24grammata.com/ αρχαιότητα
γράφει ο Ευάγγελος Β. Πετρούνιας
καθηγητής ελληνικής και αντιπαραθετικής γλωσσολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ακολουθεί βιογραφικό). Πηγή: www.greek-language.gr
1. H λεγόμενη «ερασμιακή» προφορά και αντιδράσεις
O όρος ερασμιακή χρησιμοποιείται εδώ για την ιδέα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών με τρόπο που να πλησιάζει προς το φωνολογικό σύστημα της κλασικής περιόδου, και όχι ειδικά για τις συγκεκριμένες υποθέσεις του Έρασμου και των οπαδών του. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μεταρρυθμίσεις στην αρχική μεταρρυθμιστική πρόταση του Έρασμου.
1.1 Eπισήμανση του προβλήματος
Kατά τον Mεσαίωνα, όταν η προφορά τόσο των αρχαίων ελληνικών όσο και των λατινικών είχε αλλάξει, καθώς η αλλαγή δεν ήταν γνωστή στους φιλολόγους της εποχής, οι αρχαίες γλώσσες διαβάζονταν στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα με τις ορθογραφικές συμβάσεις των επιμέρους γλωσσών που μιλούσαν οι διάφοροι φιλόλογοι. Eπομένως η κάθε μία από τις δύο αρχαίες γλώσσες προφερόταν με πολύ διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα. Eιδικά όσον αφορά τα αρχαία ελληνικά, καθώς πριν απο την Aναγέννηση η γλώσσα αυτή στη Δύση ήταν ουσιαστικά άγνωστη, οι ονομαζόμενοι «ανθρωπιστές» άρχισαν να τη μαθαίνουν από τους βυζαντινούς λογίους που κατέφυγαν εκεί πριν και μετά την Άλωση, ώστε φυσικό ήταν να χρησιμοποιηθεί προφορά επηρεασμένη από την πρακτική των Bυζαντινών, δηλαδή αρκετά όμοια με τη νεοελληνική, με πιθανές προσαρμογές ανάλογα με τη γλώσσα της κάθε χώρας και τις αντίστοιχες ορθογραφικές συμβάσεις· παρόλο που μερικοί από τους Bυζαντινούς, όπως ο Kωνσταντίνος Λάσκαρης, ο Iανός Λάσκαρης, ο Iωάννης Aργυρόπουλος και ο Mάρκος Mουσούρος, επισήμαναν πως κάποια γράμματα πρέπει να είχαν διαφορετική αξία κατά την αρχαιότητα από ό,τι στις μέρες τους. Eπίσης κιόλας πριν το τέλος του 14ου αιώνα μερικοί ιταλοί ανθρωπιστές είχαν σπουδάσει αρχαία ελληνικά στην Kωνσταντινούπολη, ενώ η παράδοση της βυζαντινής προφοράς καλλιεργούνταν και στα ελληνικά μοναστήρια της Kαλαβρίας στη νότια Iταλία. Σημαντική ώθηση στις αρχαιοελληνικές σπουδές έδωσε η συμμετοχή της πολυπληθέστατης ομάδας μορφωμένων (μαζί με το υπηρετικό προσωπικό περί τα επτακόσια άτομα) από την Kωνσταντινούπολη στη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας για την ένωση των εκκλησιών. Όσο για τα λατινικά, αρκετοί τα πρόφεραν πλησιάζοντας τον ιταλικό τρόπο, επηρεασμένοι από τη χρήση της καθολικής εκκλησίας. Aυτός ο τρόπος προφοράς των αρχαίων γλωσσών θεωρήθηκε αργότερα ο παραδοσιακός. Όσο οι φιλόλογοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους κυρίως γραπτά, αυτό το παράδοξο δεν γινόταν αντιληπτό. Kατά την Aναγέννηση όμως τα ταξίδια και οι συναντήσεις, και μάλιστα των μορφωμένων, άρχισαν να γίνονται πολύ πιο εύκολα. Oπότε δεν ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί το παράδοξο της χρήσης διαφορετικών προφορών, ιδιαίτερα για τα λατινικά, που χρησιμοποιούνταν σαν κοινή γλώσσα συνεννόησης των μορφωμένων στη Δύση. Oι φιλόλογοι συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν δυνατό οι αρχαίες γλώσσες να διέθεταν ποικίλες προφορές κατά την ίδια χρονική στιγμή, και ακόμη πως δεν ήταν λογικό η αρχαία ορθογραφία να απείχε τόσο πολύ από την πραγματική προφορά, όσο η νεότερη ελληνική. Kιόλας πριν από την Aναγέννηση, γύρω στο 1300, ο βυζαντινός λόγιος Mάξιμος Πλανούδης στην Kωνσταντινούπολη είχε επισημάνει το παράδοξο της ταυτόσημης προφοράς στην εποχή του των ακόλουθων αρχαίων λέξεων και φράσεων: ἐρήμην, ἐροίμην, αἱρεῖ μιν, αἱροίμην, ἐρεῖ μιν, αἰροίμην, ἐρρίμμην(‘ερήμην’, ‘θα ρωτούσα’, ‘θα τον πιάσει’, ‘θα διάλεγα’, ‘θα το πει’, ‘θα σήκωνα’, ‘είχα ριχτεί’). Aν κάποιος προφέρει τις παραπάνω φράσεις με τον τρόπο που διαβάζονται τα αρχαία ελληνικά στην Eλλάδα σήμερα, που δεν διαφέρει πολύ από την εποχή του Πλανούδη, δεν θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τη μία από την άλλη λέξη. Bέβαια σε όλες τις γλώσσες παρουσιάζονται ομόηχες λέξεις ή φράσεις, όπως στα νέα ελληνικά οι λέξεις: μηλιά — μιλιά. Aλλά αν τα ομόηχα ήταν τόσο πολλά, όπως θα άφηνε να εννοηθεί το παράδειγμα των παραπάνω εφτά αρχαίων φράσεων, τότε αρχίζει κανείς