Η ποιήτρια Διονυσία Ντάλιου

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η ποιήτρια Διονυσία Ντάλιου γεννήθηκε στο Νομό Ηλείας. Σπούδασε φιλοσοφία, παιδαγωγική και ψυχολογία στο Α.Π.Θ. κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην εργασιακή ψυχολογία στην Αγγλία. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί τόσο σε έντυπα όσο και σε ηλεκτρονικά διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά. Ασχολείται επίσης με την στιχουργική και τον εθελοντισμό. Το 2009 εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή ‘’Ασέληνος Νυκτωδία’’  από τις εκδόσεις Ομήγυρις  και το 2010 συμπεριελήφθη στην Ανθολογία Ηλειακής Ποίησης 1950-2010   από τις εκδόσεις Ταξιδευτής και το Συμπόσιο Ποίησης.Το 2011 εκδόθηκε  από τον περιοδικό ‘’Λογοτεχνικά Σημειώματα’’  η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο: <<Πάλιν και Πολλάκις>>. Ετοιμάζει την έκδοση της τρίτης ποιητική της Συλλογής. Η «Ασέληνος νυκτωδία» (2009, Ομήγυρις) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή από την οποία παρατίθενται τα κατωτέρω ποιήματα.(Γιώργος Πρίμπας)

Εκδρομή
Το καλοκαίρι δεν περνάει απ’ εδώ
όπως ο γαλατάς.
Τις νύχτες δήθεν ξεκουράζουμε τα όνειρα μας
στις όχθες του Τάμεση
και στο Σάμερχιλ.
Τα κρωξίματα  των γλάρων,
διπλές αντένες θέλουνε
να φτάσουνε στα αυτιά μας,
πριν σαπισμένα κόκαλα
βρεθούν στων ουρανών τις άκρες.

Στιγμή
Ένα μικρό συνεσταλμένο όνειρο
ζάρωσε τα φρύδια του στις πεδιάδες της Λειψίας
και  έπαιξε με το τρενάκι
στο απέναντι μπαλκόνι.
Πόσο μου έλλειψε ο χρόνος σου
που ήξερε να ξεπλέκει
μπλούζες χοντρές , χειμωνιάτικες.

Απάντηση σ’ ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ
Στο ταμείο της εταιρείας σας
έχω καταθέσει,
εδώ και ένα χρόνο καιρό,
πόνο πολύ σε μετρητά και επί πιστώσει.
Με εξοφλητικές αποδείξεις και “χορηγήθηκε”.
Και λίγο καλά αν κοιτάξεις
θα δεις και αίματα ανοξείδωτα,
και κάτι αϋπνίες εγκάρσια κομμένες,
που έκοβαν την νύχτα και σφάδαζε,
και εν συνεχεία σφάδαζε και το πρωί.
Και κάτι επιταγές,
-αστραπιαίες των ματιών αλήθειες-
που δεν τις εξαργύρωσες ποτέ,
γιατί δεν εμπιστεύεσαι την τράπεζα μου.
Και κάτι τόνους χρυσάφια αγγίγματα,
του φοβερού με την ηδονή,
στο ταμείο  της εταιρείας σας κατέφυγαν.
Για οποιαδήποτε άλλη οφειλή  παρακαλώ ενημερώστε με,
γιατί υποπτεύομαι,
πως δεν ξεπληρώνεται  εύκολα
η οδύνη της αλήθεια σας.

Ανερμήνευτο
Το μαγικό ραβδάκι του Ερμή
δεν με ξύπνησε,
την κοιμισμένη άωρα.
Δεν ερμηνεύτηκα ακόμη.
Ίσως το ραβδάκι δεν μπορεί
να ερμηνεύει αυθαίρετες
συναλλαγές με το όνειρο.

Η ελεγεία της χαράς
Πιο ταπεινούς εραστές δεν γνώρισα
από τούτα τα γλυκόηχα πουλάκια,
που τιτιβίζουν άσκοπα.
Και οι φωτογραφίες
πεταμένες στο πάτωμα
φυλάνε τα μετόπισθεν,
της ελεγείας της χαράς.
Αλλοίμονο, οι μνήμες δυναστεύουνε
του βασικού ενστίκτου μας
την πιο καλή προσπάθεια
να πορευτεί αυτόβουλα.

Προέκταση
Ποιός χρόνος χωράει στο χέρι σου,
ολικά κλεισμένο και σφιχτό;
Σαν περιπέτεια θανάτου,
σαν υψικάμινος κερήθρας
από μελίσσι σιωπηλό,
σαν φλόγα αστράπτουσας πληγής
δεμένης στον μύθο  της σελήνης.

Στόμιο
Ερωτεύεται το απύθμενο
ψιχαλιστές φωνές
που σβήνουν την είσοδο
στα δέντρα, στους ναούς
στις αχιβάδες.

