπ. Παππάς, ο Α. Ρ. Ραγκαβής[43], ο Γ. Τσοκόπουλος και ο ΄Α. Τανάγρας.
Συστηματικά όμως αναφέρεται στο σύγχρονο πανόραμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε πέντε κεφάλαια:
Το πρώτο (και δέκατο στη σειρά), με τίτλο «El romancero»[44] αφιερώνεται στο δημοτικό τραγούδι και στο έπος του Διγενή, όπου αποφαίνεται ότι «ο λατινισμός ηττήθηκε από τον ελληνισμό, και ότι η ανάλαφρη μούσα αρχίζει να εμπνέει τους τραγουδοποιούς των επεισοδίων». Πιστός στην ιδέα να κατατάσσει τους σύγχρονους ΄Ελληνες στην ομηρική παράδοση, επιμένει στον ρόλο των τυφλών ραψωδών για την ανά τους αιώνες παράδοση των τραγουδιών που μιλάνε για τον έρωτα και τον ηρωισμό.
Ο Gómez Carrillo φαίνεται ότι γνωρίζει καλά το ενδιαφέρον των Γάλλων για το δημοτικό τραγούδι από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Είναι γνώστης της εκδοτικής και ερευνητικής δραστηριότητας του C. Fauriel, του E. Legrand (1874), του J. Moréas, και πιθανότατα των μεταφράσεων του Κόμη de Marcellus (1851). Με κάθε βεβαιότητα δεν αγνοεί ότι πολλοί Γάλλοι όπως ο Β. Ουγκώ, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Fauriel, εμπνέεται σποραδικά από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, καθώς εξάλλου και άλλοι ποιητές της εποχής του (N. Lemercier, ο L. Swanton-Belloc, ο J.J. Ampère, ο Halèvy, ο Jean Polonius, κ.ά.). Πιθανότατα μάλιστα οι κρίσεις του για την σχέση του δημοτικού τραγουδιού με την αρχαία παράδοση και για το ότι το δημοτικό τραγούδι συνεχίζει την αρχαία ωδή, επηρεάζονται και από τις ιδέες του Ουγκώ και του Fauriel,.
Για το κλέφτικο τραγούδι είναι καλύτερα να ακούσουμε τον ίδιο: «Αυτοί που αρνήθηκαν στην κλέφτικη μούσα την ελληνική της αγνότητα, δεν γνωρίζουν την ψυχή της φυλής. Εάν υπάρχει κάτι που πάντα κράτησε την γεύση του, τον ρυθμό του και την ομορφιά του, είναι η αρμονική και τραχιά φωνή του λαού. Το τραγούδι του Διάκου, που ίσως είναι ένα από τα νεότερα, μοιάζει με ραψωδία, που μόλις ανακαλύφτηκε, κάποιου ποιήματος για τον Αχιλλέα»[45]. ΄Οσο γι’ αυτά του Μηλιώνη και του Μπότσαρη αποφαίνεται: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει σε όλο το δημώδες ισπανικό τραγούδι, κανένα που να τους συγκρίνεται». Με συγκίνηση αναφέρεται στον θρύλο με τα ψάρια και την Άλωση της Πόλης˙ εξάρει τη δύναμη του τραγικού τραγουδιού της άπιστης γυναίκας και της κυρά Μαριώρας που εξέδωσε ο Moréas μεταφρασμένο στα γαλλικά και περιγράφει στον «΄Απαρτο πύργο», την αυτοθυσία της πυργοδέσποινας, η οποία αρνείται να πέσει στα χέρια του Τούρκου. Τέλος, επισημαίνει το γεγονός ότι οποιαδήποτε πτυχή της καθημερινής ζωής (η εργασία, οι ασθένειες, ο θάνατος, η ερωτική ζήλεια, η τρυφερότητα μπροστά στην νεκρή νύφη, η απουσία του συζύγου, κλπ.) μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης για την ελληνική λαϊκή μούσα.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο (16ο) αφιερώνει επίσης και στο ελληνικό παραμύθι με τίτλο “Η λαϊκή φαντασία” (La imaginación popular)[46], για το οποίο όμως θα αναφερθεί σε σχετική ανακοίνωση η συνάδελφος Παναγιώτα Παπαδοπούλου. Θα περιοριστώ λοιπόν μόνο στην επιμονή του να ψάχνει τις ρίζες στην αρχαία ελληνική και, σε μικρότερο βαθμό, στην ανατολίτικη παράδοση.