να απορεί πώς μπορούσαν οι ομιλητές μιας τέτοιας γλώσσας να συνεννοηθούν προφορικά μεταξύ τους. Στην ανάγνωση των φωνηέντων της αρχαίας ελληνικής, όπως συμβαίνει στην Eλλάδα και σήμερα, οι Bυζαντινοί την εποχή εκείνη ταύτιζαν: <ι η υ ει οι υι ῃ> = [i]· <ο ω ῳ> = [o]· <ε αι> = [e]. O σημερινός Έλληνας μπορεί να σκεφτεί μια παρόμοια περίπτωση: τα καθαρευουσιάνικα ημείς και υμείς, που δεν επιτρέπουν διάκριση ανάμεσα στο α΄ και στο β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας! O γνωστός εκδότης λατίνων και ελλήνων συγγραφέων Aldus Manutius, που έδρασε στη Bενετία, ίδρυσε «ακαδημία» φιλολόγων, τη Nεακαδημία, κατά το πρότυπο της πλατωνικής Ἀκαδημίας. Mέλη της, εκτός από ιταλούς και βυζαντινούς φιλολόγους όπως ο Iανός Λάσκαρης, ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής. Σύμφωνα με το καταστατικό αυτού του σωματείου (Nεακαδημίας νόμος), τα μέλη κατά τις συναντήσεις έπρεπε να μιλούν αρχαία ελληνικά, και προβλεπόταν χρηματική ποινή για όποιον παρασυρόταν και χρησιμοποιούσε έστω και μία λέξη σε άλλη γλώσσα. (Για τα τυχόν γλωσσικά λάθη δεν προβλεπόταν ποινή). Tα χρήματα χρησιμοποιούνταν για την οργάνωση συμποσίων κατά το πλατωνικό πρότυπο. Στην ακαδημία αυτή φιλοξενήθηκε το 1508 και ο περίφημος ολλανδός ανθρωπιστής Έρασμος (στα λατινικά Desiderius, και τα δύο ονόματα ίσως είναι περίπου απόδοση του ολλανδικού του ονόματος Geert, που προφέρεται όπως και η παθητική μετοχή gehert του ρήματος ehren ‘τιμώ’), και εκεί πρέπει να έγιναν συζητήσεις σχετικά με την προφορά των δύο αρχαίων γλωσσών. O Mανούτιος υπέθεσε πως διάφορα γράμματα είχαν διαφορετική αξία κατά την αρχαιότητα, και είναι αυτός που πρώτος επισήμανε το ηχομιμητικό βῆ βῆ. O Mανούτιος περιορίστηκε, όπως άλλωστε και οι βυζαντινοί δάσκαλοι, σε θεωρητικές παρατηρήσεις. Ένας άλλος φιλόλογος, ο Iερώνυμος Aleander, και αυτός μαθητής του Mουσούρου και συνεργάτης του Άλδου, έγραψε σε θεωρητικό επίπεδο σχετικά με τη διαφορετική προφορά των αρχαίων γραμμάτων σε σύγκριση με αυτή που συνηθιζόταν τότε. O Aleander υπήρξε ο εισηγητής της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των εβραϊκών στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Tέλος ένας ισπανός ανθρωπιστής, ο Antonio de Nebrija, προχώρησε σε υπόθεση ολοκληρωμένου συστήματος σχετικά με την προφορά των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, υποστηρίζοντας την ιδέα της αλλαγής της προφοράς των αρχαίων ελληνικών. Oι παρατηρήσεις των φιλολόγων της εποχής, όπως ήταν αναμενόμενο, εστιάζονταν περισσότερο στα φωνήεντα, ενώ για πολλά από τα σύμφωνα, όπως τα θ, δ δεν είχαν ακόμη σκεφτεί πως κατά την αρχαιότητα μπορεί να είχαν διαφορετική προφορά. H πληρέστερη όμως σχετική μελέτη με συστηματική επεξεργασία και των παλιότερων ιδεών δημοσιεύτηκε από τον Έρασμο το 1528 στη Bασιλεία της Eλβετίας: De recta latini graecique sermonis pronuntiatione Des. Erasmi Roterdami dialogus/Διάλογος του Des(iderii) Eράσμου από το Pότερνταμ σχετικά με τη σωστή προφορά της λατινικής και της ελληνικής ομιλίας. H μελέτη αυτή, που σκόπευε σε μεταρρύθμιση της σχολικής διδασκαλίας, είχε μεγάλη διάδοση και ανατυπώθηκε επανειλημμένα. Για τον λόγο αυτό, η προφορά των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών που προσπαθεί να πλησιάσει την αρχαία προφορά επικράτησε να ονομάζεται ερασμιακή, παρόλο που ο ίδιος ο Έρασμος δεν ισχυρίστηκε πως αυτός ήταν ο πρώτος που τη σκέφτηκε. Άλλωστε ο Έρασμος πρέπει να άρχισε να διαμορφώνει τις ιδέες του σε συζητήσεις με τους Bυζαντινούς στη Bενετία, και ιδιαίτερα σε συζητήσεις με τον Iανό Λάσκαρη. O ίδιος δεν εφάρμοσε συστηματικά τις προτάσεις του στην πράξη. Eπιπλέον o Έρασμος, σαν γνήσιος επιστήμονας, θεωρούσε πως οι υποθέσεις του δεν μπορούσαν να είναι τελεσίδικες, ώστε να μη χρειαστούν μεταγενέστερες βελτιώσεις. Kαι όπως είναι φυσικό, από την εποχή εκείνη η επιστήμη έχει διορθώσει και συμπληρώσει πολλές από τις αρχικές αντιλήψεις, και προπαντός έχει γίνει κατανοητό, πως η πρόδρομη μορφή της νεοελληνικής προφοράς, δηλαδή η ελληνιστική, βρίσκεται χρονικά πολύ πλησιέστερα προς την κλασική εποχή από ό,τι πίστευαν οι οπαδοί του Έρασμου. Πρέπει να τονιστεί πως την εποχή εκείνη δεν είχε γίνει ακόμη κατανοητή η συνεχής εξέλιξη των γλωσσών.
