Εάν (ένθετο του 24grammata.com)
γράφει ο Γιώργος Πρίμπας
Η Κατερίνα Κατσίρη γεννήθηκε στην Αρκαδία ενώ από το 1976 ζει στην Αθήνα. Πολλά ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά (έντυπα και ηλεκτρονικά) περιοδικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
«Αιώρηση» (ιδιωτική έκδοση, 2005),
«Μικρές σκιές» (ιδιωτική έκδοση, 2006),
«Παγιδευμένοι κύκλοι» (ιδιωτική έκδοση, 2006),
«Αόρατα τοπία» (εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗΣ, 2007),
«Αόρατα τοπία φωτός και σκιάς» (εκδόσεις ΒΙΟΓΡΑΦΟΣ, 2007),
«ΖΟΖΕΤ Αθώο μαύρο» (εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗΣ, 2008) και
«Αναγκαία λήθη» (εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, 2009).
Διατηρεί την ιστοσελίδα/blog http://aoratatopia.blogspot.com/ και το site http://www.poets.gr/.
Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές».
Μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες ποιητικές φωνές. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από έντονα συμβολικά στοιχεία χωρίς να διστάζει να μας προσφέρει και έξοχα, συνήθως μικρά, ποιήματα με έμφαση στην άμεση καταγραφή των συναισθημάτων της.
Στο παρόν πρώτο αφιέρωμα για την ποιήτρια Κατερίνα Κατσίρη παρουσιάζονται δύο ποιήματα («Μιλάω πια λίγο…» και «Μια νύχτα») και η ποιητική ενότητα «Εγώ και οι πέτρες» από τη συλλογή «ΖΟΖΕΤ Αθώο μαύρο».
Μιλώ πια λίγο…
Μιλώ πια λίγο για τα παλιά
Κάποιες λέξεις
τις άφησα να υποφέρουν πνιγμένες
στις ρίζες της πέτρας
κι ας πονά μια γυναίκα βδομάδες μέσα στο χρόνο
που χωνεύει τις κραυγές τους
κι ύστερα
ο ύπνος της τόσο γυμνός
Μιλώ όλο και πιο λίγο
στη γη που κρατά τον αγκώνα μου
ολωσδιόλου χαμένο
και τη βάζω να σκοτώνει
τις κόκκινες κινήσεις
στην άκρη του ματιού
της κόρης
Θα μιλάω λιγότερο μιλώντας
για το παιδί
που πέθανε πάνω στο χιόνι
και για τ’ αηδόνι
που ράβει πέτρα πέτρα
ένα ποτάμι με νερό
γιατί ακόμα
πατώ λυγμούς
στις λέξεις που αγάπησα
Μια νύχτα.
Εσένα πως σε λένε;
είπε η φωνή
κουβαλώντας ήλιο
από μαύρο αίμα
Πως λεν τα μάτια σου
θάλασσα
ή φωτιά;
Πες μου αλήθεια
πως σε λένε
νύχτα μου χθεσινή…
ΕΓΩ ΚΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ
Όλη μέρα παίζω με το σπίτι
Κάθομαι στην απαλή ζέστη του
και κυλώ τις πέτρες
που συγκρατούν τους τοίχους
Οι τοίχοι
έχουν παιδιάστικες πέτρες
που τους αρέσει να ταλαντεύονται
με το παράθυρο ανοιχτό.
