Η ποιήτρια Τσβετάγιεβα Μαρίνα Ιβάνοβα (Μόσχα 1892 – Έλάμπουκγα 1941).

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

εισαγωγή επιμέλεια: Γιώργος  Πρίμπας,

Παρουσιάζουμε σήμερα την σημαντικότατη Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Ιβάνοβα Τσβετάγιεβα και συγκεκριμένα τον πρόλογο, όπου υπάρχει και βιογραφικό της ποιήτριας, τέσσερα ποιήματα κι ένα κριτικό σχόλιο της ποιήτριας για τον ποιητή Μπορίς Παστερνάκ από τη συλλογή “Μαρίνα Τσβετάγιεβα – Ποιήματα” σε μετάφρασε Ελένη Δημητρίου η οποία κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με ιδιωτική έκδοση.

Τσβετάγιεβα Μαρίνα Ιβάνοβα (Μόσχα 1892 – Έλάμπουκγα 1941).

Κόρη του καθηγητή Ι. Β. Τσβετάγιεφ, ιδρυτή του μουσείου εικαστικών τεχνών. Στίχους γράφει από πολύ μικρή. Πρώτες ποιητικές συλλογές: «Βραδινό λεύκωμα» (1910), «Μαγικός φανός» (1912). Ο Β. Μπριούσοφ, ο Μ. Βολόσιν, ο Ν. Γκουμιλιόφ έγραψαν ωραία σχόλια γι’ αυτά τα βιβλία. το 1913 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή «Απ’ τα δύο βιβλία». το βιβλίο της «Εφηβικοί στίχοι» (1912-1915), που δεν είχε εκόοθεί, δείχνει το πέρασμα της ποιήτριας στο μεστωμένο ρομαντισμό. Στους στίχους του 191ο (συλλογή «Βιόρτσι» διαμορφώνονται τα σπουδαιότερα θέματα του έργου της Τσβετάγιεβα, που είναι: αγάπη, Ρωσία, ποίηση. Θεατρικά ρομαντικά έργα της Τσβετάγιεβα είναι: «Χιονοθύελλα», «H μοίρα», «Η περιπέτεια», «Ο πέτρινος άγγελος», «Ο φοίνικας» κ.ά.

Το 1921 έγραψε το έπος – παραμύθι «Τσάρ-Ντεβίτσα».

Την άνοιξη του 1922 η Τσβετάγιεβα πήγε στο εξωτερικό όπου ο άντρας της σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Εκεί έμεινε η Τσβετάγιεβα πάνω από τρία χρόνια και στο τέλος του 1925 πήγε με την οικογένειά της στο Παρίσι. Έγραψε το 1922 τα βιβλία «Στίχοι στον Μπλοκ» και «Ο χωρισμός». το 1923 έγραψε τα βιβλία «Ψυχέα. Ρομαντισμός», «Το επάγγελμα». το 1924 έγραψε το έπος – παραμύθι «Το παλληκάρι». Άλλα έργα της: «Στίχοι στο γιό μου», «Πατρίδα», «Νόστος», «Από καιρό…», «Οι Τσελιούσκιντσι» κ.ά. Η τελευταία ποιητική συλλογή της είναι «Μετά τη Ρωσία, 1922-1925» – βγήκε στο Παρίσι το 1928.
Την αρχή του β’ παγκοσμίου πολέμου την αντίκρισε τραγικά και αυτό το βλέπουμε στον τελευταίο ποιητικό κύκλο της Τσβετάγιεβα «Στίχοι προς τους Τσέχους» (1938-39, εποχή της καταστροφής της Τσεχοσλοβακίας). Αυτά τα ποιήματα αποπνέουν μίσος προς το φασισμό. το καλοκαιρι του 1939, η Τσβετάγιεβα επέστρεψε στην Ε.Σ.Σ.Δ. όπου μετάφραζε έργα ξένων ποιητών (Ι. Φράνκο, Μπωντλαίρ, Φ. Γκαρθία Λόρκα κ.α.). Ετοίμαζε και δικά της βιβλία.
Αυτοκτόνησε το 1941 στην Ελάμπουγκα.

