Με την παύση της μουσικής η άγνωστη εκφωνήτρια άνοιξε το μικρόφωνο της και θύμισε σε εμάς, τους αγουροξυπνημένους τελευταίους Αθηναίους ακροατές της, τη κουβέντα του Ελύτη για τα όνειρα.
“…το 1/3 της ζωής μας είναι αμελητέο και καταδικαστέο, ίσως και ανήθικο”! Αμέσως μετά μια σουσουράδα πρωινή ηλιαχτίδα, έκλεισε για μια μικρή στιγμή τα μάτια μου, δεν άφησα το τιμόνι, ήμουν σίγουρος, ήταν αδιαμφισβήτητο, ο δρόμος δεν μπορεί, θα ήταν ανοιχτός.
Κάπως έτσι είναι κι πίστη, δεν βλέπεις, όμως έχεις μια περίεργη σιγουριά για τα αόρατα χέρια, που στέκουν πιο δίπλα και σε βαστάνε όρθιο. Είτε πρόκειται για χαρές και πανηγύρια, είτε για ανείπωτες στιγμές θλίψης, από κείνες που μαζεύουν και πιο πολλούς καλοθελητές.
Έπειτα τρυπώνουν στο μυαλό καθημερινές αγωνίες, υποχρεώσεις, προσωπικά σφάλματα, ντουζίνες από μιζέριες. Όλα φτιαγμένα για να γεννούν ρυτίδες και να ρουφούν τη σάρκα μας. Πάντα υπάρχουν τα ακατέλυτα, εκείνα που δεν λιώνουν, ότι κι αν ακουμπάει και τρίβεται μαζί με τα κορμιά μας.
Συνήθως μιλάμε για τα αντικείμενα, τα πράματα μας, τα σπίτια μας, που έχουν κάτι πολύ προσωπικό, κουβαλούν την αύρα του χαρακτήρα μας. Και με τα χρόνια αποκτούν τις χάρες, μα και τις στρυφνές, τις πιο κρυφές ιδιοτροπίες μας. Μοιάζουμε κάπως στους λαγούς, που έχουν στρωμένα τα γιατάκια τους.
Κι όμως υπάρχουν κάποια κτίσματα που δεν έχουν να κάνουν με τα οικοδομικά υλικά που είναι φτιαγμένα, τις πέτρες, τα τσιμέντα και τα κονιάματα.
Γεμίζουν από τις ψυχές και τα συναισθήματα και πόσο παράδοξο, παραμένουν όλα αναλλοίωτα και ταιριαστά μέσα στο χρόνο. Έτσι είναι η μεγάλη τρίκλιτη και ρυθμού βασιλικής, εκκλησία, που κοιτά το χωριό των Μενετών από τον αντικρινό βράχο.
Ο ναός είναι χτισμένος στα 1865, στο ίδιο σημείο ήταν μαζί οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου και πρωτομάστορας ο Εμμ. Χατζημανώλης.
Οι μεγάλες μαρμάρινες κολώνες (4,45μ ύψους και σε 0,40μ διάμετρο) στο εσωτερικό της έχουν μεταφερθεί από την ερειπωμένη εκκλησία της Αγίας Αναστασίας της Αρκάσας. Η παράδοση θέλει αυτή η μεταφορά να είναι ακόμη μια αφορμή για γιορτή. Είχαν τοποθετήσει πάνω σε κορμούς δέντρων, αυτές τις κολώνες, και τις Κυριακές όλο το χωριό έπαιρνε θέση στο τράβηγμα, και συμμετείχε στη μετακίνηση τους. (Γ.Μ.Γεωργίου Καρπαθιακά, 1958).
Μέσα και έξω από την Παναγία των Μενετών, ένα είναι σίγουρο, όλοι οι προσκυνητές έχουν τη κρυφή, προσωπική θέση, τη γωνιά τους. Δεν είναι το μέγεθος της πίστης, άλλωστε δεν υπάρχει μέτρο σε ετούτη την υπόθεση. Είτε πρόκειται για λεπτό κερί ή μια λαμπάδα ίσα με το μπόϊ μας, αρκεί το φιλί στην εικόνα της θαυματουργή εικόνα Της, στην εμπασιά του ναού, να είναι αυθεντικό.
Οι μισοί, αν όχι όλοι οι θρύλοι και οι παραδόσεις των Μενετών κάνουν μια στάση, περνούν και ξαποσταίνουν στην αυλή Της, τρυπώνουν στο ναό για μια προσευχή και την απλόχερη Θεϊκή ελπίδα, τη σιγουριά, τη βεβαιότητα που φέρνει μόνο με τη σκέψη, ετούτη η Παναγιά.