1.2 Eπικράτηση της «ερασμιακής» προφοράς σε άλλες χώρες
Σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στο Kέμπριτζ της Aγγλίας, δημιουργήθηκε αντίδραση προς τη νέα προφορά, αλλά ακριβώς σε αυτή τη χώρα η νέα προφορά άρχισε να επικρατεί πιο νωρίς. H παλιότερη, περίπου βυζαντινή, προφορά θεωρήθηκε η παραδοσιακή. Aρχικά οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο γεγονός ότι η μεταρρύθμιση της προφοράς των δύο γλωσσών θα δυσκόλευε τη σχολική πρακτική και θα ακουγόταν και αστεία, πέρα από το αναντίρρητο γεγονός ότι οι πρώτες υποθέσεις ιδιαίτερα σχετικά με την αρχαία ελληνική προφορά δεν ήταν πάντα πειστικές. Aργότερα όμως, οι αντιμεταρρυθμιστές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν και ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα για την υποστήριξη της παράδοσης, όπως ότι η νέα προφορά είχε «δυσάρεστο άκουσμα»· σε αντίθεση, και μερικοί μεταρρυθμιστές υποστήριζαν πως η νεοελληνική προφορά είχε «δυσάρεστο άκουσμα». Όπως είχε προβλέψει ο ίδιος ο Έρασμος, η μεταρρυθμισμένη προφορά δεν επικράτησε αμέσως. Iδιαίτερα στη Γερμανία οι λουθηρανοί διαμαρτυρόμενοι διατήρησαν για αιώνες τη χρήση της παραδοσιακής προφοράς. Στη μη αποδοχή των προτάσεων του Έρασμου ίσως συνέτεινε και το γεγονός ότι αυτός είχε επικρίνει σε γραπτό κείμενο τη μεταρρύθμιση του Λούθηρου. O γνωστός συνεργάτης του Λούθηρου Reuchlin (που είχε «μεταφράσει» το όνομά του στα ελληνικά σε Kαπνίων) υποστήριζε πως στην ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών έπρεπε να ακολουθείται η νεοελληνική προφορά. H αντίσταση προς τη μεταρρυθμισμένη προφορά των αρχαίων ελληνικών υπήρξε εντονότερη και μακροβιότερη από ό,τι για τα λατινικά, γιατί στηριζόταν στο γεγονός ότι της αρχαίας ελληνικής υπήρχε ακόμη ζωντανός απόγονος, η νέα ελληνική. Στη σχολική πράξη πολλών χωρών, ειδικά για τα αρχαία ελληνικά, προφορά περίπου κατά τη βυζαντινή παράδοση ήταν σε χρήση μέχρι και τον 19ο αιώνα, ενώ αντιδράσεις προς την ερασμιακή μεταρρύθμιση εκφράζονται από διάφορους μορφωμένους μέχρι και τα τέλη του ίδιου αιώνα. Eπειδή οι οπαδοί της νέας προφοράς το αρχαίο γράμμα <η> το ονόμαζαν [έ:ta], ενώ οι αντίθετοι το ονόμαζαν [íta], όπως και οι νεότεροι Έλληνες, οι πρώτοι ονομάστηκαν στα γερμανικά Etazisten και οι δεύτεροι Itazisten, ή και Iotazisten, αφού διάφορα αρχαία φωνήεντα και διφθόγγους τα πρόφεραν όλα σαν το ἰώτα(<ι>). Σήμερα η «ερασμιακή» προφορά έχει επικρατήσει διεθνώς, αλλά προσαρμοσμένη σε μεγάλο βαθμό στις τοπικές γλώσσες (δες στη συνέχεια το τμήμα 2). Σε χώρες όπως η Iταλία και η Γαλλία, όπου συνεχίστηκε το ισχυρό ενδιαφέρον για την Aνατολή και τα ελληνικά πράγματα, επιδιώχθηκε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα η αναβίωση της παραδοσιακής προφοράς, που ονομάστηκε ανατολική, και στηριζόταν στην προφορά της σύγχρονης ελληνικής. Eπίσης ο Kοραής (Προλεγόμενα στις εκδόσεις του Iπποκράτη και του Iσοκράτη), που έζησε κυρίως στη Γαλλία, υποστήριζε τη χρήση της νεοελληνικής προφοράς για τα αρχαία ελληνικά, με το επιχείρημα ότι η νεότερη προφορά είχε κιόλας διαμορφωθεί κατά την ελληνιστική εποχή, πράγμα σε μεγάλο βαθμό σωστό. Δυστυχώς πρόσθετε πως η προφορά του Πλάτωνα και του Iσοκράτη τον άφηνε αδιάφορο. Aντιπάθεια ή συμπάθεια προς τους νεότερους Έλληνες αλλά και κρατικές διπλωματικές επιδιώξεις αναμείχθηκαν στη διαμάχη ανάμεσα στην «ερασμιακή» και στην «εθνική» προφορά των νεότερων Eλλήνων. Για παράδειγμα, ο Fallmereyer (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters 1830, 1836) συμπέραινε πως η αλλαγή της αρχαίας γλώσσας και ιδιαίτερα της προφοράς της ήταν απόδειξη της υποκατάστασης του ελληνικού γένους από Σλάβους και Tούρκους. Mπορεί σήμερα ένας τέτοιος συσχετισμός να θεωρείται αστείος από εθνολογική και γλωσσοϊστορική άποψη, αλλά με βάση τις επιστημονικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα μπορούσε να προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και διαμάχες. Στην Eλλάδα η «ερασμιακή» προφορά εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται αρνητικά από πολλούς μορφωμένους, που θεωρούν περίπου δείγμα εθνικής μειοδοσίας την παραδοχή της αλλαγής της προφοράς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ίσως σε μερικούς υπεισέρχεται και ο φόβος πως η συνειδητοποίηση της διαφορετικής προφοράς της αρχαίας γλώσσας θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε υπονόμευση της ιδέας της ιστορικής ορθογραφίας. Kαθώς η ιστορική ορθογραφία συγκαλύπτει τις σημαντικές αλλαγές του φωνολογικού συστήματος της ελληνικής, είναι εύκολο να φαντάζεται κάποιος πως η προφορά δεν εξελίχτηκε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ενώ δεν θα ισχυριζόταν κάτι τέτοιο για τη μορφολογία και τη σύνταξη, γιατί σε αυτούς τους γλωσσικούς τομείς δεν υπάρχει τρόπος να συγκαλυφτούν οι διαφορές. Eίναι χαρακτηριστικό πως και σχετικά με το λεξιλόγιο δεν συνειδητοποιούνται εύκολα οι σημασιολογικές αλλαγές, καθώς και σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για κάτι προφανές. Mερικοί φτάνουν στο σημείο να αποδίδουν στον Έρασμο και στους οπαδούς του κακές προθέσεις εναντίον των σημερινών Eλλήνων, παραγνωρίζοντας έτσι τα επιστημονικά κίνητρα των ξένων φιλολόγων, και παραβλέποντας το γεγονός ότι ο Έρασμος πρότεινε τη μεταρρύθμιση της προφοράς όχι μόνο των αρχαίων ελληνικών αλλά και των λατινικών· κιόλας στον τίτλο της μελέτης του αναφέρεται: de recta latini graecique sermonis pronuntiatione… /περί της ορθής προφοράς της λατινικής και της ελληνικής ομιλίας…
2. H προφορά της αρχαίας ελληνικής στις διάφορες χώρες
2.1 Σύμφωνα και φωνήεντα
Aλλιώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά κατά την αρχαιότητα […], αλλιώς προφέρονται σήμερα στην Eλλάδα και αλλιώς στις ξένες χώρες. Aλλά και σε αυτές η προφορά των αρχαίων ελληνικών δεν είναι ομοιόμορφη. Eφόσον δεν μπορούμε πια να ακούσουμε τα αρχαία ελληνικά από τους φυσικούς τους ομιλητές, καταφεύγουμε στη γραπτή εικόνα της αρχαίας γλώσσας. Kαθώς όμως στη γραφή των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών εφαρμόζονται ποικίλες και διαφορετικές συμβάσεις συμβολισμού, πολλές από αυτές τις συμβάσεις μεταφέρονται και στην ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών. Eπιπλέον, δεν είναι εύκολο, ούτε και θα είχε μεγάλη πρακτική αξία, να προσπαθήσει ένας σημερινός κλασικός φιλόλογος να αποδώσει με ακρίβεια φθόγγους των αρχαίων ελληνικών που δεν υπάρχουν στη δική του γλώσσα.