Το έργο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα είναι αξιοθαύμαστο. Στον πεζό λόγο αναπλάθει ρωσικά παραμύθια, ελληνικούς μύθους. Μεγάλος κύκλος από έπη που έγραψε η Τσβετάγιεβα το 1924, δημοσιεύθηκε το 1927 και φέρει τον τίτλο «Θησέας». Άλλα έργα που έγραψε το 1927 και δημοσιεύτηκαν το 1928, φέρουν τον τίτλο «Φαίδρα». Η Τσβετάγιεβα έχει ιδιότυπο στυλ. Είναι άριστη γλωσσολόγος. Έχει γράψει και πραγματείες για την Τέχνη και την Ποίηση. («Ο ποιητής για την Κριτική» το 192ο, «Ο ποιητής και ο Χρόνος» το 1932, «Η τέχνη στο φως της συνείδησης» το 1932-33 κ.α.) Στον πεζό λόγο, η Τσβετάγιεβα δημιούργησε ιδιάζον είδος, που συνδυάζει τους φιλοσοφικούς συλλογισμούς, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα για το λογοτεχνικό πορτραίτο με τις προσωπικές αναμνήσεις.

Τα έργα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Σοστακόβιτς, στο έργο του ορκς 143 για κοντράλτο και πιάνο, μελοποίησε έξι ποιήματα της: «Οι στίχοι μου», «Από που αυτή η στοργή;», «Ό διάλογος του Άμλετ με τη συνείδηση του», «Ο ποιητής και ο τσάρος», «Όχι, τυμπάνιζε το τύμπανο», «Στην Άννα Αχμάτοβα».

————————————

Στην αδελφή μου Αναστασία (*)

Κοντά στην πόρτα με τη βαλίτσα
τόσο θλιμμένη με κοιτάς!
Για τελευταία φορά θέλεις να πούμε
ποιήματα οι δυο μας!

Ας επαναλάβει η φωνή μας
λέξεις ως σήμερα κοινές
μα διασπάσθηκε η καρδιά σε δύο
κι ο κοινός δρόμος μας σε δυο.

Έτοιμα όλα για το ταξίδι,
μελετημένα κι από τις δυο.
Ο Κύριος να σε φυλάττει
στα δεκαέξη σου τόσο σοφή!

Και όταν πάνω απ’ το δάσος και τα λιβάδια
θα πιάσουν τ’ άστρα τον ουρανό,
οι δυο αχώριστες στις δυο τους μοίρες
με διαφορετικό τραίνο θα ξεκινούν.

(*) Αυτό το ποίημα η Μαρίνα Τσβετάγιεβα το αφιέρωσε στην αδελφή της Αναστασία, όταν ξεκινούσαν και οι δύο, με διαφορετικό τραίνο, για τους γάμους τους.

————————————

Η Αγάπη

Γιαταγάνι; Φωτιά;
Πιο άπλα – χτυπάει στ’ αυτιά!
Πόνος γνωστός σαν την παλάμη στα μάτια,
Όπως στα χείλη
Τ’ όνομα του παιδιού σου.

————————————

Άλλοι πλασμένοι από πέτρα
κι άλλοι από πηλό –
μα εγώ λαμποβολώ κι αστράφτω.
Έργο μου η αλλαγή.
Το όνομά μου Μαρίνα
και είμαι αφρός φθαρτός του γιαλού.

————————————

Στην επόμενη

Είσαι αγία ή αμαρτωλή μεγάλη,
αρχίζεις τη ζωή ή πέρασες την πια;
Αγάπα τον και τρυφερά αγάπα
σαν το παιδάκι που κρατάν στην αγκαλιά.
Ο ύπνος είναι ωφέλιμος και πιότερο από χάδι
και ξάφνου από την αγκαλιά μην τον ξυπνάς.

Πιστή να είσαι θα σου μάθουν
η θλίψη του κι η τρυφερή ματιά.
Τον τυραννούν αμφιβολίες,
άγγιξε τον σαν νοσοκόμος αδελφή

και αν τ’ αθώα όνειρα σωθούνε,
κοίτα ν’ ανάψεις μια θεόρατη φωτιά.