Καθρέπτης
Σ’ εκείνη την βόλτα στη παραλία,
χειμερινοί κολυμβητές
σε μια χούφτα  ιδρώτα.
Και μια θάλασσα,
μισή λευκή, μισή αγριεμένη
με  γυναίκα ολόγυμνη
να βουτά στην ακτή.
Η αγγελική καθόταν και με φρόντιζε,
καθώς παιδιά,
που φάνταζαν στα μάτια μου αγνά,
ελιές κουβαλούσαν για τον μεγάλο χειρόμυλο.
Κι ύστερα κι άλλα φρούτα ,
όπως ροδάκινα, αχλάδια, βερίκοκα, χουρμάδες.
Και γέμισε η ακτή με πιτσιλιές
που τα όνειρα σκορπάνε κάποτε,
σ’ ένα δέρμα ανίκητο, ωχρό και λυπημένο.

Μεταίχμιο
Πόσα ψέματα χώρεσαν σε μια όαση!
Πόσα αστεία σε μια συνάντηση!
Πόσα όχι σε μια πρόταση!
Γυρεύοντας ξανά τις αναμνήσεις,
ξόδεψα τρείς κήπους που είχα
για στιγμές απόγνωσης.
Χαμογελώντας στις ανέξοδες ανάγκες
λάφυρα ζήταγα,
κρυμμένη σ’ ένα πύργο,
μπροστά και πίσω από την μάχη ταυτοχρόνως.
Ίσως δεν ήταν μια φυγή,
ούτε και μια δειλία.
Ίσως και Πάρις να ήμουνα, ίσως και Αχιλλέας.
Είχα αντέξει του θεού την περιφρόνηση,
ίσως και την αγάπη,
των ανθρώπων την παρουσία
και την απουσία ίσως.

Κατάματα
Όλη η αλήθεια μου
σωριάστηκε στο πάτωμα.
Όλοι πήραν ό,τι μπόρεσαν .
Δίψασα.
Νυχτώνει νωρίς πλέον.
Οι αίλουροι φωλιάζουν.
και κοιμούνται στα τάρταρα.
Όσοι άγγελοι  μ’ άγγιξαν
έχουν τώρα πεθάνει.
Αρχίζω.

Γενέθλιος μέρα
Δεν έχω ακούσει άλλα τέτοια παραμύθια,
που τ’ όνομά σου,
αναρριχάται στα ρίγη του πελάγου,
και με μια βουτιά κάνει  παρέα
με τον Ιωνά,
που τρωγόπινε χαβιάρι
κι αμβροσίες
μες την κοιλιά  του κήτους.
Τρεις μέρες ολόκληρες.
Και τρείς νύχτες.
Τι θαύματα, τι θησαυρούς και μυστικά,
να ψάχνανε  μες  την κοιλιά του κήτους,
ο Ιωνάς και το όνομά σου,
περπατώντας ανάρκουδα.
Και μετά τις τρείς μέρες,
πόση  άβυσσο είδα
όταν βγήκε στην πεδιάδα του πρασίνου
το όνομά σου.

Στο ιερό των μεγάλων θεών
Φτωχή, βυσσινιά, ανέστια αετοθήκη μου,
το φεγγάρι φέτες  καταπίνεται
τα βράδια μου εύκολα.
Στο ιερό των μεγάλων θεών
ένα πορτοκάλι  ξενυχτάει.
Λερωμένη  ως τα βάθη της οχιάς.
με κάρτες αναπνευστήρων ,
συνεχίζω τον ύπνο μου,
γνωρίζοντας  από αιώνες πριν
τους χρησμούς των μαντείων μου.
Μια σφαγμένη μέλισσα
βουγκουνάει ατέρμονα
στις  θηλές των μαστών  μου.
Τα λοιπά μου αδέλφια
σιγανοπερπατάνε στα λάφυρα.
Κάποτε θα γλιστρήσω στην Ανάσταση.

Εμπύρετο
Α-μελητέος πυρετός
στα έγκατα της γης.
Στο φουστάνι του καλοκαιριού
φράουλες και αίμα.
Σαρωτικά μαζεμένος o άνεμος,
κουβάρι μέσα στα πόδια μου.
Είναι που δεν μπορώ να ταξιδέψω.

Απόσπασμα  νύχτας
Βιάστηκα να βρω ένα κερί,
να φωτίσω το δρόμο σου.
Σταμάτησα δεξιά
καθώς οδηγούσα στους  ανέμους.
Δεν δέχτηκε πληρωμή ο αργυροχόος.
Το χρυσάφι το είχα πληρώσει παλιά,
μ’ αναθέματα.
Το ήξερε το χελιδόνι του ύπνου μου,
και το είπε μυστικά
στον απέναντι θάνατο.
Έτσι ξημέρωσε.