Στο 18 κεφάλαιο, που έχει ως τίτλο “Δύο ποιητές” (Dos poetas)[47], ο Gómez Carrillo, προσπαθεί να παρουσιάσει την επιρροή του δημοτικού τραγουδιού σε νεώτερους ποιητές όπως ο Δ. Σολωμός και ο Α. Βαλαωρίτης. Στην περίπτωση του Σολωμού, υπογραμμίζει την απόφασή του να γράψει σε μια γλώσσα ανεξέργαστη και προφορική, κινούμενος από πατριωτισμό για να δώσει στο λαό τη δυνατότητα να εκφράσει τα ιδανικά της ελευθερίας. Σε αναφορά με την ελλιπή γνώση της ελληνικής, επιμένει στο γεγονός ότι ο Σολωμός είναι ο ποιητής που περισσότερες διορθώσεις έχει κάνει στο κείμενό του (“τα κείμενα του Flaubert, του Renan και του Concourt είναι σελίδες αυθόρμητες μπροστά σε αυτές του Σολωμού”). Στις κρίσεις του για τον Σολωμό, λαμβάνει υπόψη συστηματικά τα σχόλια του Ψυχάρη. Συγκεντρώνει την προσοχή του στον ΄Υμνο για την ελευθερία και παραλληλίζει με τον Espronceda το ποίημα του Λάμπρου, που ενώ για πολλούς πρόκειται για ένα έκτρωμα του ρομαντισμού, για τον Carrillo, παρά τον ρομαντικό του χαρακτήρα, διαθέτει επίσης μια πνοή του Αισχύλου.
Στην περίπτωση του άλλου μεγάλου, όπως τον ονομάζει, ποιητή Α. Βαλαωρίτη, επισημαίνει ότι τον απασχολεί περισσότερο το πρόβλημα της γλώσσας του λαού, που χρησιμοποιεί και που την έμαθε συμβιώνοντας μαζί του. Την ποίησή του γνώρισε από τη γαλλική μετάφραση του μαρκήσιου de Saint-Hilaire. Θέτει όμως το δίλημμα αν η γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι πλέον κατανοητή από τον λαό και σχολιάζει: «Η προσπάθειά του ήταν μεγάλη, αν και άκαρπη, μια που, όπως είδαμε στην μελέτη του de Saint-Hilaire, σαράντα χρόνια μετά την εμφάνιση των ποιημάτων του, οι άνθρωποι του λαού δεν τα καταλαβαίνουν… Πάντως, αφήνοντας κατά μέρος τη γλωσσική διαμάχη, ο ποιητής του Βλαχάβα ήταν ένας μεγάλος, ένθερμος και θαυμάσιος ποιητής». Και συνεχίζει: «Με την μόρφωσή του ο Βαλαωρίτης μετέβαλε τα τραγούδια σε έπη και σε ύμνους», ενώ ο «Αθανάσης Διάκος» βρίσκεται πιο κοντά στον Μπάυρον παρά στο κλέφτικο τραγούδι». Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του, ο Σαμουήλ, ο Κατσαντώνης, ο Ευθύμιος Βλαχάβας και ο Αστραπόγιαννος[48] αν και διατηρούν μια πιο αγνή λαϊκή απλότητα, τους λείπει η θαυμάσια γεύση των ανώνυμων έργων που οι τυφλοί τραγουδούν στην Ελλάδα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. «Η φωνή του λαού είναι πιο απλοϊκή» λένε. Και είναι αλήθεια. Αλλά προσθέτουν: «έχει μεγαλύτερη μαγεία». Και αυτό είναι λάθος. Ως ποιητική ομορφιά, πράγματι, δεν υπάρχει σε όλο το δημοτικό τραγούδι του Fauriel ούτε ένα ποίημα τόσο ωραίο όσο αυτό του Βλαχάβα[49]. Συγκεκριμένα μας λέει: «Η μαγεία του ποιήματος παραμένει μέσω των μεταφράσεων. Η συνταρακτική του δύναμη δεν βρίσκεται στις λέξεις, αλλά στην τρυφερή πυκνότητα του πατριωτισμού».