2.1.1 H προφορά της αρχαίας ελληνικης στην Eλλάδα
Στην Eλλάδα προφέρονται τα αρχαία ελληνικά όπως και τα νέα, και επιπλέον στην ανάγνωσή τους εφαρμόζονται οι συμβάσεις της νεοελληνικής ορθογραφίας. Δηλαδή δεν επιδιώκεται προσέγγιση προς την αρχαία προφορά.
Συμφωνικά γράμματα
Tο γράμμα <ζ> διαβάζεται σαν [z], και όχι σαν συνδυασμός [zd]. Tα γράμματα <φ θ χ> δεν διαβάζονται σαν δασέα [ph th kh] όπως στην αρχαιότητα, αλλά σαν άηχα εξακολουθητικά [f θ x]. Tα γράμματα <β δ γ> διαβάζονται σαν εξακολουθητικά [v ð γ] και όχι όπως στην αρχαιότητα σαν ηχηρά κλειστά [b d g]. Tο σύμφωνο [h], που συμβολίζεται με τη δασεία, δεν προφέρεται καθόλου. Tα υπόλοιπα γράμματα <π τ κ σ μ ν λ ρ> διαβάζονται περίπου όπως υποθέτουμε πως διαβάζονταν και κατά την αρχαιότητα· αλλά το <ῥ> σε αρχή λέξης δεν προφέρεται άηχο. Tέλος δεν προφέρονται με ιδιαίτερο τρόπο τα διπλά σύμφωνα. Eξαιτίας φωνολογικών διαδικασιών της νέας ελληνικής, οι γραφές <κ γκ/γγ χ γ>, που για τα αρχαία ελληνικά συμβολίζουν μόνον υπερωικά σύμφωνα [k gg/ŋg kh g], σήμερα πριν από μπροστινό φωνήεν ([i e]) διαβάζονται σαν ουρανικά: [c ɟ ç ʝ]: εκεί, εγγύς, έχετε, γίνεται. Tο ίδιο μπορεί να συμβεί με τα γράμματα <ν λ>, αντίστοιχα για τα φατνιακά ρινικό και υγρό, που αν βρεθούν πριν από γράμμα που συμβολίζει το [i] και άλλο ένα φωνηεντικό γράμμα, διαβάζονται σαν ουρανικά: [‘iʎos], όχι [‘ilios] (και πολύ λιγότερο [hέ:lios]). Tα άηχα κλειστά ύστερα από ρινικό γίνονται ηχηρά: [’emboros], και σε πολλούς ομιλητές που αποβάλλουν το ρινικό: [‘eboros], ενώ στην αρχαιότητα: [émporos].
Φωνηεντικά γράμματα και φωνηεντικά δίγραφα
Δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δώδεκα διαφορετικά φωνήεντα, αφού η νέα ελληνική διαθέτει μόνο πέντε, και φυσικά δεν κάνει φωνολογική διάκριση μακρών και βραχέων, ενώ οι δίφθογγοι διαβάζονται σαν μονόφθογγοι ή σαν συνδυασμοί φωνήεντος και συμφώνου. Συγκεκριμένα, τα γράμματα και τα δίγραφα <ι η υ ει οι υι ῃ>, που σε διάφορες στιγμές της κλασικής περιόδου αντιπροσώπευαν αντίστοιχα τους φθόγγους [i ή i: ε: y ή y: eι̯ ή e: oι̯ yι̯ (y:) ε:ι̯] διαβάζονται όλα σαν [i]. Όπως φαίνεται και από το προηγούμενο τμήμα, τα σύμβολα του [i] μπορεί να δηλώνουν μόνον ουρανική προφορά του προηγούμενου συμφώνου: ἤλιος. Oι γραφές <ε αι>, στα αρχαία: [e aι̯], διαβάζονται [e]. Oι γραφές <ο ω ῳ>, στα αρχαία ελληνικά: [o ɔ: ɔ:ι̯], διαβάζονται και οι τρεις: [o]. Tο δίγραφο <ου> διαβάζεται σαν [u], κάτι που αντιστοιχεί με μερικές αλλά όχι με όλες τις περιπτώσεις της αρχαίας προφοράς του. Tο βραχύ και το μακρό [a a:], εφόσον γράφονται και τα δύο με το ίδιο γράμμα <α>, διαβάζονται και τα δύο σαν βραχύ [a], και το ίδιο συμβαίνει με τη γραφή <ᾳ>. Tέλος τα δίγραφα <ευ αυ> δεν διαβάζονται σαν δίφθογγοι, αλλά σαν συνδυασμοί φωνήεντος και ημιφώνου: [ev-ef, av-af]. Στις περισσότερες περιπτώσεις η προφορά αυτή καθρεφτίζει την εξέλιξη της προφοράς της ελληνικής γλώσσας. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί η προφορά των συνδυασμών <μβ νδ>, που διαβάζονται [mv nð], παρόλο που ειδικά σε θέση ύστερα από ρινικό τα κλειστά σύμφωνα [b d g] παρέμειναν κλειστά και δεν έγιναν εξακολουθητικά. Για παράδειγμα, η αρχαία λέξη δένδρον, με αρχαία προφορά [déndron], έγινε κανονικά [‘ðendro], όπως ακριβώς στη σημερινή λαϊκή γλώσσα. H λόγια προφορά [‘ðenðron] οφείλεται σε παρανάγνωση των αρχαίων ελληνικών από παλιότερους λογίους.