Μια σύντομη όμως από τις πιο όμορφες ιστορίες, που έλεγαν όταν μιλούσαν για τα Θαύματα της είναι αυτή του προ-πάππου του Χατζηδημήτρη, που κέρναγε στην οικοδόμηση της εκκλησίας. Τότε λοιπόν ο αέρας άρπαξε το καπέλο του. Και οι παρευρισκόμενοι του έλεγαν :”επήρε σου το καπέλο ο αέρας Χατζηδημήτρη”.
Και εκείνος απάντησε: “εεε κι αμου το επήρε βρε, θα μου το φέρει πάλι πίσω”.
Πραγματικά με το επόμενο φύσημα το καπέλο έπεσε δίπλα του! ( Σακελάρης Σακκελαρίδης, Σύλλογος Μενεδιατών Καρπάθου Καναδά, Ιερός Βράχος).
Το παλιό κωδωνοστάσι, ( μαζί με το σχολείο και η κεντρική πύλη χτίστηκαν μεταξύ 1865-1869), έλεγαν πως ακουγόταν μέχρι κάτω, τα Πηγάδια, ετοιμόρροπο από τους κεραυνούς, κατεδαφίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χτίζεται με τον αγώνα και τη συμβολή των απόδημων ετούτο το σημερινό. (Μάκης Ρήγας, Η παροικία και ο σύλλογος Μενετιατών Αμερικής).
Από χρόνια είναι σβησμένα τα γράμματα με τη μπλε μπογιά, τα λόγια του Βάσου Μηνά Οικονομίδη από τον τοίχο της εκκλησίας “Είμαστε Έλληνες – Δεν θέλουμε σχολεία Ιταλικά – Ζήτω η Ελλάς”.
Γράφτηκε το 1936, όταν οι κατακτητές κατάργησαν τα Εληνικά σχολεία. Οκτώ χρόνια μετά, το πρωινό της 5η του Οκτώβρη 1944, εδώ θα υψωθεί η Ελληνική σημαία, από εδώ θα ξεκινήσει ο ξεσηκωμός και η απελευθέρωση της Καρπάθου.(Μηνάς Αλεξιάδης-Ντίνος Μελάς, Η κεντρική εκκλησία Μενετών Καρπάθου).
Αυτές οι μνήμες δεν αφήνουν σιωπηλό ούτε τον άνεμο, επαναλαμβάνουν την ιστορία, ίσως καμιά φορά γίνονται κουραστικές, όμως τι απομένει αν πετάξουμε στο γκρεμό το παρελθόν μας;
Εκεί λοιπόν, πάνω στο χάσιμο, με τον αέρα να λυσσομανά, πάνω στη κουβέντα για τα βάσανα του χειμώνα, ένα κοίταγμα στα μωσαϊκά της αυλής, αυτό αρκεί. Για να φέρει θύμησες, μνήμες που για τον κάθε έναν είναι διαφορετικές, όμως για όλους είναι τόσο κοινή ετούτη η ρίζα. Αλήθεια ποια μάνα ξεχνά το σιδέρωμα της τελευταίας στιγμής, πάνω στη τρίτη καμπανιά, τα ρούχα της κανακαράς και του κανακάρη της, όσο εκείνο το μικρό δε σταματούσε τη γκρίνια και το κλάμα!
Κι έπειτα, μέσ΄την εκκλησιά, να εκεί, ο παπα-Γιώργης αυστηρός προβάλει από το ιερό, κοιτά μεσ΄το μάτι, εκείνους που σιγοκουβεντιάζουν, είναι οι μέρες του Αυγούστου, που είναι ξεχωριστές. Έφερναν πάντα τη γλυκιά μυρωδιά του ανταμώματος.
Σύμβολο πίστης και αρχείο κοινής μνήμης, η εκκλησία των Μενετών αυτές τις μέρες έχει ξανά τη τιμητική της, γίνεται μικρή αφορμή, μια ανάσα απολογισμού, για ένα κοίταγμα προς τα πίσω, για μια μαντινάδα, που θα θέλαμε να είχαμε πει εμείς, αλλά καμαρώσαμε τον γείτονα που τη ταίριαξε και τραγούδησε στο πλάι μας!
Ο Μενετιάτης όπου κι αν πρωτοκοιτάξει τη Παναγιά βλέπει μπροστά του!