Με άλλον ποτέ να μη φλερτάρεις,
τα περασμένα διώξ’ τα μακριά.
Κάνε ό,τι εγώ δεν τόλμησα να κάνω,
τα όνειρά του απ’ το φόβο μην πνιγούν.
Κάνε ό,τι εγώ δεν μπόρεσα να κάνω.

Αγάπα τον, αγάπα τον θερμά.

————————————

Ο Παστερνάκ – Ποιητής της Φύσης.

Όταν ισχυρίζομαι ότι ο Βόρις Παστερνάκ είναι πρώτ’ απ’ όλα ποιητής της φύσης, δεν έχω υπ’ όψη μου τη φύση που ενυπάρχει στο έργο του όποιου λυρικού .Δεν είναι εκείνο το άφευκτο και κοινό λυρικό φόντο, με κοινά λυρικά αισθήματα, θλίψης, προσβολής, αγάπης, αναμνήσεων, αισθήματα που διαφέρουν το ένα από το άλλο μόνο στο βαθμό του κοινού τόπου. Δεν είναι ο κοινός τόπος του λυρισμού στον κοινό τόπο της φύσης. Δεν είναι ο κοινός τόπος της φύσης στην ποίηση του Βίκτωρα Ουγκώ, έστω κι αν φθάνει στο μεγαλείο. Δεν είναι και το αίσθημα της θλίψης στη “Λίμνη” του Λαμαρτίνου. Δεν είναι και η διάφανη αλληγορία του Χάινε, του πιο μεγάλου λυρικού, που στην ποίηση του το ρόδο σημαίνει αναπόφευκτα κοπέλα και το πεύκο – παλληκάρι, που είναι και ποιητής, νεαρός – ποιητής, νοσταλγώντας το φοινικόδεντρο, την προσωποποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, της νεανικής και γεμάτης θηλυκότητα. Και η θλίψη του πεύκου συμβολίζει πάντοτε την πανανθρώπινη νοσταλγία. Αυτό δεν είναι το αποτύπωμα της φύσης στο αμετάβλητο πρόσωπο του λυρισμού. Δεν είναι όμως και η ομοιόμορφη και μονότονη εγωκεντρική φύση των ρομαντικών, όπου τα πάντα δεν μοιάζουν στον εαυτό τους και όπου οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν του ήρωα κι όλοι οι ήρωες – ο ένας στον άλλο κι όλοι τους σ’ ένα πρόσωπο – στο πρόσωπο του ρομαντικού. Δεν ανήκει ο Παστερνάκ και στους ποιητές που επικρέμονται σαν ρομαντικός βράχος και σαν καταρράκτης πέφτουν στην άβυσσο της δίκης τους ψυχής. Δεν είναι η θάλασσα (που είναι αυτός ο ίδιος ο Λέρμοντοφ με το πετούμενο άρμενο (που κι αυτό είναι αυτός ο ίδιος ο Λέρμοντοφ). Δεν είναι και του Πούσκιν το ποίημα “Αντζάρ”, “το Δεντρο του θανάτου”, όπου το δέντρο είναι μόνο η αφορμή για να απεικονίσει την ανθρώπινη ωμότητα. Δεν είναι ούτε η φύση στα έργα του Αλεξέι Τολστόι με τη δική του αντίληψη του κόσμου:

Σας ευλογώ δάση
κι εσάς βουνά, νερά, κοιλάδες, στάχυα,
γραμμές που ωραία αποδίδουν την αντίληψη του κόσμου απ’ τον ποιητή, δεν απεικονίζουν όμως ούτε το δάσος, ούτε την κοιλάδα, ούτε τα στάχυα, δείχνουν μόνο το μέτρο πληρότητας της ψυχής του ποιητή, την ψυχική του κατάσταση. Ο λυρισμός του Παστερνάκ δεν είναι ούτε και η γεμάτη έξαρση φύση του Τιούτσεφ:
Δεν είναι φύση αυτό που λέτε,
δεν είναι μάσκα, άψυχη μορφή.
Έχει ψυχή κι ελευθερία,
έχει αγάπη και μιλιά.
Μα τι ψυχή είναι αυτή, τι αγάπη και τι μιλιά; Aπ’ τo ποίημα αυτό του Τιούτσεφ δεν το μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε μόνο την αντίληψη του Τιούτσεφ για την ψυχή, για την αγάπη, για τη μιλιά της φύσης. Δεν είναι ούτε η περιγραφή της φύσης από ένα πεζογράφο. Δεν είναι το πώς βλέπει τη φύση ένας χωρικός, ένας κυνηγός, ένας βουνίσιος στα έργα που μας έδωσε η ενόραση του Λ. Τολστόι (ας προσθέσουμε και η μεγαλοφυΐα).
Είναι εντελώς άλλο είδος – δεν είναι η φύση των ζωγράφων, η μαγευτική φύση του Γκόγκολ, όπου ξαφνικά ξεχύθηκε κι έλαμψε μ’ όλα τα χρώματα η γλωσσική του παλέτα.
Δεν είναι ούτε η σαγήνη του λόγου, δεν είναι το “θαυμάσιος ο Δνείπερος με τη γαλήνη του”, που σε θέλγει απ’ την αρχή με τα λόγια, με τους ήχους του, που ακούγονται πάνω απ’ τό θόρυβο του ποταμού παρ’ όλη τη σιγανή του ροή, πού μας μιλούν σαν λόγια, γράφτηκαν γι’ αυτό. Δεν είναι η μαγευτική δύναμη του λόγου. (Ο Δνείπερος του Γκόγκολ, όπως και του Λέρμοντοφ “Πάνω απ’ το πυκνό το δάσος” …) είναι μορφές κρυστάλλινης ποιητικής μαγείας, είναι η γοητεία της ποίησης στην καθαρή της μορφή, όπου κανένα αντικείμενο δεν μοιάζει στον εαυτό του και όπου είναι μαγευτικός και ο Δνείπερος, μαγευτική και η Τιφλίδα και όπου οι λέξεις Τιφλίδα και Δνείπερος αποκτούν μια νέα πληρότητα, μια γοητεία.
Και τέλος, αν αυτή εδώ είναι η πλησιέστερη με τον Παστερνάκ αναλογία και αυτή είναι ανεπαρκής, – δεν είναι το προσκύνημα της φύσης απ’ τον Νίτσε και την προκάτοχό του Μπεττίνα, όπου ο θεός ταυτίζεται με τον Ήλιο, που απ’ το άγγιγμα του ο άνθρωπος γίνεται άγιος.
Εδώ όμως ας σταματήσουμε, γιατί όσο κι αν απαριθμούμε ποιητές και πεζογράφους, η περιγραφή της φύσης απ’ αυτούς δεν θα είναι ποτέ η εικόνα της, πού μας δίνει ο Παστερνάκ, επειδή η νόηση της φύσης απ’ τον Παστερνάκ είναι μοναδική στο είδος της.
Δεν είναι η βάση των πραγμάτων.
Δεν είναι “αυτός” (ο συνθέτης)·
Και “αυτή” (το αντικείμενο).
Και ούτε “αυτή” (ή θεότητα).
Η φύση στον Παστερνάκ είναι αυτή η ίδια και τίποτε άλλο. Αυτή η ίδια είναι το δρών πρόσωπο.
Πριν απ’ τον Παστερνάκ μας παρουσίαζαν την περιγραφή της φύσης διά μέσου του ανθρώπου. Ο Παστερνάκ παρουσιάζει τη φύση δίχως τον άνθρωπο, ο άνθρωπος ενυπάρχει μόνο και μόνο επειδή η φύση αποδίδεται με τα δικά του, του άνθρωπου τα λόγια. Κάθε ποιητής, ας πούμε, μπορεί να ταυτίσει τον εαυτό του με το δένδρο.