Καμιά φορά έχω την αίσθηση
ότι τρυπώνουν βαθιά στο μυαλό μου
και με ρωτούν ποια είμαι
Αυτή η ταλάντευση
δεν έχει τελειωμό
Κάποτε τέντωσα το παράθυρο
και τις ακούμπησα στην πάνω ελευθερία
με τρία σύμφωνα από τη δύναμη μου
Ο άνεμος γέμισε πέτρες
κι ας ήταν η πόλη ανηφορική
Κοίταξα ψηλά
τον τοίχο που κουνιόταν
Ο τοίχος άσπρος
κι εγώ αποκοιμήθηκα
δίχως κενά τριγύρω
–
Έχω πολλές πέτρες
Συνήθως τις φορώ προτού ξαπλώσω
και κλείνω τις αιμορραγίες
στα πέτρινα πατώματα
Έχω και μετρημένες ανεικόνιστες
που ανεβαίνουν λοξά όλη νύχτα
με πρόσωπο καλυμμένο
στην πλάτη
Εξόντωση τις ονομάζω
Για τους πολλούς νεκρούς
μέσα μου που ξυπνούνε
–
Καμιά φορά κουλουριάζομαι στο σπίτι
και κατεβάζω τους τοίχους
τον ένα μετά τον άλλον
με δυνατούς προβολείς
Καταπίνω τη μισοφωτισμένη σκόνη
κι έπειτα μ’ ένα τίναγμα
ανοίγω τον ανεμοθώρακα
και ρέω τις διαφάνειες μιας λήθης
Μεταμορφώνομαι σιγά σιγά
ξέρεις
διαμπερής αθωότητα
και γεμίζω τα κενά στο σπίτι
Αν σταματούσα
και μεγάλωνα στους τοίχους
το βλέφαρο που αποσφραγίζει το μηδέν
το σπίτι μισοτελειωμένο θα πνιγόταν
μ’ ένα τεράστιο κενό αγρύπνιας
–
Εγώ και οι πέτρες,
σ’ αυτό
ή σ’ άλλο σπίτι αδειανό
συγκατοικούμε χρόνια
εις τ’ όνομα του αρραβώνα μας
κι ακόμα
η μνήμη,
που ουρλιάζει λοξά του κρεβατιού
σε ποιο θεό να σε γυρέψει
Πού ξέρεις,
μπορεί με τον καιρό
τα σκόρπια μέλη μας
να ενωθούν με έρωτα
–
Τρεις πέτρες γέννησαν την ιστορία…
Όχι! Δεν ήμουν εγώ
με τους τρόπους των ερώτων
που βιαζόμουν πόλη να χτίσω
Τόσες Πρωτομαγιές
πλήρωσα φόρο στη γαλήνη
και σ’ άλλα βάσανα
ως το χειμώνα
Η αλήθεια είναι
πως έτρωγα τη σιωπή
με ανοιχτό κατώφλι
κι ύστερα έκανα γύρους μες στη σκόνη
κι ύστερα
γαντζωνόμουνα στους τοίχους
που πέθαιναν από την πείνα
λυτρώστε με
ψιθύριζα
Όχι!
Δεν ήμουν εγώ
που γέννησε την ιστορία…
Μέσα στις πέτρες το μελάνι
τον τοίχο τέντωσε στο σπίτι
–
Και τα πνεύματα
που κρύβονταν στο σπίτι
ντυμένα πέτρες
κρατούσαν τα αίματα
κλεισμένα
Ω εκείνα τα πνεύματα
των παρθένων τρόμων
που πεινούσαν και διψούσαν πάνω στα δάκρυα
μιας αιωνιότητας
ανακάτεψαν ξαφνικά
τα βιβλία της πανουργίας στις συνειδήσεις
και ξεπήδησαν τερατόμορφα
Στο μεγάλο σπίτι,
όπου τα γέλια των παιδιών
ξεσήκωναν τις αναμνήσεις
κι όλες τις μυρωδιές που άχνιζαν
στις ξεραμένες αγωνίες
Δύστυχα παιδιά
που κατέχετε το κλειδί
κι ανακατεύετε τις σάρκες του σπιτιού!
Ο τρόμος των πραγμάτων
θα σας πνίξει!
–
Απλώνοντας το χέρι
στις μεγάλες νήπιες πέτρες μου
αλλάζω τους δρόμους
με σπασίματα
αλλάζω και τη φωνή
στα μπαλκόνια
που κοιμούνται οι άλλοι τα βράδια
κι όλη η νύχτα
μιλά μονάχη της για θάνατο
Αχ, αν έσπαζα
και τον άγγελο στους χαμηλούς μαντρότοιχους
που φυτρώνει ανώφελο λευκό
εγώ θα πλάγιαζα ατέλειωτα
με το θάνατο που αγάπησα βαθιά
–
Συλλογιέμαι, τι ψάχνω άραγε
ραμφίζοντας τους τοίχους
με τα χειροποίητα συμπτώματα της αμαρτίας
και τις άσωτες ασυνέπειες της ύλης
που βλασφημούν του χρόνου την αιωνιότητα
Πράγματι, τι γυρεύω
ανοίγοντας τα πάθια τους
που άλλοτε αδειάζουν
ολάνοιχτο το ευαγγέλιο στο δέρμα
και άλλοτε αοριστία του θανάτου στο σταυρό
Εγώ, μια λέξη νήστις
στις κλειδώσεις του νερού
πώς να ξεριζώσω με απλά σκαψίματα
των τοίχων την παραφροσύνη…
για τη συνέχεια του αφιερώματος (μέρος ΙΙ) κλικ εδώ