Εάν / ποίηση (ένθετο του 24grammata.com)
γράφει ο Γιώργος Πρίμπας
Σήμερα ολοκληρώνουμε το σε δύο μέρη (το πρώτο μέρος εδώ: http://www.24grammata.com/?p=28082) αφιέρωμα στην ποιήτρια Κατερίνα Κατσίρη παρουσιάζοντας την ποιητική ενότητα «Απόσταση από Θάλαμο Ψυχιατρείου» από την ποιητική της συλλογή «αναγκαία λήθη» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις «οδός Πανός»
Απόσταση από Θάλαμο Ψυχιατρείου
Την περασμένη άνοιξη είπες, σ’ αρέσει να σκληραίνεις
το δέρμα στο λαιμό
Το σήκωνες και το ‘κοβες τόσο άσχημα με τον αντίχειρα
που συνεχώς δακρύζανε οι φλέβες
Έριχνες μια ματιά μονάχα στην άοσμη δολοφονία
-δεκαετίες τώρα είμαι πεθαμένος, φώναζες-
και το γλεντούσες για καλά
καλώντας στρατολογημένες αδερφές
Πανηγύριζες αργότερα στο ασθενοφόρο που ούρλιαζε
από τις φλέβες
βάφοντας άσχημα εφημερίδες και άλλες μηχανές
ατομικές, που ασκούνται απ’ το στόμα στα κουτσομπολιά
Αν πάλι σκόνταφτε στους γύρω δρόμους
φορώντας πιτζάμες ριγέ και πράσινες
και τρανταζόταν ο στραπατσαρισμένος σου λαιμός, οργιζόσουν
μολύνοντας τα μέσα ενημέρωσης
Την περασμένη άνοιξη είπες πως τα ασθενοφόρα
που θα σφυρίξουν την κραυγή σου
θα είναι παλιά, νυσταλέα με τους δρόμους όλους
στο μυαλό σου
να μη σε βρει ποτέ γωνιά ψυχιατρείου
—
Άρχισε τον πόλεμο έφηβος, στα δρομάκια του εγκέφαλου
Τρυπιόταν κάθε μέρα σα διανοούμενος
σε θάλαμο ψυχιατρείου
– η βελόνα κρυμμένη απ’ τη μάνα του
την ώρα των ειδήσεων
Θα μπορούσε να γίνει ποιητής στη φτωχογειτονιά του
αν σκέπαζε το μοιρολόι της ανάσκελα στην αλληλογραφία του
αργότερα με τον αντίχειρα, να την πεθάνει μέσα στο μυαλό
Τι σιωπηλή, ακέραια μάνα
απέναντι απ’ την καρέκλα που καθόταν!
Κάποτε φώναξε τ’ ασθενοφόρα
και πήραν την πυρακτωμένη μπάλα του μυαλού του
Μετά απόμενε σιωπηλή στο πάτωμα
ρουφώντας το μυαλό του
που την κοιτούσα μ’ απορία
—
Χαμογελούσε σα φάντασμα αινιγματικό
κρατώντας ένα γεμάτο νυστέρι στον αντίχειρα
Μερικές φορές χτένιζε τα μαλλιά
με το νυστέρι έτοιμο να γλιστρήσει στο λαιμό
να τον ληστέψει εκεί μέσα στη φλέβα
Κάποτε πήρα να διαβάσω ποίηση από τα χέρια του
κι όλη την ώρα έβρισκα πτώματα και μικρόβια
βυθισμένα στις σκέψεις
όλη την ώρα με προσπερνούσαν βιαστικά ασθενοφόρα
με το μπλε φωσφορίζον φως
χαϊδεύοντας εμένα δολοφονημένη
Μια μέρα κατάφερε να φτάσει το παράθυρο
που έπαιζα πιτσιρίκι με τις γάτες
και μια μάνα που δανείστηκα προς όφελος του
ή σκόνταψα εγώ πάνω της
και το νυστέρι πιθανότατα απ’ τον αντίχειρα του
