24grammata.com/ Λαογραφία
Η συντακτική ομάδα του 24grammata.com καλωσορίζει τον Βαγγέλη Μαυροδή στην τακτική συντροφιά της.
γράφει ο Βαγγέλης Μαυροδής
εύθυμη ιστορία μιας “μικροχήρας” / παρουσίαση της ντοπιολαλιάς από τα χωριά γύρω από το Χολομώντα (Χαλκιδική).
Η Χήρα
Σε παλιότερες εποχές όπως είναι γνωστό τοις πάσι,οι χήρες δε χόρευαν, και η επαφή τους με το χορό περιοριζόταν στο ντάχτιρντί που λέγαν στα εγγόνια τους.
Από την ημέρα που ο μακαρίτης έφευγε, η χήρα τα μαύρα δεν τάβγαζε και το επίσης μαύρο τσεμπέρι δεν έβγαινε ούτε και στον ύπνο ακόμα. Γενικά η ζωή τους και οι δραστηριότητές τους εξαντλούνταν στο μεγάλωμα των εγγονιών, στα μνημόσυνα κάθε τόσο και στις δουλειές του σπιτιού ή του χωραφιού πάντα σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιταγές του προστάτη γιου ή αδερφού. Υπήρχαν όμως όπως υπάρχουν και σήμερα περιπτώσεις που η χήρα επωμίζονταν όλο το βάρος της ορφανής οικογένειας, οπότε ο ρόλος της ως γυναίκας γινόταν πολύ άχαρος και η θέση της στις μικροκοινωνίες πολύ μα πάρα πολύ δύσκολη κι’ έχουμε άπειρα παραδείγματα γυναικών που ανάστησαν μόνες την οικογένειά τους και στις δυσκολίες φάνηκαν πιο δυνατές από πολλούς αχαΐρευτους του ισχυρού λεγόμενου φύλου.
Μέσα στη μεγάλη κατηγορία των χηρών όμως υπήρχαν και οι μικροχήρες οι λεγόμενες και όσες έτυχε να χηρέψουν κάπως νέες και χωρίς παιδιά. Οι μικροχήρες συνήθως ξαναπαντρεύονταν αλλά οι άλλες δυσκολεύονταν να βρουν γαμπρό ήταν και κάπως περασμένη η μπογιά τους, οπότε τι θα έκαναν, υπέμεναν το μαρτύριο της χηρείας προσέχοντας όσο μπορούσαν τη συμπεριφορά τους γιατί η κοινή γνώμη σε μια μικρή κοινωνία, με το παραμικρό παραστράτημα ήταν έτοιμη να τις κατασπαράξει και στον έλεγχό τους πρώτοι και καλύτεροι οι συγγενείς, που ναι μεν δε βοηθούσαν συνήθως, αλλά όταν ήταν για την τιμή της οικογένειας όλα κι’ όλα, δε σήκωναν κουβέντα.
Τέλος λοιπόν η εισαγωγή και μια τέτοια χήρα θα πιάσουμε σήμερα, μια χήρα μόνη χωρίς παιδιά, που ο άντρας της ήταν συνέχεια άφαντος στα ξένα (κι’ όσα δούλιβα καϋμένους σιένα τάστειλνα), και τον έχασε κάποτε, τα έχει η ζωή αυτά δυστυχώς. Έκανε τα πρεπούμενα, στάθηκε στο ύψος της και σιγά σιγά άρχισε σιωπηλά να κάνει την επανάστασή της, τη μια «να μαρή, αστόϊσα του τσιbέρ’ στου σπίτ’,»(1) την άλλη «να, τάπλυνα τα μαύρα κι τι να φουρέσου» άρχισε δηλαδή μεθοδικά να απομακρύνεται και να γράφει τους κανόνες της χηρείας κανονικά που λέμε σήμερα, δεν
ήταν δα και πολύ τραχιά, τα είχε τα χρονάκια της δηλαδή, αλλά πολλές φορές τα χρόνια δε συμβαδίζουν με όσους άγραφους κανόνες επιβάλλει η κοινωνία, γιατί όπως και να γίνει κανόνες που θεσπίζονται άγραφοι ή γραπτοί, εφόσον αγνοούν τους νόμους της φύσης, πάντα θα παραβιάζονται σε πείσμα των τιμητών, ιδίως της ηθικής.