Ο Παστερνάκ δένδρο αισθάνεται τον εαυτό του, σαν να τον μετέτρεψε η φύση σε δένδρο, σαν να τον έκανε δένδρο, για να βουίζει ο ανθρώπινος του κορμός με της φύσης τον τρόπο. Αν όπως έλεγε ο Πασκάλ, ο άνθρωπος είναι “λογικό καλάμι”, ο Παστερνάκ δεν είναι ούτε καλάμι που σκέφτεται, σε κάθε περίπτωση, με ανθρώπινο τρόπο.
Σαν αποκλειστικό της φύσης να υπάρχει ακέραια, εξηγείται το αναπόσπαστό της απ’ την ποίηση του Παστερνάκ.
Εφ’ όσον ο Παστερνάκ είναι μοναδικός και δεν είναι ορατός στην προτίμηση του της φύσης απ’ όλα (που θα πω στον καιρό τους), ο Παστερνάκ δεν μπορεί να προτιμά στη φύση κάτι σε βάρος άλλου. Κι αυτό σημαίνει πώς η φύση για τον Παστερνάκ υπάρχει μόνο ακέραια, ολάκερη, χωρίς επιφυλάξεις.
Η φύση στην ποίηση του Παστερνάκ είναι το δρών πρόσωπο. Ενεργεί όχι ο Παστερνάκ, αλλά η φύση. Βγάζω αυτό το συμπέρασμα από πολυάριθμα παραδείγματα. Εδώ έγκειται η αξία της φύσης στο έργο του Παστερνάκ. Η φύση στο έργο του δεν είναι πρόφαση, αλλά σκοπός. Αυτοσκοπός.
Και τέλος, το αποκλειστικό της φύσης υπαγορεύει την αδιάλειπτη της παρουσία στο έργο του Παστερνάκ. Χαρακτηριστικό του Παστερνάκ είναι όχι. μόνο να ενυπάρχει στη φύση, άλλα να είναι αδύνατη και η παραμικρή έστω απουσία του απ’ τη φύση. Ούτε ο άνθρωπος μπορεί να ενυπάρχει έτσι στη φύση, ούτε η φύση στον άνθρωπο. Έτσι η φύση μπορεί να ενυπάρχει μόνο στον ίδιο τον εαυτό της. Αυτοενύπαρξη.
Απ’ αυτό φαίνεται πως ο Παστερνάκ δεν δημιουργήθηκε την έβδομη ήμερα (όταν ο κόσμος μετά τη δημιουργία του άνθρωπου καταρρακώθηκε στα “εγώ” κι όλα τ’ άλλα), μα νωρίτερα, όταν δημιουργήθηκε η φύση. Το ότι ο Παστερνάκ γεννήθηκε άνθρωπος, είναι ολοφάνερη παρεξήγηση. Κι όλο του το έργο είναι η διόρθωση του τυχερού για μας και μοιραίου για κείνον λάθους της φύσης. Όπως η φύση μπορεί κατά λάθος να δώσει στον άνθρωπο άλλο γένος από εκείνο που πρέπει να του δώσει, στην περίπτωση του Παστερνάκ έγινε ολοφάνερο λάθος στην όψη. Επειδή ακόμα και όταν μιλά ο Παστερνάκ για τον εαυτό του είναι όλο κι όλο μια φωνή στη χορωδία της φύσης με όποιο άλλο δρών πρόσωπο. Αυτός πάντα υπάρχει, ποτέ δεν ξεχωρίζει, υπάρχει σαν ίσος. Κι όχι σαν ανώτερος. Έτσι λόγου χάρη μπορεί ο θάμνος να θροΐζει με τις δικές του μικρές ατομικές φροντίδες και η βαλανιδιά πλάι του να βουίζει για τη δική της βαλανιδένια χαρά. Κι όλα μαζί είναι το δάσος η χορωδία.
Για ό,τι κι αν μιλούσε ο Παστερνάκ – για δικά του προσωπικά, για τα πολύ ανθρώπινα, για τη γυναίκα, για κάποιο οικοδόμημα, για περιστατικά – είναι πάντα η φύση, η επαναφορά των πραγμάτων στους κόλπους της φύσης.