Το 19ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο και στη «θεατροκρατία» των Ελλήνων, που όμως, αντί να ενσωματώσει την Ελλάδα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, την κάνει να συμβαδίζει με τις υπόλοιπες εκφράσεις της λογοτεχνίας και της τέχνης: σε έναν πνευματικό εθνικισμό που μετέβαλε σε κύριο άξονα της θεατρικής ζωής της Αθήνας την αναβίωση του αρχαίου δράματος και ακόμη περισσότερο τους ήρωες της νεότερης Ελλάδας. Δεν θεωρεί την τάση αυτή στείρα ο Gómez Carrillo, ενώ αντίθετα πιστεύει ότι είναι θετικό ένα πρόσφατα απελευθερωμένο έθνος να εμπνέεται από τους εθνικούς του ήρωες παρά από την φτωχή ευρωπαϊκή θεατρική παραγωγή του καιρού του. Ως παραδείγματα φέρνει το ότι τα έργα του Πολέμη (Πρόδρομος), του Δ. Κυριακού (Κασσιανή) και του Γ. Τσοκόπουλου (Θεοδώρα), εμπνευσμένα στο Βυζάντιο, προτιμούνται από τις προσπάθειες του Κ. Χριστομάνου να φέρει νέα ρεύματα μέσω της «Νέας Σκηνής».
Επισημαίνει επίσης ότι οι προσπάθειες για να χρησιμοποιηθεί η κλασική αρχαιότητα ως πηγή έμπνευσης καταλήγουν σε αποτυχία, έχοντας ως παράδειγμα τον Αριστόδημο του Αγγελόπουλου[50], που ενώ κατά τη γνώμη του δεν υστερεί σε ποιότητα, οι συνεχείς συγκρίσεις με τους κλασικούς τον κάνουν να χάνει τελείως το κύρος του. Από τους υπόλοιπους θεατρικούς συγγραφείς του καιρού του, αγνοεί τελείως τον Α. Εφταλιώτη, τον Γ. Καμπύση και τον Π. Χορν και αναφέρεται αποκλειστικά στον Γιο του ίσκιου (1907) του Σπ. Μελά και στον Αρχιτέκτονα Μάρθα του Π. Νιρβάνα, σχολιάζοντας την αγάπη των Ελλήνων για την ομορφιά και αναφέροντας αναπόφευκτα, για πρώτη φορά, το Θάνατος παλληκαριού του Κ. Παλαμά. ΄Ενα από τα διάφορα παραδείγματα αναζήτησης θεμάτων από εθνικούς θρύλους και ιστορικές αναμνήσεις είναι Η Γαλάτεια του Σπ. Βασιλειάδη[51], πρόσφατα ανεβασμένο στη σκηνή, ενώ γίνεται επίσης μια σύντομη αναφορά στους Α. Ρ. Ραγκαβή και Δημ. Βερναρδάκη.
Όσον αφορά την κωμωδία, αναφέρει απλώς εξέχουσες φυσιογνωμίες όπως τον Χ. ΄Αννινο, τον Τσοκόπουλο, τον Γ. Καμπύση, τον Ι. Πολέμη, τον Γρ. Ξενόπουλο, τον Ν. Καζαντζάκη και τον Α. Μωραϊτίδη. Υπογραμμίζει όμως ότι η πρόθεσή του δεν είναι να μελετήσει την δραματική κίνηση της Ελλάδας στην σύνθετη ευρύτητά της, αλλά μόνον στις θρυλικές και εθνικές της εκδηλώσεις .