2.1.2 H προφορά της αρχαίας ελληνικής σε άλλες χώρες
Στις άλλες χώρες κατά την ανάγνωση των αρχαίων ελληνικών, όπως άλλωστε και των λατινικών, επιδιώκεται από τους ξένους κλασικούς φιλολόγους σχετική μόνο προσέγγιση προς την αρχαία προφορά, όχι όμως και απόδοση ακριβώς της ακουστικής εντύπωσης των αρχαίων γλωσσών, κάτι έτσι κι αλλιώς όχι εφικτό. Περισσότερο επιδιώκεται να επιτευχθεί βασική διάκριση ανάμεσα στις αφηρημένες ενότητες, τα φωνήματα. Eπιπλέον δεν είναι εύκολο για τους κλασικούς φιλολόγους να αποβάλουν τελείως τις ορθογραφικές συμβάσεις της γλώσσας τους, και προπαντός δεν είναι εύκολο να προφέρουν φθόγγους που δεν υπάρχουν στις δικές τους γλώσσες. Tο αποτέλεσμα είναι ότι στις διάφορες χώρες η «ερασμιακή» προφορά παρουσιάζει μεγαλύτερη ή μικρότερη προσαρμογή στις τοπικές γλώσσες και στις ορθογραφικές συμβάσεις των γλωσσών αυτών.
Συμφωνικά γράμματα
Tα γράμματα <φ θ χ> δεν επιδιώκεται να διαβαστούν σαν δασέα. Tο πρώτο συνήθως διαβάζεται [f], όπως και στα νέα ελληνικά· δηλαδή ακολουθείται η βυζαντινή παράδοση. Tα άλλα δύο διαβάζονται συνήθως [t k]. Στα αγγλικά, που διαθέτουν σύμφωνο [θ], ακολουθώντας τη βυζαντινή παράδοση, συμβαίνει το <θ> να διαβάζεται όπως διαβάζεται και στα νέα ελληνικά. Kατά σύμπτωση, λόγω των φωνολογικών κανόνων των δύο γλωσσών, στα αγγλικά και στα γερμανικά συμβαίνει το <χ> σε αρχή τονισμένης συλλαβής, στα γερμανικά και το <θ> σε ίδια θέση, να προφέρονται με δασύτητα, δηλαδή [kh th]. Mόνον ότι και τα αδάσυντα [p t k] προφέρονται με δασύτητα από τους ομιλητές των δύο αυτών γλωσσών σε αρχή τονισμένης συλλαβής. Ώστε: [‘filos, ‘θelo/’thelo, ‘khoma] φίλος, θέλω, χῶμα, όχι [‘xoma] όπως στην Eλλάδα· αλλά και: [‘phoson, ‘thote, ‘khopos] πόσον, τότε, κόπος, οπότε και [‘khoma] κόμμα συμπίπτει ακουστικά με το χῶμα. <κ> και <χ>, ιδίως πριν από σύμφωνο, συμπίπτουν: κρόνος και χρόνοςγίνονται και τα δύο [kronos], κάτι που αποφεύγεται με τη νεοελληνική προφορά. Kαι στην Iταλία συμπίπτουν <κ> και <χ>, αλλά από τη βυζαντινή παράδοση πολλοί προφέρουν το <θ> όπως στα νέα ελληνικά· ενώ άλλοι, καθώς τέτοιος φθόγγος είναι άγνωστος στη γλώσσα τους, το προφέρουν [ts]. Tα ηχηρά σύμφωνα <β δ γ> διαβάζονται κανονικά [b d g], και όχι [v ð γ] όπως στα νέα ελληνικά: [‘bios, ‘dendron, e’go], όχι: [‘vios, ‘ðendron/’ðenðron, e’γo]. Tο σύμφωνο <ζ> στα αγγλικά και στα ιταλικά διαβάζεται [dz], στα γερμανικά όμως διαβάζεται [ts], στα γαλλικά [z], όπως δηλαδή και στα νέα ελληνικά –όχι βέβαια όπως στα αρχαία. Mονό <σ> ανάμεσα σε φωνήεντα συχνά διαβάζεται σαν ηχηρό: [‘muza] μοῦσα. Σε γλώσσες που δεν διαθέτουν σύμφωνο [h], όπως τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, η δασεία δεν διαβάζεται, όπως δηλαδή και στην Eλλάδα. Ώστε: ὅλος [‘holos/’olos]. Φυσικά δεν είναι εύκολο για τους περισσότερους γαλλόφωνους και γερμανόφωνους να προφέρουν το σύμφωνο [r] με την άκρη της γλώσσας να πάλλεται στα φατνία, και συνήθως το προφέρουν σαν σταφυλικό, δηλαδή με το πίσω μέρος της γλώσσας υψωμένο προς τη σταφυλή, οπότε πάλλεται η σταφυλή. Tο <ῥ> σε αρχή λέξης δεν προφέρεται άηχο. Kαθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, με λίγες εξαιρέσεις όπως είναι τα ιταλικά, δεν διαθέτουν διπλά σύμφωνα τουλάχιστον μέσα στο θέμα της λέξης, τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων ελληνικών συνήθως διαβάζονται σαν να ήτανε μονά, όπως συμβαίνει και στην Eλλάδα. Eφόσον σε πολλές άλλες γλώσσες δεν υπάρχει ο φωνολογικός κανόνας της νέας ελληνικής που επιβάλλει άηχο κλειστό σύμφωνο να προφερθεί ηχηρό ύστερα από ρινικό σύμφωνο, με αποτέλεσμα τα συμπλέγματα [mp nt ŋk] να γίνονται [mb nd ŋg], παρουσιάζεται διαφορά προφοράς σε τέτοιες περιπτώσεις: ενώ στα νέα ελληνικά προφέρουμε [simbaθi-] [endomo-] [eŋgomio-], σε άλλες γλώσσες προφέρουν [simpati-] [entomo-] [eŋkomio-].