Έτυχε λοιπόν να γίνει γάμος στη γειτονιά, πήγε και η χήρα μας και στέκονταν έξω από το χορό, έτσι απ’ αλάργα, όχι και πολύ παράμερα όμως και σε κάποια στιγμή που πέρασαν από μπροστά της οι δυο αξαδέρφες περίσσεψε η λαχτάρα μέσα της, πέταξε όλα τα μη και τα δεν και πιάστηκε στο χορό ανάμεσά τους. Οι αξαδέρφες ξαφνιάστηκαν χωρίς να πουν τίποτα αλλά μετά από καναδυό στροφές του συρτού, έσκυψε η πιο μεγάλη και της είπε σιγά σιγά, «μ’ καλά μαρή δεν αdράπκις κι χουρέβς ακόμα δε dουν έβγαλις τουν άdρα σ’; »
Και η χήρα χωρίς να χάσει τη ψυχραιμία της και χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της διπλανής απάντησε αφοπλιστικά.
« Ε ε, χουρεύου κι ρμάζου.Δε γλιέπς…..ίσια ίσια που κνιούμι….!!!!(2)»
Δυστυχώς, η συνέχεια δε διασώθηκε, αλλά το βέβαιο είναι ότι η καλημέρα κόπηκε από τις αξαδέρφες και η Χήρα μας όλο και κάποιον θα τύλξι δεν μπορεί και από εξακριβωμένες πληροφορίες, «τύλξι» του Μήτσιου, θα δούμε. . .
Ερμηνείες ιδιωματισμών
( 1 ) Η φράση « αστόϊσα του τσιbέρ’ στου σπίτ’ » θέλει να πει, ξέχασα τη μαύρη μαντίλα (το τσεμπέρι) στο σπίτι.
Και για νάχουμε το νου μας, απαραίτητη λίγη γραμματική, επάνω στους ιδιωματισμούς της γλώσσας, αυτής της γλώσσας που ακόμα μιλιέται από τους μεγαλύτερους και ακούγεται εκεί στα βόρεια της Χαλκιδικής και στα χωριά γύρω από το Χολομώντα.
(2) Το ρήμα «κνιούμι» (κινούμαι) στη μέση φωνή στον ενεστώτα κλίνεται ως εξής. Κνιούμι κνιέσι, κνιέτι, κνιούμιστι, κνιέστι, κνιούdι, ο παρατατικός είναι κνιούμαν, κνιούσαν, κνιούdαν, κνιούμασταν, κνιούσασταν, κνιούdαν. Οι άλλοι χρόνοι είναι….ομαλοί και ο παθητικός αόριστος είναι «κνήθκα» και εδώ έχουμε και το ζουμί, εδώ μπαίνει και η χήρα ως στοιχείο της ερμηνείας του παθητικού αορίστου αφού, «ποια μαρή; Έε. . τ’ αφηγιούdι οι τρανήτιρις. . . Κνήθκι, κνήθκι, τουν dύλξι του Μήτσιου τ’ς Αργυρής. . .κόμα δεν είχι έρτ’ απ’ τ’ ν Αυστραλία, τουν bιρνάει κι καναδυό χρόνια. . .μ’ τίιι. . .»
Τώρα το ρήμα στην ενεργητική φωνή δεν παρουσιάζει δυσκολίες κνώ κνάς κνάει, κνούμι, κνάτι, κνούν, παρατατικός κνούσα, κνούσις κλπ, αλλά η ιδιομορφία παρατηρείται στην προστακτική και της μέσης και της ενεργητικής φωνής, η οποία είναι «κνήσ’» και το αν συντακτικά ανήκει στη μία φωνή ή στην άλλη, εξαρτάται από το πρόσωπο η πράγμα στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος (ωραία ελληνικούρα ε..;). Έχουμε λοιπόν και λέμε, λέμε «κνήσ’, πάρ’ τα πουδάρια σ’ πιρπάτα (εσύ) »να η μέση φωνή.