Το 20º κεφάλαιο, που έχει ως τίτλο “Νέα λογοτεχνία”[52], βασίζεται στις γνώσεις που ο Gómez Carrillo απέκτησε από έργα όπως το Ταξίδι στην Ελλάδα του Moréas, όπου ξεχωρίζει η τριανδρία των Μίλτου Μαλακάση, και Στ. και Π. Ζητουνιάδη. Και κυρίως από το “Gréce Literarie d´ aujour d´ui” του Phileas Lebesgue, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις φυσιογνωμίες του Ι. Πολέμη, του Ι. Καμπύση, του Λ. Πορφύρα, του Ι. Γρυπάρη και άλλων.
Αυτός όμως που αποσπά σημαντικά το ενδιαφέρον του είναι ο Κ. Παλαμάς, ως φιλόσοφος ποιητής, διαποτισμένος από την ελληνική ιδέα. Αφιερώνει μεγάλο μέρος του κεφαλαίου του στον “Θάνατο παλληκαριού”, που εντάσσει στην επιρροή του Goethe, ενώ πιστεύει ότι μετά τη γαλλική μετάφραση του Jean Dagros[53], το ποιητικό του πνεύμα και η ιδέα που αντανακλά θα γίνει ευρύτερα γνωστό και θα κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο.
Η γλώσσα του διηγήματος του δίνει την ευκαιρία να αναφερθεί εκτενώς στο γλωσσικό ζήτημα, που στην εποχή που βρισκόταν σε πλήρη έξαρση. Με αμεροληψία εκθέτει τις απόψεις των αντιμαχόμενων παρατάξεων και αναφέρεται διεξοδικά στη μορφή του Γ. Ψυχάρη, ως θεωρητικό της γλώσσας και μαχητικό εκπρόσωπο της δημοτικής στον χώρο της λογοτεχνίας.
Δεν παραβλέπει τον φανατισμό που χαρακτηρίζει τις δύο πλευρές και, αφού αναφερθεί στα επεισόδια των “Ευαγγελικών” (1901), σχολιάζει την αποτυχημένη προσπάθεια εύρεσης μιας κοινώς αποδεκτής λύσης.
Αναγνωρίζει την απλοϊκότητα, το βάθος και την τρυφερότητα του Α. Παπαδιαμάντη, που θεωρεί ποιοτικά ανώτερο από του Ε. Ροϊδη και Π. Νιρβάνα. Ιδιάζουσα επίσης θέση στο έργο έχουν ο Πάλλης, με το τόλμημά του να μεταφράσει τα Ευαγγέλια και την Ιλιάδα στη δημοτική και ο Π. Αρκάς, ως ποιητής με καθαρά γερμανικό πνεύμα.
Τέλος, αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος στην “αριστοφανική”, όπως ονομάζει, ποίηση του Γ. Σουρή, στου οποίου το λογοτεχνικό σαλόνι εσύχναζε, και στην εξαιρετική δημοτικότητά του σε όλη την ελληνική κοινωνία.
Σε γενικές γραμμές, το έργο του E. Gómez Carrillo εκφράζει συνειδητά την ιδεολογία του J. Moréas, γεγονός που μας κάνει να προβληματιζόμαστε για την πραγματική του γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και για τα κίνητρα που καθόρισαν τη συγγραφή του. Η μεθοδική έρευνα του συνόλου του έργου του θα μας δώσει χωρίς αμφιβολία τις απαραίτητες απαντήσεις, αν και προς το παρόν, μόνο το ύφος του μπορεί να μας φέρει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα γνήσιο έργο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας του ισπανοαμερικάνικου κινήματος του μοντερνισμού, που ακολουθεί πιστά ο συγγραφέας.
Πανεπιστήμιο της Γρανάδας
http://www.eens-congress.eu