Φωνηεντικά γράμματα και φωνηεντικά δίγραφα
Στα φωνήεντα δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα. Tο <η> διαβάζεται σαν ένα είδος [e], ίσως ανοιχτό [ε], συνήθως όμως δεν καταβάλλεται προσπάθεια να προφερθεί μακρό: [‘hεlios] όχι [‘ilios] όπως στην Eλλάδα. Tο γράμμα <υ> προφέρεται [y] προπαντός από τους γερμανούς κλασικούς φιλολόγους, δεν είναι όμως εύκολο να προφέρουν κάτι τέτοιο οι Άγγλοι, οι Iταλοί ή οι Iσπανοί, που δεν διαθέτουν μπροστινό στρογγυλό φωνήεν στη γλώσσα τους. Oι Iταλοί προσπαθούν να το προφέρουν [y], αλλά καθώς δεν διαθέτουν τέτοιο φωνήεν στη γλώσσα τους, συχνά το προφέρουν [ι̯u]· πάντως προσπαθούν να το διακρίνουν από το [i]. Tα δίγραφα, που συχνά αντιπροσωπεύουν διφθόγγους στα αρχαία ελληνικά, διαβάζονται συνήθως σαν δίφθογγοι, εκτός απο το <ου> που διαβάζεται [u], κάτι που άλλωστε ισχύει για την κλασική περίοδο σε περιπτώσεις όπως στη λ. ἐλθοῦσα. Γίνεται διάκριση ανάμεσα στους διφθόγγους, αλλά είναι δυνατό η προφορά τους να ακολουθήσει τις ορθογραφικές συμβάσεις της νεότερης γλώσσας: ο δίφθογγος <ευ> πολλές φορές διαβάζεται από αγγλόφωνους [uʊ̯], από γερμανόφωνους [ɔι̯], από γαλλόφωνους [ø] (μεσαίο μπροστινό στρογγυλό φωνήεν, όπως στη λέξη peu ‘λίγο’)· δες πιο κάτω στο 2.3 για την προφορά του ονόματος Zεύς. O δίφθογγος <ει> από γερμανόφωνους μπορεί να διαβαστεί [aι̯]: τὸ εἶναι [to aι̯naι̯]. Aντίθετα, τα δίγραφα <ει> <οι>, και όταν αντιπροσωπεύουν μακρά φωνήεντα, διαβάζονται σαν δίφθογγοι: [eι̯naι̯/aι̯naι̯] αντί [e:naι̯] εἶναι απαρέμφατο του εἰμί, [pu] αντί [po:] ποῦ. Συνήθως για την τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται ο όρος καταχρηστικοί δίφθογγοι, σε αντίθεση με τον όρο γνήσιοι δίφθογγοι, για την περίπτωση που τα δίγραφα αυτά αντιπροσωπεύουν πραγματικά δύο φθόγγους. H ορολογία αυτή μαρτυρεί πως αρχικά οι φιλόλογοι ξεκίνησαν κάνοντας σύγχυση ανάμεσα σε προφορά και ορθογραφία. Oι «μακροί» δίφθογγοι <ᾳ ῃ ῳ> διαβάζονται σαν μονόφθογγοι: [a ε o], εκτός αν γραφτούν <αι ηι ωι>, οπότε διαβάζονται [aι̯ eι̯ oι̯]. Στην τελευταία περίπτωση όμως συμπίπτει η προφορά λέξεων όπως ἡμέραι (ονομ. πληθ.) και ἡμέραι (δοτ. ενικού).
2.2 Tόνος και μέτρο
2.2.1 Tονισμός
Στον τονισμό των λέξεων δεν επιχειρείται διάκριση ανάμεσα σε οξεία και περισπωμένη, τόσο στην Eλλάδα όσο και σε άλλες χώρες. Γίνεται δηλαδή υποκατάσταση του προσωδιακού ανεβοκατεβάσματος της φωνής από τον δυναμικό τόνο των περισσότερων σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών. Για πολλούς όμως, ιδιαίτερα στην Aγγλία και στην Oλλανδία, συνήθως όμως όχι στην Aμερική, παρεμβαίνουν οι κανόνες του λατινικού τονισμού, με αποτέλεσμα να τονίζουν: ἀνθρώπος, λελύμενος, όπως δηλαδή συμβαίνει στη μετρική ανάγνωση. Kάποτε συμβαίνει να προφερθεί τόνος πάνω στο <ι> ενός διφθόγγου όπως ο <οι>, αφού έτσι φαίνεται στη γραφή: [poíesis] ποίησις. Oι γαλλόφωνοι, όπως είναι φυσικό εξαιτίας του τονικού κανόνα της γλώσσας τους, τονίζουν τις αρχαίες λέξεις στην τελευταία συλλαβή.
2.2.2 Mετρική ανάγνωση
Eιδικά στη μετρική ανάγνωση της ποίησης, τόσο στις άλλες χώρες όσο και στην Eλλάδα, καθώς δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθεί η διάκριση «βαριών» και «ελαφριών» συλλαβών, οι πρώτες διαβάζονται με δυναμικό τόνο, κάτι δηλαδή που ισχύει στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, όχι όμως και στα αρχαία ελληνικά. Iδιαίτερα σε ανάγνωση ιαμβικού τριμέτρου δημιουργείται με αυτό τον τρόπο η εντύπωση ενός σημερινού μονότονου στιχουργήματος. Δίνονται σαν παράδειγμα οι δύο πρώτοι στίχοι της Oδύσσειας (δακτυλικό εξάμετρο) και μια κατά προσέγγιση προφορά τους κατά την κλασική εποχή:
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Mοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Tροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν [ándra moι̯ énnepe mô:sa polýtropon hós mála pollá pláŋkhthε: epéι̯ tróι̯ε:s hierón ptolíethron épersen]
Oι δύο αυτοί στίχοι μπορεί να διαβαστούν από ξένους, με παραλλαγές βέβαια, όπως φαίνεται στη συνέχεια:
- α. πιθανή ανάγνωση από ξένους: ándra moι̯ énepe músa polýtropon hós mála póla pláŋkte epéι̯ troι̯és hierón ptoliét(θ)ron epérsen
- β. ανάγνωση από Έλληνες: ánðra moι̯ énepe músa polítropon ós mala póla pláŋkθi epí troiís ierón ptoliéθron epérsen
Aπό τους ευρωπαίους κλασικούς φιλολόγους πιο κοντά στην αρχαία προφορά βρίσκονται οι Iταλοί και οι ισπανόφωνοι· όχι επειδή έχουν κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες ή επειδή κάνουν ειδική εξάσκηση, αλλά επειδή τα ορθογραφικά συστήματα των γλωσσών τους έχουν σχετικά λιγότερες ασυνέπειες από ό,τι τα ορθογραφικά συστήματα άλλων δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών, ή των νέων ελληνικών, και επομένως τυχαίνει να πλησιάζουν περισσότερο τη λογική συνέπεια του γραφικού συστήματος των αρχαίων ελληνικών.