Τις μαθημένες νύχτες του τρόμου ούτε που με κοίταζε
Η μοίρα του ήταν επί των υδάτων της γέννας
Μόνος άγγιζε τη βρεφική πληγή
που τον γερνούσε έγκλειστο σώμα γυναικείου αίματος, το σώμα
έτοιμο να σπάσει ως την κορφή του νου
στάζοντας τον υιό με στήθη
Πες μου γόγγυζα, πώς βρέθηκες στην άκρα του παιδιού
σταματούσε ξάφνου να νοικιάζεται στις Ερινύες
με τύλιγε σαν ένδυμα στα μπράτσα
κάτω οι ίσκιοι πίνοντας εμένα
τα πεθαμένα, πεθαμένα μουρμούριζε αδιάκοπα
ήχος δεν ακουγόταν
αυτά τα μάγουλα δεν έσταξαν ποτέ κανέναν
Είμαστέ μονάχα στο πουθενά
παίζοντας αυτό το σημείο της συνειδήσεως
Το ένστικτο έδινε διάφορα βήματα παιδιού
εγώ να τα μαζεύω περνώντας απ’ τις θλιβερές οικίες του
κι ο έφηβος μετέωρος στο σώμα
Άγριος έφηβος, μ’ αλλόκοτες ανίες
ομοιώσεως του έρωτα
Ο έρωτας, ω σώμα, τον μάγευε σαν οδύνη, όταν ο τζίτζικας
παραληρούσε και τα ποτάμια ‘τρεχαν τον αμνό
Μετά δολοφονούσε την αγάπη
μετά παραφρονούσε
στο πήλινο κορμί μιας πεταλούδας, μακραίνοντας τα πόδια
με σκόνη από γάλα
και μια ξεφλουδισμένη παραλία
απόσταση από το θάλαμο ψυχιατρείου
Πως να ‘νιώθε το χελιδόνι
που μάζευε τα μάτια του παιδιού;
—
Τα φώτα των αναρρωτηρίων ανεφοδιάζονται
συχνά ρεύματα
από δωμάτια ύπουλα του εγκέφαλου
ή μισοξεχασμένες αυτοκτονίες που φουμάρουν
λάμπες σκοτεινές
στην αθλιότητα δημόσιου ψυχιατρείου
Φορές μπερδεύονται απ’ τις παρκαρισμένες σιωπές
των ασθενοφόρων και ξεκουμπώνουν ένα στήθος βρεγμένο
από παντού, το γέλιο σου που δεν ανοίγει
Προς το τέλος της νύχτας
μια κολόνα γκρεμίζεται και μια ιδέα
Τα δημόσια ψυχιατρεία
δεν έχουν πια κάγκελα για τις πτώσεις
—
Σου μίλησα ανάμεσα στους καρπούς των χεριών
και στο πάχος του καθρέφτη που ανοίγει
τα παράθυρα του αναρρωτηρίου
για τον κίνδυνο που μεγαλώνει στο μάτι
Το μάτι που άφησες μια μέρα να παίξει στην άλλη
άκρη του σπιτιού, με μικρά αιμάτινα έντομα
στα όνειρά του
Σου μίλησα και για την πτώση
που ξεφυτρώνουν οι λοβοτομές
στις αποστάσεις του κρανίου
και τίποτα
Σε θάψανε δίπλα στο σκοτεινό παράθυρο
—
Εσείς αθώοι. Αυτός μέσα κι έξω
δραπετεύοντας μια μάνα τρυπανισμένη στο μυαλό του
πολύ πιο μέσα μια σφήκα ολάκερη
με τα πλατιά φτερά της ανοιγμένα
εγείροντας ανατριχίλα από τον ήχο που δε βγάνει
Να τη που αρχινά να περπατά
εκείνος τρέμοντας ζαρώνει
να ‘ναι ο ήχος της καρδιάς ο βόμβος που τον τρώει;
Εσείς αθώοι.
Κίτρινα έντομα και δολοπλόκα εντός
Κρεμιέται το παιδί
από της μάνας του τη γερασμένη μήτρα
Πανούργα η μοναξιά εντός
Εσείς αθώοι