Αντίθετα όταν λέμε σε κάποιον «κνήστου του πιδούδ’» η ενέργεια μεταβαίνει στην κούνια και στο παιδί, οπότε εδώ έχουμε φωνή ενεργητική, φανερό αυτό, τσκ…τσκ…τσκ…!!!
Το μεγάλο μπέρδεμα μπορεί να γίνει στην προφορά του ρήματος «κνώ» με το ομόηχό του επίσης «κ’νώ» αλλά που το δεύτερο σημαίνει κινώ να φύγω, ξεκινώ.(κ’νάει του ψίκ’) δηλαδή κινάει το πλήθος, ξεκινούν όλοι οι συμμετέχοντες στο γάμο. Εδώ υπάρχει μια λεπτή διαφορά στην προφορά που αν δεν την ακούσεις, γραπτά δε μεταδίδεται. Εδώ αυτό το «κ’νώ-ξεκινώ» δεν προφέρεται με το κάπα ανοιχτό όπως στη λέξη κλό (κουλό, χωλό) ή κτσό (κουτσό),αυτό το κάπα που βγαίνει από την πίσω μεριά της στοματικής κοιλότητας.
Το κάπα σ’ αυτό το κ’νώ-ξεκινώ, προφέρεται όπως ακριβώς προφέρεται στις λέξεις κ’μούμι (κοιμούμαι) και κιούπ’ (το κιούπι, ο αμφορέας για τους γλωσσικά πολύ….απαιτητικούς),βγαίνει δηλαδή το κάπα από πιο μπροστά και με κάπως κλειστό το στόμα, η διαφορά δε, θα μπορούσε να φανεί στην προφορά κάποιου με. . . διδακτορικό στους ιδιωματισμούς της γλώσσας της δικής μας, αν του λέγαμε να προφέρει τις λέξεις κ’μάσ’ (το ατομικό. . . χοιροστάσιο το κουμάσι) και κμήσ’ (κοιμήσου), δηλαδή σύμφωνα με «κ’μασ’» προφέρεται το κ’νώ-κουνώ, και όπως προφέρουμε το «κ’μούμι-κ’μήσ’» προφέρεται το κ’νώ-ξεκινώ, απλά. . . πράγματα αλλά τέλος πάντων θα μου πει κάποιος μας έσκασες τόση ώρα με τις λεπτομέρειες, έλα όμως που οι λεπτομέρειες είναι αυτές που νοστιμίζουν, αλλιώς να τα κάνουμε όλα…. ίσιωμα.
Και πριν κλείσουμε τα της γραμματικής και του συντακτικού (αφού φτάσατε μέχρις εδώ την ανάγνωση και χαρά στην υπομονή σας πόσο έμεινε ακόμα;), πριν κλείσουμε λέω, δεν μπορώ με αφορμή εκείνο το «κ’νούσα», να μην αναφερθώ στην αντίστοιχη έκφραση που μας ήρθε απ’ αλλού, που ας μην πούμε «κνούσα», ας πούμε το κανονικό «κουνούσα» και όχι εκείνο το βαρβαρικό «κούναγα», ή «κίναγα», να πούμε περνούσα αντί πέρναγα και πολλά άλλα τέτοια, όπως ακούμε από μερικούς ανθρώπους των πόλεων και δυστυχώς κι’ από εγγραμμάτους, την αρμονική λέξη «αγαπούσα» να την καταστρέφουν με κείνο το εμετικό «αγάπαγα», λέξεις και εκφράσεις που δεν υπάρχουν στα σχολικά βιβλία, αλλά και που κανείς δεν τις διορθώνει στους χώρους που διδάσκεται αυτή η τόσο κακοπαθημένη γλώσσα μας.