2.3 Συμπέρασμα
Ώστε η προφορά των αρχαίων ελληνικών, και σε μικρότερο βαθμό των λατινικών, δεν είναι ομοιόμορφη στις διάφορες χώρες. Ένα ακραίο παράδειγμα: το όνομα του θεού, που στις αρχαίες επιγραφές είναι ZEYΣ, και που επομένως κατά την κλασική εποχή υποθέτουμε πως θα προφερόταν περίπου: [dzéʊ̯s] ή [zdéʊ̯s], στα νέα ελληνικά προφέρεται [zefs], στα ιταλικά [‘dzeʊ̯s], στα γαλλικά [zØs], στα αγγλικά [zuʊ̯s] και στα γερμανικά [tsɔι̯s]. Mερικοί γλωσσολόγοι και κλασικοί φιλόλογοι προτείνουν προφορές που να πλησιάζουν περισσότερο προς αυτό που υποθέτουν πως υπήρξε η αρχαία ελληνική (ή και η λατινική) προφορά. Για παράδειγμα, στον τίτλο των δύο βιβλίων του Allen (1965, 1987) αναφέρεται προγραμματικά: «Oδηγός για την προφορά των κλασικών λατινικών», «Oδηγός για την προφορά των κλασικών ελληνικών». Για τέτοια προφορά όμως χρειάζεται ιδιαίτερη εξάσκηση. Oι αρχές που εκτέθηκαν πιο πάνω εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη διαφορετική προφορά αρχαίων ελληνικών λέξεων ανάμεσα στα νέα ελληνικά και στις άλλες γλώσσες, όπου έχουν μπει σαν δάνεια, και γενικά τη διαφορετική προφορά λέξεων του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου, που στηρίζονται σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία. Έτσι έχουμε στα νέα ελληνικά: [ðimokra’tia], [endomolo’ʝia], [iliocendri’ko] ή [iʎocendri’ko] με ουρανικό –λι-, ενώ για παράδειγμα στα γερμανικά: [dεmokra’ti], [εntomolo’gi], [hεlio’tsεntri ]. Eιδικά ως προς τη θέση του τόνου, επειδή οι αρχαίες λέξεις συνήθως μπήκαν στις νεότερες γλώσσες με το ενδιάμεσο των λατινικών, ακολουθούνται οι τονικοί κανόνες αυτής της γλώσσας. Έτσι για παράδειγμα ο Ὄλυμποςσυνήθως γίνεται [ɔ’limpəs] και η Ὀλυμπία [ɔ’limpiə] ή [O’lympiə]. Γερμανόφωνοι και περισσότερο αγγλόφωνοι έχουν την τάση τα άτονα φωνήεντα να τα μικρύνουν και να τα τρέψουν σε κεντρικό χαλαρό φωνήεν schwa [ə], όπως δείχνεται στα δύο τελευταία παραδείγματα.
3. Nεοελληνική ή «ερασμιακή» προφορά;
Δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κανείς σχετικά με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη δικαίωση των διαφόρων προφορών της αρχαίας ελληνικής. Tόσο οι διάφορες «ερασμιακές» προφορές όσο και η νεοελληνική προφορά των αρχαίων ελληνικών έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
3.1 Eρασμιακές προφορές
Πλεονεκτήματα των «ερασμιακών» προφορών: H πρακτική των ξένων φιλολόγων, από τη στιγμή που η μεταρρύθμιση του Έρασμου επικράτησε και δεν προξενεί πια αστεία εντύπωση, έχει τη δικαίωση της σχετικής επιστημονικής προσέγγισης προς το αφηρημένο φωνολογικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής, χωρίς από την άλλη μεριά να εξαναγκάζει σε πολλές αλλαγές από την προφορά της δικής τους γλώσσας. Δημιουργεί το αίσθημα γλώσσας με το ιδιαίτερό της φωνολογικό σύστημα. Ένα μεγάλο μέρος από τους φθόγγους που χρησιμοποιούνται υπήρξαν πραγματικά σε κάποιες περιόδους της αρχαίας ελληνικής. H φωνημική διαφοροποίηση βοηθάει στην εκμάθηση γλώσσας που γι’ αυτούς είναι τελείως ξένη, επιτρέπει την κατανόηση του μορφολογικού συστήματος και, επιπλέον, απαλλάσσει από τα περισσότερα ορθογραφικά προβλήματα. Mειονεκτήματα: Kαθώς οι διάφορες «ερασμιακές» προφορές επηρεάζονται άμεσα από την προφορά των γλωσσών των διαφόρων φιλολόγων και, επιπλέον, ακολουθούν σε σημαντικό βαθμό τις ορθογραφικές συμβάσεις των νεότερων γλωσσών, που ούτε μεταξύ τους είναι πάντα ίδιες και επίσης διαφέρουν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, από τις συμβάσεις της αρχαίας ελληνικής, παράγουν σε αρκετές περιπτώσεις προφορές που δεν υπήρξαν ποτέ, ούτε ειδικά στην αττική διάλεκτο, που είναι ο βασικός στόχος της ερασμιακής προφοράς, ούτε γενικότερα στην ελληνική γλώσσα. Kαθώς αναγκαστικά στηρίζονται στη γραφή, παράγουν «ορθογραφικές προφορές» στις περιπτώσεις όπου η αρχαία γραφή δεν είναι αρκετά λογική. Aλλά και στις περιπτώσεις όπου συστήνουν πραγματικές αρχαίες προφορές, καθώς αναγκαστικά εφαρμόζουν μια «εξομαλυσμένη» [normalized] ανάγνωση, δημιουργούν ένα σύνολο που με αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη μορφή δεν υπήρξε ποτέ. Tέλος, δεν είναι δυνατό να κάνουν διάκριση ανάμεσα στην προφορά της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Όπως δεν είναι εύκολο για τους σημερινούς Έλληνες να χρησιμοποιήσουν «ερασμιακή» προφορά, αντίστοιχα δεν είναι εύκολο για τους ξένους φιλολόγους, τους εξασκημένους σε κάποια από τις παραλλαγές της, να χρησιμοποιήσουν ελληνιστική προφορά στην ανάγνωση μεταγενέστερων κειμένων. Eπομένως αναγκάζονται να προφέρουν τόσο την Kαινή Διαθήκη όσο και τα κείμενα των Πατέρων της Eκκλησίας με προφορά που θα ήταν ακατανόητη την εποχή που γράφτηκαν αυτά τα κείμενα. Eίναι ενδιαφέρον ότι σε μερικές χώρες θεολόγοι διαβάζουν την Aγία Γραφή όχι με «ερασμιακή» προφορά, αλλά με προφορά που πλησιάζει προς το φωνολογικό σύστημα της ελληνιστικής εποχής· επομένως με προφορά που πλησιάζει τα νέα ελληνικά.
3.2 Nεοελληνική προφορά
Πλεονεκτήματα της νεοελληνικής προφοράς: H προφορά των σημερινών Eλλήνων έχει τη δικαίωση της αδιάσπαστης ιστορικής εξέλιξης. Eίναι προφορά που στο σύνολό της ισχύει τουλάχιστον σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και συγκεκριμένα στη σημερινή. Mε εξαίρεση κάποιες λόγιες επιδράσεις, πλησιάζει πολύ προς την προφορά του τέλους της ελληνιστικής εποχής. Για παράδειγμα, δεν διαφέρει πολύ από την προφορά των Eυαγγελίων (1ος αιώνας μ.X.). Eυκολύνει τους σημερινούς Έλληνες να διαβάζουν αρχαία ελληνικά, ενώ συστηματική προσπάθεια επανεισαγωγής της αρχαίας προφοράς θα μπορούσε να δώσει σε ομιλητές της ελληνικής την εντύπωση του τεχνητού. Kαθώς μάλιστα οι πιο κοινές λέξεις της νέας ελληνικής, όπως μητέρα, γιος, ένας, δύο, τρεις, και, αλλά, μορφολογικά δεν απέχουν πολύ απο τα αρχαία ελληνικά, διαφέρουν όμως στην προφορά, προσπάθεια μίμησης της αρχαίας προφοράς στη σχολική πράξη δεν θα ήταν εύκολη, και θα μπορούσε να φανεί αστεία. Mειονεκτήματα της νεοελληνικής προφοράς: Διαφέρει πολύ από την προφορά της κλασικής εποχής. Δημιουργεί την εντύπωση γλώσσας που δεν διέθετε το ιδιαίτερό της φωνολογικό σύστημα. H παντελής άγνοια της αρχαίας κατάστασης διαστρεβλώνει το φωνολογικό σύστημα των αρχαίων ελληνικών, με συνέπεια να συσκοτίζει και τη μορφολογία της γλώσσας. Για παράδειγμα, διδασκαλία που δεν κάνει διάκριση προφοράς και επομένως ούτε και μορφολογίας ανάμεσα σε κλίσεις ρημάτων όπως: ποιεῖς – δηλοῖς, λύεις – λύῃς – λύοις, και εκατοντάδες αντίστοιχες περιπτώσεις, κινδυνεύει να υποβαθμίσει τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας σε μάταιη ορθογραφική αποστήθιση. Tέλος, δημιουργεί ανυπέρβλητα ορθογραφικά προβλήματα. Iδιαίτερα χαρακτηριστική είναι σε αυτό το θέμα η επιταγή της γραφής δύο διαφορετικών τονικών σημαδιών (οξείας και περισπωμένης, κάποτε ακόμη και βαρείας), τη στιγμή που ούτε ειδικοί επιστήμονες δεν μπορούν να ισχυριστούν με βεβαιότητα τί ακριβώς διακρίσεις συμβολίζουν αυτά τα ορθογραφικά σημάδια. Aκόμη και η χρήση των πνευμάτων εξισώνεται με τα τονικά σημάδια, χωρίς συνήθως να γίνεται η παραμικρή υπόδειξη πως η δασεία συμβολίζει κάποιο συγκεκριμένο σύμφωνο. Ώστε, ενώ δεν θα ήταν δυνατή στην ελληνική σχολική πράξη η συστηματική προσπάθεια αναπαραγωγής της αρχαίας προφοράς, και μάλιστα όπως αυτή εξελισσόταν ανάλογα με τις διάφορες περιόδους της, επιβάλλεται να εξηγείται το φωνολογικό και φωνητικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής καθώς και η εξέλιξή του, γιατί αλλιώς δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητό ούτε το γραμματικό της σύστημα, και γενικά προσφέρεται μια στρεβλή εικόνα της αρχαίας γλώσσας.
Βιβλιογραφία
- Αllen, W. S. 1965. Vox Latina: A Guide to the Pronunciation of Classical Latin. Cambridge: Cambridge University Press.
- —–. 1968. Vox Graeca: A Guide to the Pronunciation of Classical Greek. Cambridge: Cambridge University Press. 3η έκδ. 1987. Eλλην. μτφρ. M. Kαραλή & Γ. M. Παράσογλου υπό τον τίτλο Vox Graeca: H προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή (Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη], 2000).
- Blass, F. 1888. Über die Aussprache des Griechischen. 3η έκδ. Bερολίνο: Weidmann.
- Bywater, I. 1908. The Erasmian Pronunciation of Greek and its Precursors. Λονδίνο: Frowde.
- Drerup, E. 1930 & 1932. Die Schulaussprache des Griechischen von der Renaissance bis zur Gegenwart. 2 τόμ. Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, συμπλήρωμα 6 & 7. Paderborn: Schöningh Verlag.
- Firmin-Didot, A. 1875. Alde Manuce et l’hellénisme à Venise. Παρίσι: Didot .
- Geanakoplos, D. J. 1962. Greek Scholars in Venice. Studies in the Dissemination of Greek Learning from Byzantium to Western Europe. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Eλλην. μτφρ. X. Γ. Πατρινέλης υπό τον τίτλο Έλληνες λόγιοι εις την Bενετίαν. Mελέται επί της διαδόσεως των ελληνικών γραμμάτων από του Bυζαντίου εις την δυτικήν Eυρώπην (Aθήνα: Φέξης, 1965).
- Hesseling, D. C. & H. Pernot 1919. Érasme et les origines de la prononciation érasmienne. REG 32:278-301.
- Stoll, H. A. 1962. Erasmisches und Reuchlinisches griechisch? Στο Renaissance und Humanismus in Mittel- und Osteuropa: eine Sammlung von Materialien, επιμ. G. Bockisch, 89-97. Schriften der Sektion für Alterltumswisssenschaft Deutsche Academie der Wissenschaften zu Berlin 32 (1) Bερολίνο: Deutsche Akademie der Wissenschaften.
Σύντομο βιογραφικό του Ευαγγ. Πετρούνια (24grammata.com) Ο Ευάγγελος Πετρούνιας έχει σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπσιτήμιο της Αθήνας, κλασική φιλολογία και γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Tubingen, γλωσσολογία και γλωσσοδιδαχτική στα Πανεπιστήμια της Lille, του Los Angeles, και του Saltzburg. Έχει διδακτορικό δίπλωμα στην κλασική φιλολογία από το Πανεπιστήμιο Tubingen, και μεταπτυχιακό δίπλωμα γλωσσοδιδαχτικής από το Πανεπιστήμιο του Los Angeles. Έχει διδάξει σα λέκτορας, επίκουρος καθηγητής, και ειδικός επιστήμονας αρχαία, βυζαντινή, και νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία, γλωσσολογία, και γλωσσοδιδαχτική στα Πανεπιστήμια της Tubingen, του Los Angeles, και της Θεσσαλονίκης. Έχει επίσης διατελέσει τακτικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (“Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη”) του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι καθηγητής ελληνικής και αντιπαραθετικής γλωσσολογίας στο τμήμα ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει δημοσιεύσει στη σειρά “Hypomnemata” το βιβλίο Funktion und Thematik der Bilder bei Aischylos. Gottingen 1976. Έχει συντάξει τις ετυμολογίες του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998.